Βράδυα που τρεμολάμπανε στου κάρβουνου την πύρα. ΜΠΟΝΤΛΕΡ, ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ, ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ
3~
Ατελείωτοι όροφοι ενός έρημου παγωμένου ουρανοξύστη που υψώνεται απειλητικός σε ένα ανεξιχνίαστο ανοίκειο τοπίο, με δεκάδες συμμετρικά παράθυρα φωτισμένα με το ψυχρό φως ανατομείου να καταυγάζουν την νύχτα σαν απόκοσμοι προβολείς επικίνδυνου ραδιενεργού μυστηρίου: από μακριά έρχεται η βοή ενός αόρατου, θεωρητικά υπαρκτού, πλήθους που ωρύεται πανηγυρίζοντας έξαλλο ή πανικόβλητο στη μέση ενός εφιάλτη. Όμως όποιος καταφέρει να μπει στο κτίριο, συναντάει την ολοκληρωτική απουσία ζωής, βρίσκει μόνο βουνά από χαρτιά—έγγραφα με ληξιαρχικές πράξεις θανάτου και πλειστηριασμούς· παρά τα κόρα των ψυχών, ο σύγχρονος Άδης είναι ένα απέραντο παγωμένο ακατοίκητο κρατητήριο αριθμών—σε λίγο, ούτε καν αριθμών, παρά άδειος με το απόλυτο ψηφιακό κενό. Όταν καταλάγιασε ο αιφνιδιασμός των πρώτων ετών, με τις πυρπολήσεις, τις λεηλασίες, την ερήμωση σε καιρό ειρήνης, την εκδικητική λαίλαπα, την ξαφνική μοχθηρία της επιβίωσης, την φωτιά και το τσεκούρι, τη θεοποίηση πρωτόγονων αποτρόπαιων ενστίκτων, την αποθέωση θυμάτων, τον πολλαπλασιασμό των ανθρώπων που σούρνονται φερέοικοι στους δρόμους αναζητώντας αποκούμπι στην εμπιστοσύνη μιας νύχτας στα μαρμαροστρωμένα προπύλαια τραπεζών, τις άδειες στοές με τα χαίνοντα ρυπαρά καταστήματα, τις αλέες των χεριών που ξάφνου φύτρωσαν κοκαλωμένα στην χειρονομία της επαιτείας στα πεζοδρόμια, την ανελέητη θορυβώδη ανταρσία των μουντζουρωμένων τοίχων, τις μετακινήσεις πληθυσμών—εγκαταστάθηκε, σε τελικό συμψηφισμό, αυτή η εικόνα της «κρίσης» με την αποτρόπαια ψυχοστασία συσσωρευμένων εγγράφων σε ένα έρημο δημοπρατήριο: τα πάντα ντύθηκαν την αδέκαστη υπεροχή των αριθμών και τα πάντα εκποιούνται. Αδιανόητοι αποχωρισμοί, σπίτια, επιχειρήσεις, αντικείμενα, βιβλία—ένας ξαφνικός λόξιγκας φιλαναγνωσίας σαρώνει τη χώρα και ένα παλιρροιακό κύμα βιβλίων κατέκλυσε όλα τα περίπτερα. Αδειάζουν οι βιβλιοθήκες, αδειάζουν τα κειμήλια—και, καθώς ο ιός της «κρίσης» παίρνει επιδημικές διαστάσεις, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και αλλού, στο ιμπέι, όπως και στα πιο επαγγελματικά πολιτισμένα Σάθεμπις, Κρίστις και Οτέλ Ντρουό η απελπισία της ανάγκης συνευρίσκεται καθημερινά με τον κυνισμό της ευκαιρίας: με λίγη καλή διάθεση, αν διαθέτετε τούτη τη δύσκολή στιγμή την τσέπη, την έστω με κάποιες αβαρίες σχετική λατρεία του ωραίου και τον αδυσώπητο κυνισμό του ακόρεστου κυνηγού της ευκαιρίας, θα πέσετε οπωσδήποτε πάνω στη εκποίηση αυτόγραφων επιστολών, σημειωμάτων, θυμητικών, ή ακόμα και μουσικής, του Κλοντ Ντεμπισί. Υπάρχουν