Ο Κλοντ Ντεμπισί με την κόρη του ΣουΣού, το ένα από τα δυο σκυλιά τους, και το ψάθινο καλαθάκι του πικνίκ, στο δάσος, 1916.
Ποιήματα και πεζά του Κλοντ Ντεμπισί
17-01-2019

Χριστούγεννα με τις καμπάνες ραγισμένες! ΚΛΟΝΤ ΝΤΕΜΠΙΣΙ, ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΕΜΑ ΜΠΑΡΝΤΑΚ, 24 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1916

 

5~

 Χριστουγεννιάτικο τραγούδι των παιδιών που δεν έχουνε πια σπίτι*

 

Δεν έχουμε πια σπίτι!

Τα πήραν όλα οι εχθροί,

όλα τα πήραν,

ως και τα κρεβατάκια μας τα πήραν!

Έκαψαν το σχολειό μας έκαψαν και το δάσκαλό μας.

Έκαψαν την Εκκλησιά και τον κύριο Ιησού Χριστό μας

Και τον φτωχό το γεροντάκο που δεν πρόλαβε να βγει!

 

Δεν έχουμε πια σπίτι!

Τα πήραν όλα οι εχθροί,

όλα τα πήραν,

ως και τα κρεβατάκια μας τα πήραν!

Και φυσικά να πολεμήσει πήγε ο μπαμπάς

Και η φτωχή μας η μαμά είναι νεκρή!

Προτού όλα τούτα να τα δει.

Αχ τί θα κάνουμε τα φτωχά;

Κύριε Χριστούγεννε! μικρούλη μας Χριστούγεννε! ποτέ στα σπίτια τους να μη βρεθείς,

ποτέ πια να μην τους επισκεφτείς,

Τιμώρησέ τους!

 

Πάρε εκδίκηση για της Γαλλίας τα μικρά παιδιά!

Τους μικρούς τους Βέλγους, τους Σέρβους,

και τους μικρούς τους Πολωνούς!

Και αν κάποια τα ξεχνάμε, συγχώρεση ζητάμε.

Χριστούγεννέ μας, μικρούλη μας Χριστούγεννε, και προπαντός

προσπάθησε να μας ξαναδώσεις το καθημερνό ψωμί,

και προπαντός όχι  παιχνίδια ετούτη τη στιγμή.

 

Σπίτι δεν έχουμε!

Τα πήραν όλα οι εχθροί,

όλα τα πήραν,

ως και τα κρεβατάκια μας τα πήραν!

Έκαψαν το σχολειό μας έκαψαν και το δάσκαλό μας.

Έκαψαν την Εκκλησιά και τον κύριο Ιησού Χριστό μας

Και τον φτωχό το γεροντάκο που δεν πρόλαβε να βγει!

 

Χριστούγεννε! άκουσέ μας, Χριστούγεννέ μας, τσοκαράκια δεν έχουμε πια:

Μα όμως δώσε τη νίκη στης Γαλλίας τα παιδιά!

 

Αυτά ήταν τα Χριστούγεννα του 1915. Το τραγούδι μίλησε κατευθείαν στην καρδιά των ακροατών. Στις 21 Δεκέμβρη του 1916, ο Ντεμπισί το συνόδεψε στο πιάνο σε φιλανθρωπικό ματινέ υπέρ της «φανέλας του φυλακισμένου» και περιγράφει την περίσταση σε γράμμα της 28ης Δεκέμβρη 1916 στον επιστήθιο φίλο του Ρομπέρ Γκοντέ:

«Χρειάστηκε να το “τριπλοπαίξω” (πιο ταιριαστό από το “μπιζάρω”). Το ακροατήριο αποτελούνταν από πλούσιους αστούς που συνήθως είναι σκληρόκαρδοι! Έκλαιγαν, αγαπητέ μου φίλε, σε σημείο που άρχισα να αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να τους ζητήσω συγνώμη!

Πρέπει άραγε να ευχαριστήσω τον ποιητή ή τον συνθέτη; [Σημ. Είχε γράψει ο ίδιος τους στίχους]

Η υψηλή σας φρόνηση μπορεί ίσως να με βοηθήσει να αποφύγω ένα λάθος; »

