Προσωπικά συμπαθούσα τον Προκόπη Παυλόπουλο, τον θεωρούσα καλή εκδοχή της ελληνικής δεξιάς, κι άρχισα να χαλιέμαι μαζί του μετά τα πρώτα χρόνια της προεδρικής του θητείας, όταν συνειδητοποίησα ότι ο προεδρικός του λόγος ήταν ένα συνεχές αφήγημα αυτοτροφοδοτούμενης εθνικής συγκίνησης, για μια χώρα που την έπνιγαν τα εθνικά δίκαια, το κοινοτικό δίκαιο, το διεθνές δίκαιο, το διαπλανητικό δίκαιο, για μια χώρα που ανήκε στη Δύση, στην Ευρώπη, στον πολιτισμό, τη δημοκρατία και τον ανθρωπισμό, τα οποία και άλλωστε είχε εφεύρει και των οποίων ήταν ο φυσικός κληρονόμος. Η φιγούρα του δε άγγιζε το γκροτέσκο κάθε φορά που έτριζε τα δόντια στους προαιώνιους εχθρούς του έθνους, δηλώνοντας ετοιμότητα και αποφασιστικότητα για πολέμους, εκείνος που όταν ο φασίστας έριχνε νερά και χαστούκια σε γυναίκες δίπλα του, παρέμεινε κολλημένος στη θέση του, σε μια επίδειξη μνημειώδους αταραξίας. Κι αποτελεί ένα είδος ποιητικής δικαιοσύνης ότι τον αντικαθιστά μια ανώτατη δικαστικός, όταν ξαφνικά την ώρα που έπεφτε ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να κλείσει το μάτι στην επερχόμενη εξουσία, κάνοντας αυτό που εκείνη ήθελε στο ζήτημα του διορισμού των ανώτατων δικαστικών.
Αυτό δεν αναιρεί ότι ένας Πρωθυπουργός που συναντά τον Πρόεδρο το μεσημέρι και του ανακοινώνει τηλεφωνικά το απόγευμα ότι τελείωσε και θα τον αντικαταστήσει, φέρεται σαν ανθρωπάκι, φέρεται με μικρότητα, φέρεται με δειλία, φέρεται αισχρά.
Κι αυτό με τη σειρά του όμως δεν αναιρεί ότι η πρόταση του για την Προεδρία είναι μια πρόταση που σε πρώτη εικόνα μοιάζει να έχει θετικούς συμβολισμούς και ως τέτοια είναι ευπρόσδεκτη.