Βράδυα που τρεμολάμπανε στου κάρβουνου την πύρα. ΜΠΟΝΤΛΕΡ, ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ, ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ
2~
Ο «ποιητικός Ντεμπισί» δεν ευδοκιμεί μόνο στα 92 τραγούδια, που συνοδεύουν τη δημιουργική ζωή του από την εφηβεία μέχρι το κατώφλι του θανάτου, αλλά σαν ηδονικό ρίγος η ποιητική όρεξη διαπερνά όλο το συνθετικό έργο, την πλούσια μουσικογραφία και την αλληλογραφία. Ξεκινώντας από αυτήν τη διαπίστωση η Μάργκαρετ Κομπ έσκυψε στον «ποιητικό Ντεμπισί» αναζητώντας τον βηματισμό του ποιητή παντού—στο μουσικό αλλά και στο συγγραφικό έργο, στην πηγή αλλά και στην εκτέλεση της μουσικής και της συγγραφικής χειρονομίας, στις προσωπικές σχέσεις, στην πολιτική και στην κοινωνική ταυτότητα. Καρπός της αναζήτησης, που είχε σε πρώιμο στάδιο την έγκριση και την ενθάρρυνση του Αλέξη Λεζέ ( ο Σεν-Τζον Περς, που σφοδρά επιθυμούσε να γίνει μουσικός αλλά παρέμεινε ποιητής της γραφής, υπήρξε γνώριμος του Ντεμπισί · μαρτυρείται πως παρακολούθησαν μαζί την ιστορική πρεμιέρα της Ιεροτελεστίας της Άνοιξης του Ίγκορ Στραβινσκι, στις 29 Μαΐου 1913), είναι το ομότιτλο πολύτιμο βιβλίο («Ο ποιητικός Ντεμπισί»)-θησαυρός του ποιητικού λεξιλόγιου ενός συνθέτη που είχε μια μοναδική αίσθηση του ρυθμού στο λόγο, υπήρξε, κατά τον Ολιβιέ Μεσιάν, «ο μεγαλύτερος ρυθμιστής [ειδικός του ρυθμού] που έχουμε γνωρίσει» και το πνεύμα του «ανατράφηκε με ποίηση». Σαφώς ο Κλαύδιος της Γαλλίας δεν φορούσε την ποίηση στην μπουτονιέρα αλλά την λάτρευε σαν θεά και την ανέπνεε. Είχε από κοντά την άστατη μούσα του, από τους παρνασσιακούς μέχρι την μόνιμη ερωτοτροπία με τους προραφαηλιστές και τον συμβολισμό, και η ανυποχώρητη καλαισθησία και η οξύτητα του πνεύματός του τον οδηγούσαν να διαλέγει τα εκλεκτότερα δείγματα για να ασκήσει την μουσική του τέχνη, «την μόνη, μαζί με την ποίηση, που κινείται στο χώρο», όπως είχε συνοψίσει σε μια από τις ακαριαίες διατυπώσεις του που ανοίγουν νέες προοπτικές. (Η πενιχρή, διαθέσιμη ή μισο-διαθέσιμη, ελληνική βιβλιογραφία Ντεμπισί—περιορίζεται κατ΄ουσίαν σε δυο πλούσια προγράμματα της κατασυκοφαντημένης, προ-κρίσεως, καλλιτεχνικής περιόδου του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών: για το πρώτο ανέβασμα στην Ελλάδα της όπερας «Πελλέας και Μελισάνθη», το 1998, και για το «Μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού», το 2005. Και στη μοναδική μονογραφία στα ελληνικά, από τον Ρότζερ Νίκολς, σε μετάφραση του Παναγιώτη Δασκαλόπουλου, στις εκδόσεις της Λέσχης [του δίσκου], το 2004. Συν σκόρπια, θεματικά μονομερή και ειδικά, ή ανεπαρκή, άρθρα σε περιοδικά, έντυπα και ψηφιακά. Φρέσκια, πρωτοπαθής, αύρα πνέει μόνο από τη μεριά της λογοτεχνίας: εννοώ κυρίως τις μουσικές αναφορές του Γιώργου Σεφέρη στις Μέρες Β΄, που παρέσυραν πρόσκαιρα το ενδιαφέρον ενός μάλλον απαθούς μουσικά κοινού προς την κατεύθυνση και του Ντεμπισί. Στον Σεφέρη, στις Μέρες Β΄, σ.127, βρίσκω μια αναφορά στο «Πελλέας και Μελισάνθη» σε σχέση με την παραμυθώδη όπερα «Χένσελ και Γκρέτελ» του Χούμπερντινκ, που σαν γαλλότροπο και γαλλόφιλο, τον είχε απογοητεύσει και που σαν αναφορά εκπλήσσει με την κριτική της διαίσθηση : «…προσπαθούσα να φανταστώ τί θα ήταν μια όπερα Pelléas et Mélisande του Claude–Achille για παιδιά»,— και δεν μπορώ να μην παρατηρήσω πως μα είναι όπερα για παιδιά, μόνο που οι περισσότεροί μας έχουμε χάσει την ικανότητα να είμαστε παιδιά, αν την είχαμε ποτέ.)
