Έφτιαξα ένα αστείο τις προάλλες σχετικά με το βιβλίο του Ντάνου. Εκμεταλλεύτηκα τη μανία που οδήγησε στην παραγωγή δεκάδων απόψεων – κρίσεων για την ταινία του Γιώργου Λάνθιμου και είπα ότι «οι κριτικές για την Ευνοούμενη έχουν πια σιγήσει ενώ για το βιβλίο του Ντάνου δεν έχουν ξεκινήσει ακόμη. Το χτες έφυγε· το αύριο δεν ήρθε ακόμα». Το αστείο με τοποθέτησε, αυτομάτως, στο στρατόπεδο των επικριτών του Ντάνου. Με τοποθέτησε στην κατηγορία αυτών που πιστεύουν ότι ο Ντάνος, για κάποιο λόγο, δεν έπρεπε να συγγράψει βιβλίο. Αυτή η θέση όμως δεν είναι η θέση που πρεσβεύω αλλά ταυτοχρόνως δεν απέχει και τόσο από τη θέση που θα έπαιρνα αν κάποιος με πίεζε να συζητήσουμε το θέμα διεξοδικά.
Το αστείο, ή αν θέλετε το χιούμορ, συνιστά μια μορφή κρίσης. Μια ειδική κατηγορία κρίσης που υποτίθεται ότι προσφέρει εναλλακτική σε σχέση με την αυθεντική κρίση. Αντί να πεις στα ίσια τι πιστεύεις για κάτι, λες ένα αστείο. Μασκαρεύεις δηλαδή την αληθινή πρόθεσή σου με το ύφος του αστείου που, τυπολογικά, προδιαθέτει τους αποδέκτες του να μη δώσουν την πρέπουσα σημασία. Η αλήθεια βέβαια είναι διαφορετική. Το αστείο, απέναντι στον έμπειρο αποδέκτη, συνιστά αυθεντική κρίση. Και μάλιστα συνιστά ρητορικό τέχνασμα για να κάμψει κάποιος τις αντιστάσεις και να περάσει τη θέση του με μειωμένες αντιδράσεις. Θα ήθελα όμως να εξηγήσω λίγο τον μηχανισμό του αστείου. Το αστείο συνιστά κάτι σαν παλιρροϊκή δίνη. Κάτι σαν ρουφήχτρα. Εφόσον βρεθείς στην εμβέλειά του, θα το ακολουθήσεις μέχρι τέλους. Θα προσπαθήσεις, θες δε θες, να το κατανοήσεις. Ο μόνος τρόπος για να αντισταθείς σε ένα (καλό) αστείο είναι να μην υποπέσει στην αντίληψή σου (ή να μην το καταλάβεις). Εκεί συνίσταται και η δύναμη του χιούμορ. Όταν λοιπόν, στο αστείο μου, σας βάζω να εξισώσετε τη στάση που θα τηρηθεί απέναντι στο βιβλίο του Ντάνου, με τη στάση που τηρήθηκε στην ταινία του Λάνθιμου, σας έχω βάλει, θέλετε δε θέλετε, να κοιτάξετε το βιβλίο του Ντάνου με το ίδιο βλέμμα που κοιτάξατε την ταινία του Λάνθιμου. Σας προσφέρω τη δυνατότητα να κοιτάξετε, σχεδόν από την κλειδαρότρυπα, ένα μελλοντικό σκηνικό όπου το βιβλίο του Ντάνου θα γεννήσει, έτσι διατείνεται το αφήγημα του αστείου, τόσες κριτικές όσες και η ταινία. Έχω, δηλαδή, τεχνηέντως εξυψώσει το βιβλίο του Ντάνου τόσο ώστε να το κάνω να φαίνεται αντάξιο της προσοχής που αξιώθηκε η ταινία του Λάνθιμου. Και σε αυτό βέβαια έχω βρει σύμμαχο την πραγματικότητα με τις ουρές των οπαδών τού Ντάνου που στήθηκαν έξω από τον εκδοτικό οίκο για να αποκτήσουν ένα αντίτυπο με την υπογραφή του. Γιατί το έκανα αυτό; Για να σας εξαναγκάσω να οραματιστείτε την πτώση τού βιβλίου από αυτό τον αξιολογικό άμβωνα και να δείτε με τα μάτια σας το γελοίο του πράγματος. Σας έχω με άλλα λόγια εκθέσει στην επήρεια μιας εις άτοπον απαγωγής (ενός reductio ad absurdum). Κι όμως. Τίποτα, λογικά, δεν στερεί από το βιβλίο του Ντάνου τη δυνατότητα δημιουργίας τόσων απόψεων όσων δημιούργησε η ταινία του Λάνθιμου. Τίποτα εκτός από τις προκαταλήψεις μας (και ίσως την αμείλικτη πραγματικότητα). Εσείς όμως γελάτε, ή χαμογελάτε, με το εις άτοπον του αστείου και εγώ περνάω την κρίση μου αβρόχοις ποσί.