Ο έρωτάς του για την Έμα Μπαρντάκ, τη δεύτερη γυναίκα του, διατήρησε μια φιλολογική, επιστολική διάσταση, ακόμα και όταν κατοίκησαν πια σαν ζευγάρι στο ίδιο σπίτι: τής έγραφε τρυφερά σημειώματα και επιστολές από τον πρώτο όροφο όπου εργαζόταν, στον πιο πάνω, όπου βρισκόταν εκείνη. Τεκμήρια μιας αγάπης που αντλούσε χυμούς από την καλλιεργημένη, έντεχνη, έκφραση του λόγου με τρόπο φυσικό και χωρίς καμιά εκζήτηση, σκορπίζουν ένα λεπτό αρωματικό ψυχικό βάλσαμο μέσα στην παγωνιά  των δύσκολων χρόνων του πολέμου και της αρρώστιας και άλλη μια φορά επιβεβαιώνουν την βαθιά ποιητική φύση της προσωπικότητας και του έργου του. Παραμονή Χριστουγέννων του 1916 της έστειλε στο δωμάτιό της ένα τέτοιο μπιλιέτο από το γραφείο του, που στ’ αλήθεια, θα υποστηρίξω με μερικές λέξεις και εικόνες-κλειδιά, πως δεν είναι παρά ένας τρυφερός και απεγνωσμένος αντικατοπτρισμός ενός ωραίου ποιήματος του Μποντλέρ που  ήταν από τους αγαπημένους του ποιητές που γνώριζε πολύ καλά. Το ποίημα είναι Η Ραγισμένη καμπάνα από τα Άνθη του κακού, που θα το παραθέσω πρώτο, μεταφρασμένο, και θα ακολουθήσει, μεταφρασμένο και αυτό, το μπιλιέτο:

 

Η ραγισμένη καμπάνα

 

Είναι γλυκόπικρο, τις νύχτες του χειμώνα,

ν’ ακούς,  δίπλα  σε φλόγα που ανασαίνει και καπνίζει,

μνήμες παλιές να εγείρονται  αργά

σε  μιας καμπάνας τον αχό  που στην ομίχλη παιανίζει.

Καλότυχη η καμπάνα η βροντόλαλη

Που, μ’ όλα τα γηρατειά, εύρωστη και ξυπνή,

Την πίστη  της κραυγάζει μεγαλόφωνη,

Σαν γέρος στρατιώτης που σε  αντίσκηνο αγρυπνεί.

 

Εγώ, η ψυχή μου έχει ραγίσει, και σαν μες στην ανία  επιθυμήσει

Τον κρύον αγέρα της νυκτός με τα τραγούδια της να κατοικήσει,

Συχνά συμβαίνει η φωνή της που έχει εξασθενήσει, να θυμίσει

 

Τον ρόγχο τον πυκνό του πληγωμένου που έχουν λησμονήσει

Σε  όχθη λίμνης από αίμα, κάτω από νεκρών σωρό  να περιμένει,

Και να πεθαίνει, ασάλευτος, μες σε οδύνη απεγνωσμένη.

 

Στην  Έμα

24 Δεκεμβρίου 1916

 

Τούτη τη χρονιά, 1916,  ο Χριστουγεννούλης είναι στο μέτωπο, οι επικοινωνίες είναι τόσο δύσκολες που δεν κατάφερε να απαντήσει στις εκκλήσεις μου. Και δεν έχω ούτε λουλούδια ούτε μουσική… Τίποτα πέρα από την αγωνία της καρδιάς μου και την αβάσταχτη επιθυμία να δω να σταματάει τούτο το ποδοπάτημα του εαυτού μου, που μοιάζει πρόωρη ταφή.

Τούτη η προσδοκία για καλύτερες μέρες με τρελαίνει έτσι που αν δεν ήσουν εδώ—τόσο θαυμαστά θαρραλέα, θα βρισκόμουν προ πολλού να διαβάζω τα ανακοινωθέντα σε έναν άλλον πλανήτη.

Ποτέ η τρυφερότητά σου δεν μου ήταν πολυτιμότερη, μήτε πιο ακριβή. Σχεδόν φοβάμαι όταν φεύγεις!  Χριστούγεννα! Χριστούγεννα! Με τις καμπάνες ραγισμένες. Χριστούγεννα! Χριστούγεννα! Τόσο πολύ θρηνήσαν που ραγίσαν οι καημένες!

Μην ανυπομονείς, σε θερμοπαρακαλώ.  Άφησέ με να πάρω τη ρεβάνς μου… και να ξανάρθει ο καιρός που δεν μπορούσαμε να μετρήσουμε τα φιλιά μας.  Πεντάρα δε δίνω για όλα τα άλλα,  εκτός από αυτό—ξέρε το καλά.

Αν δεν σε γνώριζα μια τόσο άδολη ψυχή, θα φοβόμουν αυτή τη ζωή που υπομένεις δίπλα σ’ έναν σακάτη. Μα και πάλι από σένα θα ‘ ρθει η γαλήνη από τις τόσες έγνοιες που με κατατρώγουν.

