Βρήκε κάποτε ένας τύπος μια πορτοκαλιά που έκανε ίσως τα πιο νόστιμα τρίγωνα πορτοκάλια που είχε φάει ποτέ του και το καθένα ζύγιζε μισό κιλό, σαν φράπες. Τρελάθηκε τόσο με τα πορτοκάλια αυτά, που στηνότανε με τις ώρες να τα παραφυλάει και όταν νύχτωνε, τα μάζευε ένα-ένα μην τυχόν και του ξεφύγει κανένα. Και αν δεν κατάφερνε πάντα να τα φάει μόνος του όλα, τα έφτιαχνε χυμούς, μαρμελάδες, γλυκά, και σιρόπια, τα έχωνε στην κατάψυξη, μέχρι στα φαγητά του έβαζε. Κι ενώ τα έτρωγε μόνος του μην το μάθει κανένας άλλος, μια μέρα δεν άντεξε τη χαρά και δώρισε ένα τρίγωνο πορτοκάλι στον καλύτερό του φίλο.
Ξετρελάθηκε κι αυτός. Με τα πολλά, του εκμυστηρεύτηκε το σημείο που τα έβρισκε και σύντομα, πηγαίνανε τα δυο τους τα βράδια να τα κόψουν. Δεν τον πολυπείραξε αυτό, γιατί η σοδειά ήταν μπόλικη αλλά σίγουρα εάν το μάθαιναν κι άλλοι ή ο ιδιοκτήτης, θα είχαν μεγάλο πρόβλημα. Έψαξε λοιπόν στο κοντινό χωριό ποιός ήταν ο ιδιοκτήτης του χωραφιού να το αγοράσει, αλλά αυτό ήταν αδύνατον διότι το χωράφι δεν ανήκε σε κανέναν και άρα δεν πουλιόταν, του είπαν. Ήταν καλό βέβαια που η πορτοκαλιά δεν ανήκε σε κάποιον συγκεκριμένα για να φοβάται μήπως σηκώσει κάναν φράχτη, ενώ τώρα, ως δημόσια περιουσία είχε όλο το ελεύθερο, να πηγαινοέρχεται και να τρώει όλα τα πορτοκάλια με τον φίλο του, όσο και όποτε ήθελε. Η βλακεία έγινε μια Κυριακή που ο φίλος του ήταν καλεσμένος σε έναν γάμο και δεν είχε λεφτά να πάρει δώρο. Πήρε λοιπόν ο έξυπνος ένα καθαρό τελάρο, το γέμισε άχυρα και το τίγκαρε τρίγωνα πορτοκάλια. Ήταν θέμα χρόνου μέχρι η πορτοκαλιά να ταΐζει όλο το χωριό και σύντομα, να είναι η πιο πολύτιμη εξαγωγή και αστείρευτη πηγή πλούτου του τόπου του.
Ζουμ άουτ. Σε όλα σχεδόν τα σημεία του πλανήτη, ένας τύπος είχε κάποια στιγμή ανακαλύψει τη χήνα του με τα χρυσά αυγά. Για κάποιον ήταν μια καρυδιά με τιρκουάζ μπιρμπιλωτά καρύδια, για άλλον μια λίμνη με άφθονα μωβ χέλια, για άλλον μια τιγρέ μπανανιά με φρούτα γλύκισμα και για άλλον… η χήνα με τα χρυσά αυγά. Άλλοι ψώνισαν τη γη που περιείχε τα σπάνια ευρήματα, άλλοι σκότωσαν τους επίδοξους κλέφτες και άλλοι μοιράστηκαν τα αγαθά τους με όλο το χωριό. Ό,τι όμως κι αν έκανε ο καθένας τους, λίγο – πολύ η βρώμα βγήκε. Έτσι, ήταν μόνο θέμα χρόνου μέχρι τα περισσότερα από αυτά τα σπάνια ευρήματα να γίνουν περιζήτητα.
