Πυκνοκατοικημένα σπιτάκια μεταλλικών τυπογραφικών στοιχείων
Συμφωνία* για την Παρτίτα των Πρεσπών (Ή Παραχωμένοι στο τοπίο)
30-05-2019

(*) Προειδοποίηση: 1. Συμφωνία=σύμπνοια ήχων, ορχηστρική εισαγωγή, ιντερλούδιο ή επίλογος σε διάφορα μουσικά πρότυπα του μπαρόκ (σουίτα, καντάτα, ορατόριο κ. ά.). 2. Είμαστε όλοι ζωντανοί. 3.   Να διαβαστεί το παρόν με υποηχημένα ριφάκια (ειδικώς το βαδιστικό χάζι της Αλεμάντ) από την Παρτίτα αρ. 2 σε ντο ελ. BWV 826 του Γ.Σ. Μπαχ, που σαν καθεδρική ύαλος να λειτουργήσουν ώστε πρώτον να προκύψει το «πιωμένο φως» κατά την πρόποση του ποιητή, και δεύτερον, να ακουστεί η άφαντη αρμονική ύλη της λογικής και πολιτικής επιτελεστικότητας ορισμένων ποιητικών εργασιών.

 «Η ποίηση πάντα / θα προπορεύεται απ’ την πράξη», / είπε ο Ρεμπό. / «Το πολύ σα σκιά της. / Σκίστηκες στην απροσεξία», / του λέω, άλλος πάλι εγώ. / ΜΙΜΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ, ΑΡΙΘΜΟΣ 55 ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΑΒΓΑ ΜΑΤΑΙΑ»

 «Παραμιλούσαμε μια μεταστοιχείωση αισθημάτων» ΜΙΜΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ, «ΡΟΥΔΑΡΙ» ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΑ»

 

