Όταν λένε το σλόγκαν ότι στη ζωή τα ομορφότερα πράγματα είναι δωρεάν, πολλά μπορείς να σκεφτείς, δύσκολα όμως θα πάει ο νους σου και στο περπάτημα. Ακόμη και η μανία με το τρέξιμο των τελευταίων ετών έχει οικονομική διάσταση, πάνω στο τρέξιμο πέφτουν λεφτά, βγαίνουν λεφτά, η αγορά έχει βρει τον τρόπο να βγάλει το κατιτίς της, άρα είναι μια δραστηριότητα που προμοτάρεται αναλόγως.
Το να περπατάς όμως, το απλά να περπατάς, παραμένει μέχρι αποδείξεως του εναντίου εκτός καπιταλιστικού ενδιαφέροντος. Ίσως στην ύπαιθρο και σε παλιότερες εποχές, όταν υπήρχαν αισθητά λιγότεροι διέξοδοι ψυχαγωγίας, το περπάτημα να αποτελούσε μια περισσότερο «νόμιμη» επιλογή. Στις πόλεις, το περπάτημα συνδέθηκε σε μεγάλο βαθμό είτε με αναγκαστική ταλαιπωρία, όταν δεν μπορείς για τον οποιοδήποτε λόγο να εξυπηρετηθείς από αυτοκίνητο, ταξί ή μέσο μαζικής μεταφοράς, είτε με χάσιμο χρόνου. Αν δηλαδή περπατάς για να φτάσεις στον προορισμό σου, το ζητούμενο είναι ο προορισμός, και το περπάτημα συνιστά καθυστέρηση και ξεβόλεμα, κόπωση, ιδρώτα ή κρύο και βροχή, ενώ αν περπατάς ασκόπως, τότε το ασκόπως τα λέει όλα: τι είδους χαρά μπορεί να σου δίνει το να περπατάς; Για να περπατάς ασκόπως πάει να πει ότι κάποιου είδους θέματα έχεις, ότι στην καλύτερη είσαι λίγο χαμένος στην κοσμάρα σου.
Ωστόσο το να περπατάς, το απλά να περπατάς, μπορεί να σου προσφέρει μια ευεξία, η οποία αν δεν διαφημίζεται αρκετά, είναι επειδή δεν έχει βρεθεί ακόμη ο τρόπος να επενδυθούν επάνω της κεφάλαια με σκοπό να κερδηθούν πολλαπλάσια. Όσο μπορείς να περπατάς σημαίνει ότι το σώμα σου λειτουργεί, ότι είσαι αρκετά υγιής για να μπορείς να το κάνεις, σημαίνει ότι είσαι ζωντανός και ικανός να βηματίζεις πάνω στον φυσικό σου πλανήτη, σημαίνει ότι μετακινείσαι στον χώρο, σημαίνει ότι όλο σου το κορμί συμμετέχει σε αυτήν την μετακίνηση, σημαίνει πως είτε το συνειδητοποιείς είτε όχι υπάρχει ένας εγγενής σωματικός ρυθμός στο περπάτημα που το καθιστά ένα είδος χορού, συντονίζεσαι σε έναν ρυθμό που δεν ακούς κι όμως ακούς, την ώρα που το βλέμμα σου περιπλανιέται στον χώρο που διαρκώς αλλάζει με το κάθε σου βήμα, στον χώρο που αφήνεις πίσω και στον χώρο που βρίσκεις εμπρός, την ώρα που το βλέμμα σου μπορεί να σερφάρει τον φυσικό χώρο και να τον σκανάρει χωρίς καμία καταπίεση να δει αυτό ή να δει εκείνο, επιλέγοντας μόνο του τι θα το εντυπωσιάσει, τι θα του προξενήσει το ενδιαφέρον, τι θα περάσει από το βλέμμα στο μυαλό, στο μυαλό που ακριβώς επειδή όλο το σώμα είναι συντονισμένο σε μια κατεξοχήν φυσική διαδικασία, είναι και ελεύθερο να σκεφτεί καθαρά, χωρίς αυτό να σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι το περπάτημα είναι μέσο προς επίτευξη σκοπού, αφού το να σκεφτείς καθαρά μπορεί να σημαίνει στις περισσότερες των περιπτώσεων να μην σκέφτεσαι τίποτα το προκαθορισμένο, τίποτα το συγκεκριμένο, τίποτα το χρησιμοθηρικό, σημαίνει απλά να σκέφτεσαι, σημαίνει να μην σκέφτεσαι τίποτα, σημαίνει το μυαλό να περπατά κι αυτό στον δικό του χώρο, σημαίνει να ονειρεύεται χωρίς να κοιμάται, να ονειρεύεται αλλά όχι να λαχταρά, δεν υπάρχει εδώ χώρος για λαχτάρα, η λαχτάρα είναι για αυτούς που τους λείπει κάτι, ενώ όταν περπατάς ασκόπως δεν σου λείπει τίποτα, τα έχεις πια όλα, έχεις ήδη φτάσει, έχεις ήδη φτάσει σωματικά και πνευματικά στον μοναδικό άξιο λόγου προορισμό, στον προορισμό της κατανόησης και της συναίσθησης πως η αληθινή ζωή ξεκινάει όταν σταματάς να σκέφτεσαι και πως ο μόνος τρόπος για να μπορέσεις να φτάσεις στο σταμάτημα της σκέψης είναι όχι αφήνοντας τη σκέψη σου να βαλτώσει, αλλά περπατώντας την την κάθε ζωντανή σου μέρα ως εκεί.