Ζουμ ιν. Η πορτοκαλιά με τα τρίγωνα πορτοκάλια δεν ήταν καλά τελευταίως. Έκανε πρασινωπά σκαληνά και της πέφτανε ξινά προτού ορθογωνίσουν. Τι νερό, τι λίπασμα, τι σκάλισμα, τίποτε δεν στάθηκε δυνατό να τη σώσουν. Απλά όλοι παρακολουθούσαν μέρα με τη μέρα τον μαρασμό της μέχρι που το δέντρο έπεσε κάτω σε ένα γερό μπουρίνι και τέλος. Οι εξαγωγές σταμάτησαν, το ίδιο και ο πλούτος, μέχρι που πολύ σύντομα ο τόπος ερήμωσε και οι κάτοικοι πάμφτωχοι και ταλαιπωρημένοι, μοιράστηκαν σε κάθε σημείο του ορίζοντα προσπαθώντας να βρουν άλλα θαύματα ή άλλους με θαύματα.
Και αυτά με λίγα λόγια, είναι η περίπου η απάντηση στο πού θα πάει η κατάσταση με το προσφυγικό. Στην ιστορία αυτή, εμείς είμαστε οι μάγκες με τη χήνα με τα χρυσά αυγά και τουλάχιστον μέχρι να της σφηνώσει ένα αυγό στον κώλο, θα είμαστε για τους απανταχού ταλαίπωρους, μέγα αντικείμενο πόθου. Διότι βλέπεις, αντίθετα με όλους τους άλλους, πέρα δηλαδή της χήνας μας που νικάει όλες τις τρίγωνες πορτοκαλιές πανεύκολα, εμείς οι δυτικοί, είμαστε και οι μόνοι που αντί να μείνουμε στη χήνα μας μέχρι να ψοφήσει, προνοήσαμε να κατακλέψουμε και τον πλούτο των άλλων ή σε κάποιες περιπτώσεις, προκαλέσαμε τον μαρασμό τους. Αν δεις τριγύρω, γεμίσαμε πορτοκαλιές, καρυδιές, λίμνες και ψάρια και αφήσαμε τον άλλο μισό πλανήτη πεινασμένο και άνυδρο. Και τώρα, μας ενοχλεί που έρχονται κατά ‘δω. Το ότι ευημερούμε, δεν σημαίνει ότι είμαστε καλύτεροι, δεν σημαίνει ότι εμείς μοχθήσαμε περισσότερο από τους άλλους για τη χήνα μας, ότι κοπιάσαμε να τη βρούμε/ μαντρώσουμε/ ξεκωλώσουμε. Δεν σημαίνει ότι έχουμε το δικαίωμα να την οικειοποιούμαστε ή να διώχνουμε όποιον πλησιάζει. Σημαίνει ότι απλά έτυχε να τη βρούμε εδώ και της αλλάζουμε τον αδόξαστο.
Δύο τινά λοιπόν. Είτε λέμε κι ένα ευχαριστώ που ζήσαμε τόσο πλουσιοπάροχα και το παίρνουμε απόφαση πως πλέον τα μοιραζόμαστε όλα στα ίσα, είτε κάνουμε ανθρώπινους πάλι τους τόπους που ρημάξαμε, τουλάχιστον δίνοντας πίσω ό,τι τους πήραμε και τους παίρνουμε κάθε μέρα. Και τί τους έμεινε δηλαδή; Παιδική εργασία, πείνα, δουλεμπόριο, κομμένα και καμένα δάση είναι τα τελευταία που μας δίνουν χαράτσι ακόμη και σήμερα, μέχρι να απηυδήσουν δηλαδή και να μας πάρουν αμπάριζα. Τα νούμερα διαρκώς ανεβαίνουν μα στο μικρό κεφάλι μας συνεχίζουν να είναι απλά νούμερα. 821.6 εκατομμύρια άνθρωποι είναι χρόνια υποσιτισμένοι και μάντεψε πού ζει το 99% από αυτούς. Ναι, στις χώρες που μαστίζονται από φτώχεια, πολέμους και επιδεικτική έλλειψη malls. Ακόμη, υπάρχουν σήμερα γύρω στα 40.3 εκατομμύρια σκλάβοι και ανάμεσά τους, 10 εκατομμύρια παιδιά. Σημείωσε, πως σκλαβιά δεν σημαίνει απαραίτητα εργασία, σημαίνει και γάμοι με ανήλικα και παιδιά – στρατιώτες και άλλα ανατριχιαστικά. Όλα μα όλα, αποτέλεσμα της ακραίας φτώχειας.