Συγχώρα με που σ’ αγαπώ… Περίμενέ με.

 

ο δικός σου Κλοντ

 

 Λέξεις και εικόνες κλειδιά: Cloche fêlée / amer et doux / nuits d’ hiver / écouter / souvenirs lointains / carillons  qui chantent dans la brume / la cloche au gosier vigoureux / vieillesse alerte et bien portante / jette son cri / vieux soldat qui veille / âme fêlée / et lorsqu’en ses ennuis / Elle veut de ses chants peupler l’ air froid des nuits / Il arrive souvent que sa voix affaiblie / Semble le râle épais d’ un blessé qu’on oublie / Au bord d’ un lac de sang, sous un grand tas de morts / Et qui meurt, sans bouger, dans d’ immenses efforts.

 

 Εκκεντρικό Κομπλέιντ και Νοσταλγικό Στάλσιμο

Πριν από τη λειτουργία της Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης του Συλλόγου Φίλων της Μουσικής, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (1997, και 2007 στο νέο κτίριο,—προφανώς στην μουντζούρικη  λογιοσύνη του όρου «φαραωνισμός» περιορίζεται ο διανοητικός ορίζοντας όσων τον ανέσυραν για να απορρίψουν περιφρονητικά  την επέκταση του ΜΜΑ και πιθανότατα ή αγνοούν  την ύπαρξη της Μουσικής Βιβλιοθήκης ή δεν την έχουν επισκεφτεί ποτέ), και, ως ένα βαθμό,  πριν από το διαδίκτυο (όχι βεβαίως για την ευκολία που προσφέρουν τα διαδικτυακά βιβλιοπωλειακά  μεγαθήρια που ναι μεν διευκολύνουν αλλά μόνον εφόσον υπάρχει ήδη το κίνητρο και η ικανότητα σκόπιμης αναζήτησης), παραμερίζοντας απόκρυφα, λίγο πολύ, και σπασμωδικά, αναγνωστήρια πανεπιστημιακών τμημάτων μουσικών σπουδών, ή τη Βιβλιοθήκη του Κολεγίου Αθηνών,— κατά τα τρία τέταρτα της συνειδητής ζωής των ομηλίκων μου με μουσικά (αμή και ποιητικά) ενδιαφέροντα, η διεθνής μουσική βιβλιογραφία ήταν στην Ελλάδα προσιτή—δηλαδή απρόσιτη—μέσω ελάχιστων μουσικών βιβλιοθηκών ιδιωτών· ή μόνο μέσω των 4-5 εξαίρετων ξενόγλωσσων βιβλιοπωλείων με καταρτισμένους βιβλιοπώλες που εκτελούσαν παραγγελίες (Κάουφμαν, Ελευθερουδάκης—της οδού Νίκης—, Φωλιά του Βιβλίου, Παντελίδης, Μόλχο—στη Σαλονίκη—, μακαριστά φαντάσματα όλοι, τώρα), για δυνατές τσέπες, εξίσου, ή και πιο δυνατές,  με τα μουσικοποιητικά ενδιαφέροντα των πελατών τους καθώς τα βιβλία αυτά ήταν κατά κανόνα πανάκριβα.  Ανάμεσα στους τακτικούς πελάτες της Λέσχης του δίσκου ( η Λέσχη ιδρύθηκε στην Αθήνα, το 1966, για να επιμείνει , μεταξύ άλλων, πως από τότε που υπάρχουν γραπτά μνημεία, η μουσική παιδεία είναι μέρος της μουσικής απόλαυσης, ακριβώς όπως η γλωσσική παιδεία είναι μέρος της λογοτεχνικής), έναν μόνο θα μπορούσα να αναφέρω που η μουσική του βιβλιοθήκη διέθετε τους θεματικούς καταλόγους Ριόμ, Κέχελ και Κερκπάτρικ, και ήταν κάτοικος Θεσσαλονίκης (σύμπτωση ή σύμπτωμα;). Και πάλι, ούτε η Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη διαθέτει σήμερα τα Άπαντα της αλληλογραφίας του Κλοντ Ντεμπισί. Και από όσο επιτρέπει η ψηφιακή αναζήτηση της μποτίλιας στο πέλαγος, ναι, διαθέτει, λέει, ένα αντίτυπο η Βιβλιοθήκη της Σχολής Καλών Τεχνών, αλλά απορρίπτω τις βιβλιοθήκες με μίζερα, ιδεολογικά και θρησκευόμενα ωράρια (θα έπρεπε να διανυκτερεύουν—γιατί δηλαδή διανυκτερεύουν τα φαρμακεία και εφημερεύουν οι γιατροί). Έτσι θα πρέπει να ευχαριστήσω δημόσια τον Έλληνα μεταφραστή της μονογραφίας του Ντεμπισί από τον Ρότζερ Νίκολς, κύριο Παναγιώτη Δ. Δασκαλόπουλο (εκδόθηκε, η μονογραφία, από τη Λέσχη του δίσκου, το 2004, και δυστυχώς σήμερα θα τη βρει κανείς να λιμνάζει μόνο σε παλαιοβιβλιοπωλεία), που με κολλημένο το μικρόβιο της ντεμπισίτιδας αναζήτησε και προμηθεύτηκε το ένα από τα δυο αντίτυπα που διέθετε τότε  ο μακαρίτης Κάουφμαν—το άλλο πήγε, μάλλον, τότε, από συνήθεια, στη Βιβλιοθήκη της Σχολής Καλών Τεχνών.  Έτσι, τον ανάγκασα να μου αντιγράψει κάποια γράμματα  (ως παλαιοβιβλιολόγος παλαιοβιβλιογράφος  δεν εμπιστεύεται τα ηλεκτρονικά και αποφεύγει τις φθορές των ογκωδών βιβλίων από βάρβαρες φωτοτυπίες και ακόμα βαρβαρότερα σκαναρίσματα) και ωφελήθηκα πάρωρα από την σε βάθος εμπέδωση της βεβαιότητας ότι ο Κλοντ Ντεμπισί είναι σπουδαίο λογοτεχνικό κεφάλαιο, οι σπουδαίες μουσικές του επίνοιες  εκπηγάζουν από μιαν καταρχήν λογοτεχνική υψίπεδη Αρκαδία που στη μέση του δρόμου απέκτησε μουσική λαλιά,  και κατά συνέπεια αποκλείεται να τον εκτιμήσει και κατανοήσει και απολαύσει δεόντως όποιος δεν διαθέτει την ποιητική κλίση (και παιδεία). Επιπροσθέτως, θα έπρεπε να διδάσκεται στα πανεπιστημιακά τμήματα, όπου διυλίζεται σκαιώς η νεοελληνική λογοτεχνία όπως και ο ευρωπαϊκός λογοτεχνικός μοντερνισμός, στην ουσία και χρονολογία του οποίου ανήκει. Αν μη τι άλλο, αν αυτό είχε εγκαίρως συμβεί, ανυποψίαστα πολλά είναι δυνατόν να είχαν αποφευχθεί, στα οποία ας μου επιτραπεί να συμπεριλάβω και την ευσχήμως-οριζομένη-ως-παύση εργασιών της Λέσχης του δίσκου.

