Ερνστ Χάας, Αποστάγματα χρωμάτων, Βενετία, 1955.
Ποιήματα και πεζά του Κλοντ Ντεμπισί
20-12-2018

Βράδυα που τρεμολάμπανε στου κάρβουνου την πύρα.  ΜΠΟΝΤΛΕΡ, ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ, ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ

1~

Αν πιστέψουμε έναν φίλο του, ο Κλοντ Ντεμπισί «θα προτιμούσε να δεχτεί να πλαστογραφήσει χαρτονομίσματα παρά να γράψει τρία μέτρα μουσικής, αν δεν αισθανόταν τυραννική την ανάγκη να το κάνει». Σίγουρα δεν ήταν άγιος ο Ντεμπισί —όπως κανένας μας δεν είναι, και γι’ αυτό λατρεύουμε ανύπαρκτους άγιους. Έλεγε ψέματα· μπορούσε να γίνεται απάνθρωπα σκληρός και άπιστος με τις γυναίκες και τους φίλους του—περιγράφεται έως και σαν ψυχαναγκαστικός γυναικάς· ήταν σπάταλος, ή, μάλλον, παιδαριώδης με τα οικονομικά του· αντιφατικός ως την εκζήτηση με τις κοσμοθεωρίες του· πανούργος και εγωκεντρικός τύπος, που χρησιμοποιούσε τους ανθρώπους μόνο όταν τους είχε ανάγκη· και εν τέλει μόνο για να εξευμενίσει τη μούσα της τέχνης του θυσίαζε τα πάντα. Είχε όμως άδικο; και ποιος αναμάρτητος θα τον κατηγορήσει για το πάθος του γι’ αυτήν τη μούσα που του χάριζε την μοναδική θαλπωρή ευτυχίας που μπορούσε να αισθανθεί, αυτήν που τον πλημμύριζε παίζοντας με τους ήχους, τα χρώματα, το άρωμα και τις αρμονίες τους, που δεν είχαν ανάγκη να αφηγηθούν το παρελθόν και το μέλλον παρά υπήρχαν με μια άνευ προηγουμένου ένταση σε ένα διαρκές στιγμιαίο συνοπτικό παρόν; Έχουμε στ’ αλήθεια ανάγκη τη βιογραφία των ανθρώπων,  που το μόνο που φιλοδόξησαν στη ζωή τους είναι να υπηρετήσουν την τέχνη τους, να δοθούν σε αυτήν ολοκληρωτικά, γιατί μόνο έτσι ένιωθαν πως φτάνουν σε μια κατάσταση, που συνήθως, ελλείψει ακριβέστερου όρου, ονομάζουμε ευτυχία, και με μια τελική πράξη αναίμακτης θυσίας να προσφέρουν αυτήν την ανθηρή «ευτυχία» και στους άλλους;  Αν είναι μόνο για να παρακολουθήσουμε με  συμπάθεια και ταπεινή προσήλωση τη βασανιστική πορεία, το σαδιστικό μαρτύριο της όλο και πιο  κακοτράχαλης ανωφέρειας προς την ποθητή τελική «αρμονική διευθέτηση» του εκφραστικού υλικού τους, να φωτιστούμε για τις δυσκολίες να γίνει κανείς ο εαυτός του μέσα στον κόσμο, στην κοινωνία και στην ιστορία, αφού, εννοείται, καταβασανιστεί να ανακαλύψει, αν ποτέ ανακαλύψει, πρώτα αυτόν τον εαυτό,—ναι. Αλλιώς, για να επιβεβαιώσουμε τον ναρκισσισμό μας, —όχι. Οι βιογραφικές τεκμηριώσεις (documentary lives), όπως οι κορυφαίες του Ότο Έριχ Ντόιτς για τον Σούμπερτ, και των Χανς Ντέιβιντ-Άρθουρ Μέντελ-Κρίστοφ Βολφ για τον Γ.Σ. Μπαχ, ή οι βιογραφικές αναμνήσεις των συγχρόνων (a life remembered) είναι πολύτιμες,—βεβαίως. Η αλληλογραφία,—ναι. Αυτή είναι άλλο, ωφελιμότατο είδος, για να μάθουμε τον εαυτό μας, την κοινωνία, την ζωντανή ιστορία, και τους άλλους, πολλές φορές απολαμβάνοντας, εν μέρει ή συνολικά ανυστερόβουλη, καλή λογοτεχνία, με εκείνη την μοναδική σπίθα ζωής που φωτίζει τους αρχινισμένους, έστω και ουδέποτε ευδοκιμήσαντες διαλόγους, την δράση και την αντίδραση των ερωταποκρίσεων, την ερεθιστική εκκρεμότητα της αναμονής λύσης, που μπορεί και να μην δοθεί ποτέ είτε γιατί η επιστολή χάθηκε στο ταχυδρομείο, ή κατά την επίδοση, είτε γιατί η απεγνωσμένη έκκληση σκόνταψε σε τείχος σιωπής, εκείνες τις ψυχογραφικές μονοκοντυλιές, τις γεμάτες πλούσια καθημερινότητα—γλωσσική και πραγματολογική: δεν θα έπρεπε να εμπιστευόμαστε τους ανθρώπους που δεν αλληλογραφούν και από τους οποίους θα είναι σε λίγο γεμάτος ο κόσμος. (Δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί αλληλογραφία το ες-εμ-ες. Ούτε εμπίπτει στο χαρακτηρισμό η δημόσια αυτοϊκανοποίηση του φέισμπουκ. Όσο για το ιμέιλ—αυτό έχει απλώς ενθαρρύνει τους νωθρούς αλληλογράφους δήθεν να λακωνίζουν με τάση να εξαφανιστούν τελικώς πίσω από απερίγραπτες ιμοτζικές μούτες.  Πουλώντας το αρχείο του σε ένα αμερικάνικο κέντρο ο Ίαν ΜακΓιούαν συμπεριέλαβε και 80000 ιμέιλ 17 χρόνων ψηφιακής επικοινωνίας. Είναι αρκούντως ειρωνικό ότι ο ερευνητής που θα χρειαστεί να εργαστεί με αυτήν τη  αλληλογραφία, αφενός θα πρέπει να ταξιδέψει στην Αμερική, όπως θα συνέβαινε αν επρόκειτο για έντυπες επιστολές, αφετέρου  θα πρέπει να βασιστεί σε σποραδικές, πάμφτωχες σε πληροφοριακές αναφορές, ανιστορικές, ανορεξικές, «νεκρές», από κάθε άποψη υλική, εκτυπώσεις.)