Κι εμείς τί κάνουμε; Σαν κακομαθημένα κωλόπαιδα, παραπονιόμαστε που έρχονται να πεινάσουν στα μέρη μας -τουλάχιστον με χορτάτα μάτια-, θυμώνουμε που μας κλέβουν για να φάνε, φρικάρουμε που εγκληματούν και μυρίζουν και μας χαλάνε την αισθητική μας και πιστεύουν σε πράγματα παράξενα και βάρβαρα. Αλλά ξεχνάμε ότι κάπως έτσι επιβίωσαν και κάπως έτσι κοιμούνται τα βράδια μέσα σε όλο αυτόν τον χαμό που λένε ζωή.
Το να σηκώσουμε φράχτες ή θάλασσες λοιπόν, δεν το βλέπω να δουλεύει για πολύ. Οι χήνες ψοφάνε, οι καρυδιές μαραίνονται και μάλλον δεν αφήσαμε κολυμπηθρόξυλο πια για να τους βουτήξουμε. Χώρια που αν όντως καταφέρουμε και οχυρωθούμε μέσα στα τέρατα που φτιάξαμε, σε λίγα χρόνια που θα έρθει η σειρά μας να πρέπει να ξεφύγουμε, με τους ίδιους φράχτες θα μας κρατούν εκείνοι απ΄όξω.
Θέλω να πω, κάθε φορά που ακούω δεν χωράνε άλλοι πρόσφυγες και μετανάστες λες και είμαστε κλεισμένοι σε τίποτα ασανσέρ, ή κάθε φορά που κάποιος αναρωτιέται τί θα κάνουμε εάν σε μια δεκαετία όλοι αυτοί μετακομίσουν στην Ευρώπη, την Αμερική, την Αυστραλία και τέλος πάντων σε όλο το δυτικό κόσμο, η απάντηση είναι πως μέχρι τώρα ζούσαμε στις πλάτες τους και με τις σάρκες τους και μάλιστα τόσο πολύ που είναι να αναρωτιέται κανείς ποιοι πραγματικά είναι οι “λαθρο”, εκείνοι ή εμείς, οπότε μάλλον το πανηγύρι τελείωσε. Τόσα χρόνια που εκείνοι τα πάθαιναν αυτά, εμείς διαβάζαμε στατιστικές και στέλναμε ανθρωπιστική βοήθεια. Τώρα είναι αργά για να πούμε απλά όχι στην σκλαβιά και να το εννοούμε, όχι στην πείνα και να εφαρμοστεί την επόμενη μέρα, όχι σε ό,τι δεν θα δεχόμασταν να πάθουν και τα δικά μας παιδιά. Στο απόγειο της υποκρισίας, αν ένα μάτσο πιτσιρίκια διαδηλώνουν θυμωμένα για το κλίμα, θα τα χειροκροτήσουμε, θα τα αγκαλιάσουμε και θα θεωρήσουμε δικαιολογημένη την οργή τους, μα 10 εκατομμύρια παιδιά – σκλάβοι προφανώς δεν μας γεμίζουν το μάτι για να αλλάξουμε στ’ αλήθεια κάτι.
Οπότε ναι, ας μην ντροπιάζουμε περισσότερο τον περίφημο δυτικό πολιτισμό μας με τάχα φράχτες και βάρκες γεμάτες πρώην ή νυν σκλάβους έξω απ΄τα λιμάνια μας. Ας το βουλώσουμε λίγο και ας δεχτούμε πως μάλλον πρέπει να αρχίσουμε να ζούμε λίγο πιο προσγειωμένα, πολύ πιο ανθρώπινα, βασισμένοι στα δικά μας χέρια, στους δικούς μας -άφθονους- πόρους. Και ας τους δεχτούμε όλους όπως τους πρέπει. Είναι το λιγότερο.