Dear God, how can you have faith in human nature when you think that a sewer and certain moments of Schumann or Brahms are connected by secret, shadowy, subterranean passageways.
― Ernesto Sábato, The Tunnel.
«Ήθελα να πάρω την αντίδρασή της ως κοριτσιού και όχι ως ηθοποιού. Ήθελα να αντιδράσει ταπεινωμένη», είχε δηλώσει ο Μπερτολούτσι σε μια συνέντευξη που είχε δώσει το 2013 αναφερόμενος στην επίμαχη σκηνή όπου ο Μάρλον Μπράντο φαίνεται να χρησιμοποιεί βούτυρο στην παρά φύση ερωτική συνεύρεσή του με τη Μαρία Σνάιντερ. Η ταινία είναι φυσικά το «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι», και το ενδιαφέρον σχετικά με αυτή αναζωπυρώθηκε λόγω του θανάτου τού Μπερτολούτσι. Ξαναγράφω τη δήλωση του Μπερτολούτσι όπως ακριβώς την ξεστόμισε: «…I wanted her reaction as a girl, not as an actress. I wanted her to react humiliated. […] To make movies, sometimes, to obtain something I think we have to be completely free. I didn’t want Maria to act her rage and humiliation. I wanted Maria to feel, not to act, her rage and humiliation». Αυτή είναι πράγματι μια εντυπωσιακή δήλωση, και μάλιστα, ο Μπερτολούτσι, στην ίδια συνέντευξη, λέει και το «[…] νιώθω ενοχή γι’ αυτό που έκανα, αλλά δεν μετανιώνω».
Πάμε τώρα μερικά βήματα πίσω. Ένα σημαντικό κομμάτι της ηθοποιίας συνίσταται στην ηθοποιία. Ακόμη και στη μέθοδο Στανισλάφσκι, τη μέθοδο που αργότερα, στη μετεξέλιξή της στο Group Theater της Νέας Υόρκης, μας έδωσε μεταξύ άλλων μεγάλων αστέρων και τον ίδιο τον Μπράντο, ακόμη και εκεί, που ο ηθοποιός καλείται να ανασύρει βιώματά του για να βγάλει αξιόπιστα επί σκηνής ή στην κάμερα κάποιο συναίσθημα, πρέπει ο ηθοποιός να υποδυθεί το συναίσθημα και όχι να το ζήσει. Ο Μπερτολούτσι επομένως διαπράττει κάτι πέρα ως πέρα ανήθικο. Και για να ακριβολογούμε, μετά τον σάλο που είχε προκαλέσει η συγκεκριμένη συνέντευξη, είχε προσπαθήσει να διασκεδάσει τις αντιδράσεις και είχε δηλώσει ότι το σημείο τριβής με τη Σνάιντερ βρισκόταν μόνο στην απόκρυψη της πρόθεσης του να χρησιμοποιήσει ο Μπράντο το βούτυρο. Δηλαδή, λέει ο Μπερτολούτσι ότι η Σνάιντερ γνώριζε από το σενάριο ότι σχεδόν θα τη βίαζε ο χαρακτήρας που υποδυόταν ο Μπράντο, δεν ήταν δηλαδή η βία τής σκηνής κάτι άγνωστο σε εκείνη, αλλά, απλώς, δεν είχε ενημερωθεί για μια λεπτομέρεια. «Θέλαμε την αυθόρμητη αντίδρασή της στην μη ορθολογική χρήση του βουτύρου», λέει ο σκηνοθέτης. Αλλά εδώ, ο Μπερτολούτσι, που προσπαθεί να κάνει αυτή τη λεπτομέρεια να φανεί ως λεπτομέρεια, μας χειραγωγεί. Και μας χειραγωγεί γιατί ξέρει πολύ καλά ότι χρειαζόταν κάτι τόσο απλό – λίγο βούτυρο – για να εκμαιεύσει την αντίδραση που επιθυμούσε από τη Σνάιντερ. Για να το θέσω με τεχνικούς όρους: το βούτυρο ήταν ικανή αλλά όχι αναγκαία συνθήκη για να πάρει ο Μπερτολούτσι την αντίδραση που ήθελε από τη Σνάιντερ. Και αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσε να πάρει αυτή την αντίδραση με άλλο τρόπο. Άρα, εφόσον ήταν η χρήση βουτύρου ικανή συνθήκη για να πάρει την αντίδρασή της ως κοριτσιού και όχι ως ηθοποιού, και το ήξερε αυτό ο Μπερτολούτσι, ήταν φάουλ. Αν δείτε πάλι την επίμαχη σκηνή θα προσέξετε ότι η αντίδρασή της είναι το λιγότερο εντυπωσιακή. Και πώς να μην είναι εξάλλου αφού, όπως μας ενημέρωσε ο σκηνοθέτης, δεν υποδύεται κάποιο ρόλο αλλά βιώνει ένα σοκ ταπείνωσης και θυμού, γιατί