Τρεις επιστήμες διεκδικούν τη γλώσσα απ’ τη μαγεία—η τρίτη είναι η ποίηση. Γλωσσολογία, φιλολογία και ποίηση δεν αλληλοαποκλείονται. Μπορεί κάποιος να είναι και γλωσσολόγος και ποιητής και φιλόλογος. Και, πιθανότατα, μάγος. Και η γλωσσολογία του να γονιμοποιεί τη φιλολογία του και την ποίησή του και τη μαγεία του και τούμπαλιν. Για τον μάγο η ποίηση είναι βιοποριστικό πτυχίο. Για τον γλωσσολόγο η ποίηση είναι ένα σύμπτωμα της γλώσσας. Για τον φιλόλογο η ποίηση είναι η δικαίωση της γλώσσας. Για τον ποιητή η ποίηση είναι η ίδια η γλώσσα. Ποιος από τους τέσσερις  είναι καθ’ ύλην αρμοδιότερος να αποφανθεί για την ύπαρξη μιας γλώσσας;  Σίγουρα αυτός που η ζωή του ισούται με τη γλώσσα,  από τη γλώσσα πηγάζει η ύπαρξή του, και της την αφιερώνει ολόκληρη—ο ποιητής. Αυτός είναι η ζωντανή απόδειξη, το χρονικό-ιστορικό εκτόπισμα,  του ζωντανού παρόντος (και του παρελθόντος, και του μέλλοντος) μιας γλώσσας. Μετά από αυτόν, ο λιγότερο αισθηματικά απομακρυσμένος, ο φιλόλογος. Και έσχατος, στην εσχατιά της γλωσσικής παθολογοανατομίας—ο γλωσσολόγος.  Δεν ξέρω αν κάτι μου διαφεύγει, αλλά την ελληνική επικαιρότητα δεν έχω δει να την απασχολεί ιδιαίτερα η τυχόν υπαρκτή λογοτεχνία στο ακατονόμαστο γλωσσικό ιδίωμα της ακατονόμαστης γείτονος και κατά συνέπεια πόσο και πώς αισθάνονται «Μακεδόνες»  οι βορειομακεδόνες ποιητές της, αυτοί κυρίως, και πόσο  και πώς, «μακεδονική» αισθάνονται τη γλώσσα τους.  Και εν πάση περιπτώσει, τί περιλαμβάνει αυτή η «μακεδονικότητα» αυτής της γλώσσας. Άρα τί περιλαμβάνει στον εσώτατο, λογομυθικό πυρήνα του το αίσθημα ότι οι ομιλητές της ανήκουν κάπου, της κοινότητας που τους συνέχει και τους εμψυχώνει  γύρω από την εστία μιας καταγωγικής αφετηρίας, και ας το πούμε, ζωντανού μύθου που χωρίς αυτόν δεν υπάρχει ούτε ποίηση ούτε λογοτεχνία —αυτό ακριβώς που αγνοώντας το εντελώς, ή παραγνωρίζοντάς το, ή περιφρονώντας το κόπτονται πρωτοφανώς—και μάλλον κωμικοτραγικά— να το αμφισβητήσουν «επιστημονικά» και να το ακυρώσουν καθ’ ύλην αναρμόδιοι Έλληνες «μακεδονομάχοι» γλωσσολόγοι. Μόνη ελπίδα πως  η ιδεολογική φύτρα της  επίκτητης επιστημοσύνης τους μπορεί να έχει χάσει κιόλας τη δυνατότητα να αναπαράγεται διασχίζοντας τα βιολογικά σύνορα των γενεών (αλλά καλόν είναι να επιταχύνονται με κάποιες αποφασιστικές ενέργειες αυτές οι εξελίξεις). Ψέματα είναι πως το πανελλήνιο περισσότερο χαμπαρίζει για την αγγλική λογοτεχνία παρά για την κυπριακή, την τούρκικη (με εξαίρεση το Νόμπελ του Ορχάν Παμούκ), τη βαλκανική και, ιδιαίτερα,  τη βορειομακεδονική; Γιατί παρά την ελληνική ανάδελφη ανωτερότητα, που την ονειρευτήκαμε, την κληρονομήσαμε και μας χαρίστηκε, έχουμε γείτονες και κοινά σύνορα και θα έπρεπε να αναρωτιόμαστε γιατί δεν  γνωρίζουμε τι συμβαίνει στην ίδια μας τη λογοτεχνική αυλή που ζει και ανασαίνει τον ίδιο πολιτισμικό και κοινωνικό, και βεβαιότατα γλωσσικό, ορίζοντα και αέρα, με τις ρίζες της βυθισμένες στην κοινή μας Ιστορία.  Είναι πιθανό κάποιος να πει πως τώρα πια, πολίτες της αχανούς παγκόσμιας μονοκρατορίας της αγγλικής γλώσσας και του δυτικού καπιταλισμού είναι ίσως αργά να επιχειρήσουμε να ξανανεβούμε αναπόταμα τον ποταμό κόντρα στο ρεύμα, διεκδικώντας την ιστορική αυτογνωσία  σε ένα έδαφος με ανύπαρκτα πλέον τοπικά σύνορα.  Αλλά πριν το αποφασίσουμε, ας αναλογιστούμε πρώτα πως μέχρι χτες, και με αιχμηρές προβολές στο σήμερα, κατοχυρωμένες ακόμα και συνταγματικά, υποστηριγμένες από την ορθόδοξη θρησκευτική αποκλειστικότητα της επίσημης θρησκείας και Εκκλησίας και διάχυτες και προπαγανδισμένες από αδίσταχτους εμπόρους συνειδήσεων, αυτό το είδος αυτογνωσίας ήταν υπό αστυνομική απαγόρευση και επέσυρε δικαστικές ποινές: χτες είναι τα πενήντα χρόνια που πέρασαν από τότε που σαν να μην έφταναν τα άλλα δεινά της στρατιωτικής δικτατορίας, έσερναν κάποιον στην οδό Μπουμπουλίνας της Ασφάλειας και όχι του πολιτισμού γιατί είδαν στη βιτρίνα ενός καταστήματος δίσκων (μουσικών δίσκων – τα 50 χρόνια παρελθόντος επιβάλλουν σήμερα τη διευκρίνιση), ανάμεσα στις δισκογραφήσεις μιας καλής, με διεθνείς επιστημονικές προτεραιότητες και εγγυήσεις, εθνομουσικολογικής σειράς με ηχογραφήσεις πεδίου από διάφορα μέρη του κόσμου, δίσκο με μουσική από τη «Macedonia». Ο δίσκος—όλα τα αντίτυπα— κατασχόταν, ο εθνικά ύποπτος καταστηματάρχης καλούνταν σε απανωτές επισκέψεις στη Μπουμπουλίνας προκειμένου να φρονηματιστεί εθνικά, κι ένα πρωί που πήγε να ανοίξει το κατάστημα, τον υποδέχτηκε μια σπασμένη από πυροβολισμούς βιτρίνα.  Πριν από την πληθωρική ακαδημαϊκή παραγωγή ιστορικής συνείδησης που παρακολουθεί, κάποτε ασύμμετρα, το ξύπνημα στη σημασία του μεσαιωνικού και νεότερου ελληνισμού, πριν από τον ανανεωμένο,  το 1974,  δημοκρατικό βίο, την κατάρρευση της Σοβιετίας, την αθώωση της δημοτικής γλώσσας από κομμουνιστικό μαλλιαρισμό, πριν από τις αποσφραγίσεις αρχείων, τον μαζικό εκδημοκρατισμό των τηλεοπτικών και ψηφιακών  μέσων επικοινωνίας, την συστηματική ανάκριση του εθνικού μύθου, που εξέχει άβολα πια από τα ποιητικά κατορθώματα και αυτής της γενιάς του ’30, πριν από τη χρονική απομάκρυνση που εγγυάται το παραξένισμα, αν όχι την αντικειμενικότητα, του βλέμματος καθώς εξεγείρεται αναγκασμένο να ανακόπτει πορεία  μπροστά  στα ίδια και τα ίδια προϊστορικά αναχώματα —, η ιστορική βαλκανική νεοελληνική αυτογνωσία, όσες φορές είχε την οξύτητα της αίσθησης, τον ορίζοντα της παιδείας, τα ενθαρρυντικά βιώματα  και την ανατρεπτική τόλμη να εκδηλωθεί,  προσέκρουε, διαθλώνταν, ανακλώνταν, σκεδάζονταν πάντα στον ίδιο μουντό παραμορφωτικό καθρέφτη απερίσκεπτης εθνικής αλαζονείας.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………