εξάλλου ενδείξεις πως είχε και ο ίδιος αναγκαστεί από την τρομοκρατία των αριθμών, όσο ζούσε, να εκπλειστηριάσει, με την διακριτική μεσολάβηση φίλων, ακόμα και χειρόγραφες παρτιτούρες του «Πελλέα». Ασφαλώς, επικαλούμενος κάποιος έναν βολικό πολιτισμικό σχετικισμό, θα μπορούσε να υπενθυμίσει πως ως το 1994 που κυκλοφόρησε η δεύτερη, αναθεωρημένη έκδοση του «Ποιητικού Ντεμπισί» της Μάργκαρετ Κομπ, εφτά ολόκληρα τραγούδια του καταστερισμένου πλέον στο μουσικό στερέωμα συνθέτη, παρέμεναν εκνευριστικά ανέκδοτα, αν και προσιτά ως χειρόγραφα στους ερευνητές. (Εδώ αξίζει να θυμηθούμε και την ιστορική προοπτική: κατά μία τραγική ειρωνεία, το κόστος της τυπωμένης μουσικής ξεπερνούσε, παλιότερα, κατά πολύ την αξία του μουσικού χειρογράφου.) Όμως στις 30 Νοεμβρίου του 2001, ο σφοδρός, αν και ούριος, άνεμος της πεδιάδας παρέσυρε στο δημοπρατικό μεγαθήριο Ντρουό ένα ανάλαφρο αυτόγραφο φύλλο μουσικού χειρόγραφου που με μια χαριτωμένη πιρουέτα παραδόθηκε στον αγοραστικό φετιχισμό ενός ιδιώτη «συλλέκτη» (καμιά αναφορά από κανέναν δεν γίνεται στο αντίτιμο, αν και με γνήσια ντεμπισιανή λεπτή ειρωνεία θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως, όπως «κάθε ποίημα και ένα επιτύμβιο», έτσι, για κάθε νότα και μία μπανκανότα.) Όταν βεβαιώθηκε από τους ειδικούς πως το χειρόγραφο ήταν στην πραγματικότητα το τελευταίο έργο του Ντεμπισί για πιάνο, ο εκδότης του συνθέτη, οι Εκδόσεις Ντιράν, υπέγραψαν με τον αγοραστή παραχωρητήριο συμβόλαιο και εξέδωσαν το έργο το 2003, με επιμέλεια του αφοσιωμένου μελετητή του συνθέτη, Ντενί Ερλέν, σε χωριστό τεύχος. Το 2004, η μικρής διάρκειας—23 μουσικά μέτρα—σύνθεση εντάχτηκε στον τέταρτο τόμο (Σειρά Ι) της νέας κριτικής έκδοσης των Απάντων. Στο πρόσωπο της θεάς Τύχης ένα αχνό μειδίαμα διάψευσης πέραν του τάφου: ποιος είπε πως συνθέτει μόνο υπό τον όρο της «τυραννικής ανάγκης» να συνθέσει, και ποτέ καταναγκασμένος; Μήπως όμως «τυραννική ανάγκη» δεν είναι και η ανάγκη της θέρμανσης, έναν σκληρό χειμώνα, μέσα σε έναν ακόμα σκληρότερο πόλεμο, για έναν οικογενειάρχη, καρκινοπαθή στο τελευταίο στάδιο, βαθιά απελπισμένο, με μια άστατη μούσα, και με τρομακτικές οικονομικές δυσκολίες; Το κάρβουνο λείπει απελπιστικά, ενώ ο ανθρακέμπορος κύριος Τρονκέν είναι φιλόμουσος. «Στον κύριο Τρονκέν, προμηθευτή άνθρακος», στον φιλότιμο καρβουνιάρη του, αφιερώνει ο ευγνώμων συνθέτης 23 μέτρα μουσικής που πρέπει να παίζεται «αργά και ονειροπόλα» (μέση διάρκεια: 3 λεπτά)—τιτλοφορώντας την παράλληλα με αμίμητη καλοσυνάτη ειρωνεία: «Βράδυα που τρεμολάμπανε στου κάρβουνου την πύρα»—παραπομπή στον πρώτο και τον τέταρτο στίχο της δεύτερης στροφής του τραγουδιού του «Το μπαλκόνι» πάνω σε στίχους Μποντλέρ (πρώτο στη σειρά από τα Πέντε ποιήματα του Μποντλέρ ό.