αυτό το σοκ, την ταπείνωση και τον θυμό, είναι που επιθυμούσε ο Μπερτολούτσι. Προσέξτε εδώ τη δυναμική που αναπτύσσεται: ο Μπερτολούτσι ήθελε την αντίδραση της Σνάιντερ ως κοριτσιού που τρομοκρατείται και ταπεινώνεται και θυμώνει, αλλά ο ίδιος ζητά από το κοινό να τον κρίνει και να τον αξιολογεί (στο διηνεκές) ως καλλιτέχνη και όχι ως άνθρωπο. Ζητά δηλαδή προνομιακή μεταχείριση σε σχέση με τη μεταχείριση που επέδειξε απέναντι στη Σνάιντερ. Η ασυμμετρία αυτή είναι, αν μη τι άλλο, εντυπωσιακή. Και ξέρετε κάτι; Ο μεγάλος καλλιτέχνης, τελικά, θα βρει τον τρόπο να καταφέρει να (μας) πάρει ακριβώς αυτό που επιθυμεί.
Τώρα, εδώ βγαίνουν αρκετές παρατηρήσεις. Πόσες φορές, σε μη σεξουαλικό πλαίσιο, ο σκηνοθέτης ή ο δημιουργός υποβάλλει τον ηθοποιό σε αυτή τη δοκιμασία; Και λέω μη σεξουαλικό πλαίσιο γιατί τότε μπορεί οι άμυνες του ηθοποιού να είναι πεσμένες και να μην νιώθει άμεσα τη χειραγώγηση. Πόσες φορές ένας σκηνοθέτης λέει ψέματα στον ηθοποιό, γιατί ξέρει καλά ότι απαιτείται ένας αυθεντικός ηθοποιός για να του βγάλει ένα απλό συναίσθημα, ενώ, από την άλλη, απαιτείται μονό ένας άνθρωπός, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, για να του βγάλει ένα αυθεντικό συναίσθημα; Η ζυγαριά, στρατηγικά και δημιουργικά, γέρνει παράταιρα προς τη δεύτερη περίπτωση. Γνωστό παράδειγμα άλλου διάσημου σκηνοθέτη που χειραγωγούσε τους ηθοποιούς του συνιστά ο Χίτσκοκ. Δείτε για παράδειγμα εδώ.
Προσέξτε όμως ότι βγαίνουν και άλλοι λαγοί από το καπέλο. Σημαντικό κομμάτι των εμπειριών και των ερεθισμάτων που βιώνει και δέχεται ο μέσος άνθρωπος προέρχεται από την τέχνη και ειδικά από τον κινηματογράφο. Άρα, μεγάλο ποσοστό αυτών των εμπειριών και ερεθισμάτων είναι αυστηρά ελεγχόμενο και σίγουρα κίβδηλο. Και εδώ φτάνουμε στο ζουμερό κομμάτι: ο δημιουργός – σκηνοθέτης που φέρεται ανήθικα ή και παράνομα σε ένα ηθοποιό και τον χειραγωγεί με πολλούς και ποικίλους τρόπους είναι αυτός που προσφέρει στο κοινό ένα κομμάτι της πραγματικότητας. Προσοχή εδώ στις παρεξηγήσεις. Δεν υπαινίσσομαι ότι η αξία της τέχνης βρίσκεται στην πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας. Αλλά, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της συνίσταται στην εγκιβώτιση αυτών ακριβώς των ψηγμάτων αλήθειας σε πλήρως ελεγχόμενες και κατευθυνόμενες από τον δημιουργό συνθήκες. Θα τολμούσα να πω ότι ο Μπερτολούτσι, υφαρπάζοντας από τη Σνάιντερ μια τόσο αυθεντική αντίδραση, ουσιαστικά, ενθυλάκωσε στο έργο του ένα μαργαριτάρι. Έτσι, ο ανήθικος δημιουργός μεταμορφώνεται τώρα σε μεγάλο auteur που προσφέρει, με τους υποχθόνιους τρόπους του, στον κόσμο το μεγάλο έργο, το έργο που προκαλεί τις αισθήσεις, που κάνει το είναι της ύπαρξης του θεατή να ακκίζεται. Το ανήθικο γίνεται σηματωρός της αυθεντικότητας μέσα στο έργο. Έτσι, το κίβδηλο (και ηθικό) υποπίπτουν στην αφάνεια γιατί αν κάποιοι σκηνοθέτες αποκτούν καλλιτεχνικό πλεονέκτημα με το να χειραγωγούν τους ηθοποιούς τους, τότε ο ηθικός μένει πίσω. Το χαλινάρι, όπως και να έχει, σε κάθε κίνηση του δημιουργού γίνεται η καταδίκη της τέχνης, η εγγύηση για την παραγωγή, προαγωγή, και διαιώνιση της μετριότητας που προκαλεί ναυτία. Και αυτό που μένει, αυτό που φτάνει στα αυτιά μας, δεν είναι παρά η ηχώ της νιτσεϊκής επιβολής της μετριότητας του κοπαδιού πάνω στην εκτυφλωτική λάμψη του ισχυρού.