Στο βασικό βιβλίο της Κομπ βρίσκουμε μια αναφορά σε δυο γράμματα του Ντεμπισί προς τον μουσικοκριτικό Εμίλ Βιλερμόζ: στο ένα ισχυρίζεται πως ένα μουσικό άρθρο τον παίδεψε να το γράψει «περισσότερο από μια συμφωνία», στο άλλο πως «αν αλλάξουν μια πρόταση από το άρθρο μου, το κείμενο θα αποσυντεθεί». Παρόμοιες δηλώσεις μαζί με τα χρήσιμα στατιστικά στοιχεία που παραθέτει η Κομπ, οδηγούν σε κρίσιμα συμπεράσματα για τις λογοτεχνικές απαιτήσεις του συνθέτη μας: για πολλά τραγούδια του βασικό κίνητρο βεβαίως υπήρξε ο έρωτας για μια γυναίκα, που συνήθως τύχαινε να διαθέτει και αξιολάτρευτη φωνή επαγγελματικής τραγουδίστριας (ή εν πάση περιπτώσει, αν δεν την διέθετε, το τέλος της σχέσης ήταν κιόλας ορατό στον ορίζοντα—η θερμοκρασία των αφιερώσεων των τραγουδιών του στις μούσες του, παρακολουθεί με χαριτωμένη συμμετρία την καθοδική πορεία του πάθους του: το «νεραϊδένιο, μελωδικό της στόμα» γίνεται «με τιμή και ευγνωμοσύνη» για να καταλήξει «στην κα Βανιέ»), αλλά για τα περισσότερα, και κυρίως, ο έρωτας για έναν μείζονα ποιητή και ένα ποίημα. Και πάντως για τα μισά, ο έρωτας για έξη σπουδαίους ποιητές: Βερλέν (18 ποιήματα), Μποντλέρ (5 ποιήματα), Κάρολος της Ορλεάνης (5 ποιήματα), Μαλαρμέ (4 ποιήματα), Τριστάν Λερμίτ (3 ποιήματα), Φρανσουά Βιγιόν (3 ποιήματα).
Στα Πέντε ποιήματα του Μποντλέρ, ο αντίζηλος και στα ερωτικά και στα μουσικά Γκαμπριέλ Φορέ αναγνώρισε ταχύτατα και γενναιόδωρα «τα έργα μιας ιδιοφυίας» (ο μελετητής τού Ντεμπισί, μουσικολόγος Λεόν Βαλά δίνει μια σπαρταριστή εικόνα της στάσης του Φορέ έναντι του Ντεμπισί παραθέτοντας την χαρακτηριστική «δήλωση ανεξαρτησίας» του γηραιότερου συνθέτη: «Απαγορεύω να μου μιλάτε για τον Ντεμπισί. Δεν θέλω να ξέρω πως υπάρχει Ντεμπισί. Αν μου αρέσει ο Ντεμπισί, δεν θα μου αρέσει ο Φορέ. Τότε πώς θα μπορώ να είμαι Φορέ;»). Τα Πέντε ποιήματα επισυμβαίνουν μεταξύ 1887 και 1889, τον καιρό των επισκέψεων στο Μπάιροϊτ, και είναι μια απρόσμενη και ανεπανάληπτη στιγμή διήθησης πυρηνικής τριστανικής αρμονίας μέσα από ένα φίλτρο μποντλερικού σενσουαλισμού: μακριά από την παιδαριώδη, τερατώδη τευτονική μυθογραφία, μεταφερόμαστε στον σκοτεινό ιμπεριαλιστικό ουρανό της βιομηχανικής αιθάλης των μεγάλων πόλεων όπου ένας φτερωτός μποντλερικός ιδιωτικός άγγελος, κυβερνώντας τη μοίρα δυο εραστών, μέσα στην άναστρη αγωνιώδη νύχτα του Τριστάνου, φέρνει το μήνυμα μιας μυστικής ρόδινης αναλαμπής· ζωντανεύουν φευγαλέα οι παλιοί μαυρισμένοι καθρέφτες της μνήμης και αναθρώσκουν τα ίχνη παλιάς φλόγας. Το πελιδνό φως που προκύπτει μαραίνεται μέσα στο παιγνιώδες παραισθητικό σφουμάτο μιας αραιής αρμονίας μπλουζ και δημιουργείται μαγικά ένας χώρος απεριόριστης φωνητικής ελευθερίας για τον τραγουδιστή που εκφωνεί, στο μεταίχμιο απαγγελίας, την χαραυγή, στην πραγματικότητα, ενός νέου απελεύθερου από κάθε συμβατικό μορφολογικό περιορισμό μουσικού αιώνα. Τα πέντε ποιήματα είναι από τη συλλογή Τα άνθη του κακού, Χολή και ιδανικό (1868), κατά σειράν: Το μπαλκόνι, Βραδινή αρμονία, Το σιντριβάνι, Περισυλλογή, Ο θάνατος των εραστών. Όσο περισσότερο ακούω αυτά τα τραγούδια, όλο και περισσότερο ξαναγυρίζω στην ηχογράφηση της Ντον Άπσο με τον Τζέιμς Λιβάιν στο πιάνο, αλλά και στην Σούζαν Γκρέιαμ, στην εξαιρετική διασκευή-ενορχήστρωση του Τζον Άνταμς, και ονειροπολώ μια ηχογράφηση που δεν έγινε ποτέ—μια ηχογράφηση με τη φωνή της Έλας Φιτςτζέραλντ . Στο Μπαλκόνι και τη Βραδινή αρμονία θα μας παρασύρουν κάποιες ερεθιστικές μουσικές παλιννοστήσεις.
Συνεχίζεται