π.), αυτό που το συνέθεσε κάποτε, το 1888, ανέμελος και εικοσιεξάχρονος. Το έργο πρωτοπαίχτηκε, πρωτοηχογραφήθηκε και αναλύθηκε εξαντλητικά από τον Ρόι Χάουατ, αφοσιωμένο μελετητή του Ντεμπισί. Δεν πρόκειται για σύνθεση που ο Ντεμπισί θα αντιμετώπιζε, ή θα αντιμετώπισε, σαν το οριστικό αριστούργημα της πιανιστικής μουσικής του. Είναι όμως έργο που είναι τόσο άσφαλτα έργο του συνθέτη του, που οριστικότερο επισκεπτήριό του δύσκολα θα φανταζόταν κανείς: μια επιγραμματική καλογραμμένη στάμπα όπου χωνεύονται με τρυφερή ρεμβαστική οικειότητα και ονειροπόλα ειρωνεία, χρωματισμένες με ψυχαγωγική πινελιά ανάλαφρου καφέ-κονσέρ, μουσικές μνήμες από: το 4ο Πρελούντιο του 1ου Βιβλίου, «Ήχοι και χρώματα στροβιλίζονται στον βραδινό αέρα» (υπότιτλος—στα Πρελούντια του 1ου και του 2ου Βιβλίου, όλες οι λεκτικές αναφορές επιτάσσονται και δεν προτάσσονται, πάντα μέσα σε παρένθεση και με αρχικά αποσιωπητικά, προειδοποιητικά ότι δεν πρόκειται για τίτλους που επεξηγούνται προγραμματικά από τη μουσική αλλά ως αυτοδύναμα να παραλαμβάνει τη σκυτάλη από τη μουσική ο λόγος για να την μεταφέρει σε ένα άλλο επίπεδο έκφρασης), που ωστόσο είναι ο τρίτος στίχος από την πρώτη στροφή της «Βραδινής αρμονίας», του δεύτερου κατά σειράν τραγουδιού με στίχους Μποντλέρ (πάλι από τα Πέντε ποιήματα του Μποντλέρ), με την μυστηριακή «Κάνωπο» και με τις «Εναλλασσόμενες τρίτες» (10ο και 11ο Πρελούντιο του 2ου Βιβλίου), και ένα ρυθμικό μοτίβο από το «Πελλέας και Μελισάνθη». Ο Χάουατ είναι ανεξάντλητος στην επισήμανση παλιννοστούντων μουσικών δανείων και παραθεμάτων, για να θεμελιώσει με στιβαρή κριτική αίσθηση και αυτός το συμπέρασμα που συνδέει στη μουσική ενδοχώρα του Ντεμπισί τον Μποντλέρ με τον Βάγκνερ—ο Βάγκνερ του Ντεμπισί είναι ένας Βάγκνερ αλά Μποντλέρ μέσω Σαμπριέ, μια γαλατική εκδοχή, με μια πινελιά μπλουζ.
Συνεχίζεται
(*) «Βεντάλια από καλαμάκια μπαμπού και φύλλο χαρτιού διακοσμημένου με λουλούδια και πουλιά. Εργασία γιαπωνέζικη. Σημειωμένη με χειρόγραφη αυτόγραφη παρτιτούρα του Κλοντ Ντεμπισί: «Πελλέας και Μελισάνθη, πράξη ΙΙ, σκηνή 3, μπροστά στον πύργο (μπαίνουν η Ζενεβιέβη με την Μελισάνθη· η Μελισάνθη με μια αγκαλιά λουλούδια)». Στο πίσω μέρος, αφιέρωση «στη Δεσποινίδα Ιβόν Λερόλ, ενθύμιο της αδελφούλας της Μελισάνθης».Υπογραφή: «Κλοντ Ντεμπισί», με χρονολογία «Φεβρουάριος ’94». Αποκολλήσεις, φθορές και σχισίματα στις γωνίες. Συναρμολογημένη σε δική της βιτρίνα από ξύλο βαμμένο μαύρο και γυάλινες επιφάνειες. Ύψος: 40,5 εκ. – Μήκος: 81 εκ. – Βάθος: 12εκ.»
Η περιγραφή από τον ειδικό του γαλλικού Οίκου Δημοπρασιών όπου δημοπρατήθηκε το αντικείμενο πριν από μερικά χρόνια.