Γι’ αυτό χρειαζόμαστε τους ποιητές—για να μας εξοικειώσουν με τα φαντάσματα των λέξεων, την παρασκιά των ιδεών, την ελλειπτική των συναισθημάτων, τα σκάνδαλα των συμβόλων και τις τρύπες στα λάβαρα των ιδεολογιών· ψυχική εργασία ατομική με βαρύ ηδονικό—ενίοτε  και δικαστικό—πάντως ενεργότατα κοινωνικό, κόστος και αντίτιμο μιαν αόριστη ιδιωτικής χρήσεως φυλακή και μονής όψεως γεωργική ευφορία μοναχικού καλλιεργητή ονομάτων που ανεβοκατεβάζει αθεόφοβος  το τσαπί του στη λιπαρή προσχωμένη πεδιάδα  της γλώσσας:

 

Εντόπιο τοπίο

(από τη συλλογή του Μίμη Σουλιώτη «Βορειοδυτικά»)

 

Αραιολογική και όλη κόκκαλα πατρίδα,

στυγνή οστεοθήκη· πληθυσμοί, μετακινημένοι πληθυσμοί,

επιστρώσεις και μαράνσεις μερίδων του πληθυσμού,

διαπιδύσεις αλλόγλωσσων, ρημάγματα

που επονομάστηκαν «λαοί», από επιστημονική ιδεοληψία:

στη Νεγοβάνη* ακούγονται αρβανίτικα με κοφτό τρόπο,

στη Μελίτη** τα εντόπικα γλεντιούνται ως την Ιτιά***:

«λιούμπαμ, μούσκεμα λέξη!» γνωμοδότησε ο Λούστας

πατέρας του μικρού Στέργιου απ’ τα ρουμάνια¹ της Νέβεσκας²

ορμώμενοι· στο διαβαλκανικό Πισοδέρι³ «νιάο»

λένε το χιόνι με πτωχευμένη προφορά.