(*)Στον τίτλο του τραγουδιού έχουν προστεθεί δυο υπερσύνδεσμοι: στον πρώτο, μέχρι τη λέξη «παιδιών», ακούγεται το τραγούδι από μια εξαιρετική παιδική χορωδία. Στον δεύτερο, από τη λέξη «που» ως το τέλος, ακούγεται η συγκλονιστική απόδοση της μεγάλης τραγουδίστριας Βικτόριας ντε λος Άνχελες. Μπορεί η συγκίνηση να μη διδάσκεται και κάποιοι να μας τη χάρισαν δωρεάν, και να μην αισθανόμαστε καμιά υποχρέωση να τιμήσουμε κάπως τους άγνωστους παρόχους—αυτά τα εγκώμια είναι υποχρέωση των λωλών παριών της κοινωνίας  που λέγονται ή είναι ποιητές, και γι’ αυτό τους ανεχόμαστε— αλλά η έκφραση της συγκίνησης είναι πράγμα διαφορετικό, δύσκολο, και διδάσκεται. Η ερμηνεία της πιο αξιαγάπητης τραγουδίστριας του 20ού αιώνα είναι μάθημα ευαισθησίας και τέχνης. Και έχει αποσπαστεί από έναν από τους ωραιότερους δίσκους της στη σειρά τής His Master’s Voice “Great Recordings of the Century”. Τη συνοδεύει υποδειγματικά στο πιάνο ο μεγάλος πιανίστας Γκονσάλο Σοριάνο. Δεν πρόκειται για συνοδεία, αλλά για ιδανικόν διάλογο. Στον υπόλοιπο δίσκο, ο Ζορζ Πρετρ με την Ορχήστρα του Κονσερβατουάρ του Παρισιού  συνοδεύουν τη Βικτόρια σε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια που σκέφτηκε ποτέ συνθέτης μουσικής: όλα γαλλικά, των Ραβέλ, Ντεμπισί, Ντιπάρκ.

Ετικέτες: Κλοντ Ντεμπισί