Αρκετά όμως δοκίμασα την υπομονή σας. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να ανακόψει τη λάμψη της καλλιτεχνικής αξίας κάποιου, και επιπλέον, επειδή με το πέρασμα του χρόνου, ειδικά τώρα που ο Μπερτολούτσι ως άνθρωπος έχει εκλείψει, αυτό που μένει, ο Μπερτολούτσι ως καλλιτέχνης, θα είναι αδιαμφισβήτητα καλό(ς). Πώς είμαι σίγουρος ότι θα εξελιχθούν έτσι τα πράματα; Είμαι σίγουρος γιατί έχει ξαναγίνει στο παρελθόν, και μάλιστα σε περιπτώσεις που αφορούσαν πολύ πιο ακραίες καταστάσεις από μια απλή χειραγώγηση ηθοποιού. Υπάρχει κανείς σήμερα που να αμφισβητεί την αξία του Έντγκαρ Άλαν Πόε επειδή ήταν παντρεμένος με την δεκατετράχρονη ξαδέλφη του; Υπάρχει κανείς σήμερα που να αμφισβητεί την αξία του Λιούις Κάρολ (του συγγραφέα της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων) επειδή είχε ξεσπάσει σκάνδαλο για τις παιδοφιλικές του τάσεις; Και για να σας δώσω και ένα ντόπιο παράδειγμα. Υπάρχει κανείς σήμερα που να αμφισβητεί την αξία του Ανδρέα Εμπειρίκου ως ποιητή ή πεζογράφου (ή ακόμα και ως φωτογράφου) επειδή ως ψυχαναλυτής (ο άνθρωπός που έφερε την ψυχανάλυση στην Ελλάδα, παρακαλώ) εκμεταλλεύτηκε τη σχέση εμπιστοσύνης με ασθενή του και σύναψε ερωτική σχέση μαζί της; Τις απαντήσεις τις γνωρίζετε.
Η δύναμη της τέχνης δεν εξιλεώνει μόνο εμάς, τους δέκτες της, αλλά εξιλεώνει και τους πομπούς της. Και δεν είναι καν έτσι. Είναι ακόμα πιο δύσπεπτο. Κανένας δεν έχει συγχωρέσει τους προαναφερόμενους γιατί κανένας κατά βάθος δεν ενδιαφέρεται καν να τους συγχωρέσει. Αν νομίζει κάποιος ότι η εκτίμησή μας για το έργο τους έχει περάσει μέσα από την ανηφορική και κακοτράχαλη οδό της συγχώρεσης, πλανάται πλάνην οικτράν. Το αισθητικό δεν ζητάει την άδεια του ηθικού για να μας κυριεύσει και να μεγαλουργήσει γιατί αυτή είναι η ανθρώπινη φύση. Και για να γυρίσω στο απόσπασμα της αρχής. Ο Σάμπατο αναρωτιέται πώς μπορεί κάποιος, ακόμα ίσως και ο ίδιος ο Θεός, να έχει πίστη στην ανθρώπινη φύση όταν γνωρίζει ότι οι μεγάλες δημιουργίες διατηρούν υποχθόνιες και σκοτεινές συνάψεις με τους υπονόμους. Μιλάει όμως για πίστη. Δε λέει εμπιστοσύνη. Η εμπιστοσύνη είναι προϊόν λογικής. Η πίστη είναι κατεξοχήν παράλογη, και γι’ αυτό πάντα θα αδιαφορεί για τη μυρωδιά των υπονόμων, είτε αυτή φτάνει, είτε δεν φτάνει στα υψίπεδα της δημιουργίας.