Στα Βιτώλια στρατοπέδευε μεγαλύτερο ασκέρι από τη Σαλονίκη,

κι ακόμα λανθάνει η αστική νοοτροπία·

φάσεις ντόπιες, κειτούκειτες, ευρείες.

 

Το τοπίο με τα πράσινα πεύκα και τους ασβέστες,

που απεικόνισε τον οργανωμένο τουρισμό,

άλλους να επαναπαύει.

 

 

(*)Νεγοβάνη στο Νομό Φλώρινας. Μετονομασία σε Φλάμπουρον το 1928.

(**) Βοστεράνη ή Βοσταράνη στο Νομό Φλώρινας. Μετονομασία σε «Μελίτη» το 1926.  

(***)Βύρμπενη στο Νομό Φλώρινας. Μετονομασία σε «Ιτιά» το 1926.

(¹)Δάσος, λόγγος, ˂τουρκ. orman.

(²)Νέβεσκα στο Νομό Φλώρινας. Μετονομασία σε Νυμφαίον το 1926.

(³)Ipsoder σε οθωμανικό τεφτέρι του 1481.

 

Ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης (μεσήλικος προς τα τελειώματα / με φευγατίσματα προς την αιωνιότηταπροταφόνεκροςεξακολουθώντας να παλιώνει σκεφτικός [σπαράγματα και σπάραχνα της απλωτής και άπλωτης αιωνιότητας από το  «Προς την αιωνιότητα» της συλλογής «Βορειοδυτικά», 2013) ως

«βιοποριστής λογοτέχνης που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949 και παρ’ όλα αυτά ζει ακόμη…έγγαμος πατέρας τριών τέκνων που διαμένει στη Φλώρινα…, προπάντων, ιδρυτικό μέλος του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού, …με συγγραφικό έργο και ερευνητικά ενδιαφέροντα που περιστρέφονται γύρω από τα θέματα: λογοτεχνία, φιλολογική κριτική, δημιουργική γραφή και απαγγελία, βιβλιολογία (: εκδοτικές πρακτικές και τυπογραφία, πίνακες λέξεων και ευρετήρια, λεξικογραφία, επιστημονική τεχνογραφία)… του αρέσει η ποίηση—αποφεύγει ωστόσο τις φρικαλέες λέξεις που κατασκευάζονται με κολλητήρι σε αυτήν («ανωτατο ποίηση», «αστικο ποίηση», «αυστηρο ποίηση», «προβληματο ποίηση») (από αυτόγραφο ζώντος-του βιόγραφο συνταχθέν επί τη ευκαιρίαι άσκησης του ερευνητικού παιδαγωγικού πάθους του για την παιδική λογοτεχνία σε διημερίδα με θέμα αυτήν οργανωθείσα τη εμπνεύσει του το 2011, στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας όπου δίδασκε)—

 

Ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης ως τοπιογράφος και μη αγιογράφος,  με λόγο, αίσθηση και προ-αίσθηση αξιομνημόνευτα, ανέλαβε να προ-οικονομήσει ποιητικά πρακτικά και πατριδογνωστικά στο προηγούμενο ποίημα (από την μετατάφια συλλογή «Βορειοδυτικά», έκδοση  της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Φλώρινας «Βασιλικής Πιτόσκα», Φλώρινα 2013, φροντίδι Μ. Σαββίδη),  και σε άλλα ποιήματα πολλά πεζά γραφειοκρατικά κυριολεκτικά και μη και δράσεις ωφέλιμες,  την ιστορική και πολιτική παραβίαση  ενός αυτάρεσκου άσυλου πατριδοκαπηλικού αεροδιάδρομου ΒΔ-ΝΑ, Φλωρίνης (όπου παραδόξως μη μην αδόξως εγκατοίκησε και εποίησε) – Κύπρου (όπου ανορθοδόξως και αφιλοδόξως μη  μην μισαλλοδόξως πανεπιστημόνως εδίδαξε και εποίησε), με μεσοσταθμικό ποιητικό στασίδι την Αθήνα (όπου εγκαίρως και προσκαίρως διέτριψε και εποίησε και εφίλησε), μετατρέποντάς τον—τον άσυλο αεροδιάδρομο—σε ψυχωφελές Ρούδαρι (το 1928 μετονομασία σε: ) – Καλλιθέα της ποίησης στις Πρέσπες, σε «Ευρωβαλκανικό Άσυλο της Ποίησης», με διαβαλκανικό «Άσυλο» περιοδικό. Ως πρώιμος τέκτων μιας ανεπανάληπτης «Παρτίτας των Πρεσπών, οργάνωσε το πεζό κύρος της Συμφωνίας του με την επισημότητα λιγοστών πυκνών συγχορδιών:

 

Πρέσπες

Είναι ώρες-ώρες θάλασσα κι οι Πρέσπες,

μεγάλη, πρασινο-γάλαζη και γκρίζα,

δεν την περνάς με καντιλλάκ ούτε με βέσπες·

εδώ λόγια πολύγλωσσα και τ’ άλογο πειθήνιο

σέρνει το κάρο με γκιούμια από αλουμίνιο

σύρριζα στων βράχων την ξέξασπρη μαρκίζα.

 

Τόπος τερματικός. Παλιές σκιές

από φως πλάγιο και πιωμένο

περιπολούν άοπλες. Βαραίνουν οι φασολιές,

το νερό αραίωσε, γδέρνεται η βάρκα

στην περιττή ακρογιαλιά· τα βράχια πέτρινες μασέλες,

τα οστά του Σαμουήλ γδυτά χωρίς τη σάρκα.

 

Γελάδια βόσκει στ’ αναδυμένα μέρη

το παιδόπουλο· προσεχής Έλλην από χέρι,

αξύριστος, λιγνός, λείψανο αχνό στ’ αγέρι

τα σαλαγάει σφυρίζοντας με το στόμα και το χέρι.

 

—Το βαδιστικό χάζι της Αλεμάντ του με μπρίο αγοραίο:

 

Αγοραίον

 Ένα γαλάζιο ταξί της Φλώρινας

τέως αθηναϊκό όμως, αφού του ξεφάντωσε η κιτρινίλα στις ραφές

μόλις ορθάνοιξαν οι πίσω πόρτες

μες στην ψιλομίχλιαρη λιακάδα του Γενάρη

την ολάνθιστη από γάζες γαλάζιου ουρανού,

και δίνει το ντουμπλ-φας που τεκμηριώνει

πως εδώ δεν είμαστε πλέον επαρχία,

είμαστε επιχρωματισμένη πρωτεύουσα ,

τα βορειο-δυτικά της προάστια, μια πιο βαλκανική συστοιχία.

Η Ελλάδα είναι μία και αποκλειστική επαρχία

ή μία πρωτεύουσα εξ αδιαιρέτου, αναλόγως με την οπτική γωνία,

και tertium non datur.

 

—Ομοίως και τη δρομική φαντασμαγορία της Κουράντ του (βλέπε «Φιλουρίνα, Φολορίνα» της αυτής συλλογής), το περιοδευτικό πένθος της Σαραμπάντ του (βλέπε «Στα μακεδονικά βουνά» της αυτής),  την παιγνιώδη περιφορά των Ροντό του (βλέπε «Βορειοδυτικά» της αυτής συλλογής), την εκκεντρική συμπερασματολογία του τερματικού Καπρίτσιου του (βλέπε «Ρούδαρι» της αυτής συλλογής) – με τους τερματικούς νυγμούς του οποίου και θα τελειώσω:

 

Ρούδαρι

(Στίχοι 13-20)

Παραμιλούσαμε μια μεταστοιχείωση αισθημάτων

από σκοτωμένους, πεθαμένους,

κι από «μεμψιμοιρούντες» της Κατοχής.

Μετεμψυχώναμε τ’ αποθαμένα του τόπου,

ξεσκαρτάραν μέσα μας ψυχές, ακούγαμε

τις αφώναχτες φωνές,

θα πληρώναμε στο περίπου, είχαμε πιει,

είχαμε χάσει το μέτρημα, ίσως έβρεχε,

παραχωνόμασταν στο τοπίο.