Η θέση μου όμως είναι ξεκάθαρη: άσχετα με την αξιακή κρίση που διατύπωσα, καλά έκανε ο Ντάνος και έβγαλε βιβλίο και μακάρι αυτό να πουλήσει. Έκανα αστείο για το θέμα; Φυσικά και έκανα. Υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στα αστείο μου και στη θέση που μόλις ξεκαθάρισα; Όχι. Το αστείο, όπως είπα και παραπάνω, συνιστά μια ειδική μορφή κρίσης, και εκτός από τον μηχανισμό που περιέγραψα ενέχει και κάτι άλλο που για μένα έχει ειδικό βάρος. Το αστείο θα ήθελα ιδανικά να μπορεί να το διαβάσει ο πραγματικός παραλήπτης του, ο Ντάνος, και να γελάσει και ο ίδιος με την καρδιά του. Γιατί; Γιατί θεωρώ ότι το καλό αστείο έχει κάτι που προσεγγίζει την αισθητική αρτιότητα, το ωραίο, και άρα υποπίπτει (όπως θα έλεγε και ο Καντ) σε αυτή την κατηγορία κρίσεων που ενώ φαντάζουν υποκειμενικές, απαιτούν και υπαγορεύουν μια αντικειμενικότητα. Δηλαδή ο δημιουργός του αστείου, ενώ ξέρει ότι οι πιθανότητες είναι να μην αρέσει σε όλους το δημιούργημά του, θεωρεί ότι θα έπρεπε να αρέσει λόγω της αισθητικής αρτιότητάς του. Σε τι συνίσταται η αισθητική τού αστείου; Στον συγκερασμό εκείνων των απρόσμενων, συνήθως αταίριαστων, στοιχείων που η θέασή τους προσφέρει στον αποδέκτη την ηδονή μιας καταιγιστικά γρήγορης κατανόησης. Το αστείο «το πιάνεις» με ένα νοητικό «κλικ». Στο δευτερόλεπτο. Γιατί αν χρειάζεται να στο εξηγήσει κάποιος, παύει να είναι αστείο.
Και μάλιστα, πεποίθησή μου είναι ότι, ο κόσμος γελάει περισσότερο όταν το αστείο τον κάνει να αισθάνεται έξυπνος. Το καλό χιούμορ πρέπει να γεννάει αυταρέσκεια σε αυτόν που το ακούει. Ο κόσμος γελάει όχι γιατί είπες κάτι έξυπνο, αλλά γιατί πιστεύει ότι εκείνος είναι αρκετά έξυπνος για να το καταλάβει. Αυτή είναι η δύναμη πίσω από τη ρουφήχτρα του αστείου που σε οδηγεί, θες δε θες, να κοιτάξεις κάτι με ολότελα διαφορετικό βλέμμα. Το αστείο, με άλλα λόγια, σου χρυσώνει το χάπι μιας στενάχωρης αλήθειας. Σου χαρίζει γέλιο, ειδικά όταν σε κάνει να αισθάνεσαι έξυπνος, ενώ σε αναγκάζει να κοιτάξεις κατάματα και ίσως και να ασπαστείς μια άβολη αλήθεια.
Ο άνθρωπος δεν ζει ποιητικά, όπως διατείνεται γνωστός φιλόσοφος με αδυναμία στον Χαίλντερλιν, αλλά κυρίως χιουμοριστικά.