Ακαταπόνητος αλληλογράφος υπήρξε ο Ντεμπισί, δίπλα στον Σαμπριέ και τον Μπερλιόζ. Τα επιβλητικά άπαντα της Αλληλογραφίας (1872-1918) του εκδόθηκαν στην λευκή σειρά των Εκδόσεων Γκαλιμάρ το 2005, με την υποδειγματική επιμέλεια δυο στοργικών επιμελητών, που αφιέρωσαν τη ζωή τους στον συνθέτη και το έργο του: του σπουδαίου μουσικολόγου, πραγματικού μεταθανάτιου ευεργέτη τού Ντεμπισί, Φρανσουά Λεζίρ, και μετά το θάνατο (2001) του Λεζίρ που δεν πρόλαβε να δει το ωραίο αυτό βιβλίο να κυκλοφορεί, ενός άλλου εξαίρετου μουσικολόγου, διευθυντή Έρευνας στο  Ινστιτούτο έρευνας της γαλλικής μουσικής κληρονομιάς, του Ντενί Ερλέν. Περιλαμβάνονται τρεις χιλιάδες επιστολές (από τις οποίες οι 2500 είναι του ίδιου του Ντεμπισί) και έγγραφα συμβολαίων, με αλληλογράφους, μεταξύ άλλων, τους Ιζαΐ, Μεσαζέ, Καπλέ, Σοσόν, Ντικά, Στραβίνσκι, Βαρέζ, Πιερ Λουΐς, Πολ-Ζαν Τουλέ, Βικτόρ Σεγκαλέν, Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσο, Σέργιο Ντιάγκιλεφ, Εμίλ Βιλερμόζ, Μανουέλ ντε Φάλια, Πολ Κλοντέλ, Λιλή και Νάντια Μπουλανζέ, Αλφρέντ Κορτό. Εντείνοντας  τη σαγήνη του αμίμητου επιστολικού ύφους του συνθέτη, και νοστιμεύοντας την αδιάσπαστα ενδιαφέρουσα αυτοβιογραφία που δραματοποιούν χορταστικά αυτά τα επεισόδια ζωής, η οξύτατη ματιά του  ζωγραφίζει με τον δικό της μοναδικό τρόπο έναν συναρπαστικό πίνακα της αναβράζουσας γαλλικής μουσικής κίνησης, από τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και τον συμβολισμό, στις δυο πρώτες του εικοστού και τα Ρώσικα Μπαλέτα. Πέρα όμως από τον σπινθηροβόλο στιλίστα επιστολογράφο και την περίσσεια μουσικής πληροφορίας, ή, μάλλον, το σημείο όπου συγκλίνουν, βρίσκεται η ποιητική ακεραιότητα ενός συνθέτη μουσικής, που πολύ περισσότερο από συνθέτης είναι μεγάλος ποιητής. Που με τη φυσική χάρη λουλουδιού που υποκλίνεται κι αναλαμβάνει την πρόσκαιρη μοίρα της άνθησής του κρατώντας διπλοκλειδωμένο το μυστήριο της ομορφιάς, κεντάει τις επιστολές του με την ανάλαφρη φλόρα μαθημάτων ποιητικής, που περισσότερο τέρπουν παρά καταναγκάζουν.  Ας δούμε ένα από τα γράμματα προς τον επιστήθιο φίλο του, τον «μεγάλο μεγαλύτερο αδελφό» του, όπως τον αποκαλούσε, Ερνέστ Σοσόν:

Ασκείτε μια τόσο ισχυρή πίεση στις ιδέες σας που δεν τολμούν πια να παρουσιαστούν μπροστά σας— τόσο πολύ φοβούνται μήπως και δεν είναι ντυμένες όπως θα σας άρεσε. Δεν αφήνετε αρκετά ελεύθερο τον εαυτό σας, και κυρίως δεν φαίνεται να αφήνετε να δράσει κατά τις ορέξεις του αυτό το μυστηριώδες πράγμα που μας κάνει να βρίσκουμε με ακρίβεια την εντύπωση ενός αισθήματος, ενώ είναι βέβαιο πως μια σχολαστική και ανένδοτη  αναζήτηση το μόνο που καταφέρνει είναι να το αδυνατίζει. Είμαι τόσο πεπεισμένος πως υπάρχει μέσα σας, και πολύ μάλιστα, κάθε είδος περιπόθητης έκφρασης,  που υποφέρω βλέποντάς σας να εκνευρίζεστε  με  ανώφελες αμφισβητήσεις.

Αν και ο Ντεμπισί, τόσο πρόθυμος να εξοικειώσει τον Σοσόν με τα τερτίπια των μουσικών ιδεών,—ή, μάλλον, της μούσας, δεν τον διαφωτίζει ιδιαίτερα για τα κίνητρά της, που παραμένουν σκόπιμα τυλιγμένα σε μυστηριώδες ημίφως, και, υποκλινόμενος στα όρια της ερμηνείας, αφήνει δήθεν ανέμελα να ξεγλιστρήσουν στην ανάπτυξη του συλλογισμού του οι κρίσιμες λέξεις  εντύπωση  και αίσθημα. Οπωσδήποτε τάσσεται υπέρ της ανάλαφρης περιβολής της μούσας του, που δεν είναι δυνατόν να τη φανταστεί κανείς να ανεβαίνει σε ένα βάθρο μισόγυμνη για να γελοιοποιηθεί απαγγέλλοντας  ηρωικά δακτυλικά εξάμετρα, αλλά απλώς να καλείται να συμπεριφερθεί ποιητικά, κατά τις συνταγές μιας ποιητικής αίσθησης, που οφείλει να διαθέτει τουλάχιστον την ακρίβεια της πολιτικής αίσθησης, όπως με σπάνια κριτική αίσθηση  την εισήγαγε και την προσδιόρισε σε αντιδιαστολή προς τον πολιτικό στοχασμό ο Γ.Π. Σαββίδης για τον, συνομήλικο, άλλωστε, τού Ντεμπισί (γ.1862),  Κ.Π. Καβάφη (γ. 1863), στην επίκαιρη ομότιτλη ομιλία του, το 1967.

 

                                                                                                     Συνεχίζεται

Ετικέτες: Κλοντ Ντεμπισί