Διαβάζω σε ένα εκτενές άρθρο των New York Times, περίληψη του οποίου μεταφέρθηκε και στην Καθημερινή, για την κακοδιαχείριση των αγροτικών επιδοτήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το άρθρο – έρευνα αποτυπώνει εμπεριστατωμένα, μέσω των περιπτώσεων της Ουγγαρίας και της Τσεχίας, τους τρόπους με τους οποίους μέρος των κεφαλαίων της Ε.Ε., κεφαλαίων ύψους 65 δις ανά έτος, καταλήγουν στα χέρια φιλικά προσκείμενων προς την κυβέρνηση ολιγαρχών. Το πιο ενδιαφέρον σε αυτή την υπόθεση όμως είναι ένα συμπέρασμα που αχνοφαίνεται πίσω από τα στοιχεία που αποδεικνύουν την κακοδιαχείριση: ότι οι επιδοτήσεις, αποφυάδες της περίφημης Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (Κ.Α.Π.), συνιστούν τον βασικό συνεκτικό δεσμό της ίδιας της Ε.Ε., η ευστάθεια της οποίας (της Ε.Ε.) τα τελευταία χρόνια κλυδωνίζεται με πολλούς και διάφορους τρόπους. Οι συντάκτες του άρθρου υπογραμμίζουν ότι η Ε.Ε. θεωρεί αυτά τα χρήματα κάτι ιερό, «sacrosanct», που βρίσκεται σχεδόν στο απυρόβλητο καθότι ο τρόπος που διατίθενται δεν είναι ανοιχτός σε κριτική και διαβουλεύσεις. Οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. αποποιούνται, κατά καιρούς, τις όποιες ευθύνες τους για την όποια κακοδιαχείριση των πόρων αυτών επιδιδόμενοι σε ευχολόγια που αντλούν τη θεματική τους από την αυτονομία των τοπικών κυβερνήσεων της Ένωσης. Το άρθρο είναι εξαιρετικό, αλλά εγώ θα σας πάω αλλού.
Δεν μπορώ να μην σκεφτώ την αναλογία ανάμεσα στην ταινία «Παράσιτα», του νοτιοκορεάτη Bong Joon-ho, που σκιαγραφεί τη δυναμική μεταξύ πλουσίων και φτωχών στη Νότια Κορέα, με τη δυναμική που συντηρείται ανάμεσα στον στερεοτυπικό πλέον «πλούσιο βορρά» και τον «οκνηρό, φτωχό νότο ή το πρώην ανατολικό μπλοκ». Και η αναλογία πάει βαθιά γιατί τόσο στην ταινία, που αποτυπώνεται ένα μίκρο-περιβάλλον ανάμεσα σε δύο οικογένειες, και, ανοίγοντας τον φακό, όσο και στο μάκρο-περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κάποιος για το κατά πόσο αυτή η δυναμική, αυτός ο παρασιτισμός, μεταξύ πλουσίων και φτωχών, οικογενειών και κρατών, αποτελεί τελικά εγγενές κομμάτι τόσο της ίδιας της ύπαρξής μας, όσο και της ίδιας της ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο των NYT αναφέρει τους αρχικούς λόγους που οδήγησαν στη δημιουργία της Κ.Α.Π. μετά το τέλος του Β’Π.Π.: η συστηματική καλλιέργεια του εδάφους για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών των αποσαθρωμένων από τον πόλεμο κοινωνιών των κρατών της Ευρώπης. Ας το δούμε λίγο από ψηλά αυτό. Ο θεσμικός προάγγελος της Ε.Ε. αποφασίζει επιδοτήσεις για να οικοδομήσει ξανά μια ήπειρο, που θα μετεξελιχθεί σε οικονομική ένωση, προεξέχον μέλος τής οποίας θα είναι η χώρα που φέρει την αρχική ευθύνη για την εξαθλίωση. Υπάρχει κάτι ειρωνικά απλό σε αυτή την πολυπλοκότητα. Υπάρχει εδώ ένας σισύφειος φορμαλισμός όπου θύτες και θύματα συνυπάρχουν σε ένα αέναο αλισβερίσι με σκοπό την επιβίωση. Ποιος δεν θα δει στους αξιωματούχους της Ε.Ε., σήμερα, με τα ευχολόγια για την αποποίηση των ευθυνών τους για την όποια κακοδιαχείριση των επιδοτήσεων, να καθρεφτίζεται ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται η άρχουσα τάξη στην ταινία «Παράσιτα»: άμωμη, αινιγματικά αφελής, αυτάρεσκη, επιτελεστικά καλοκάγαθη. Όσο αδιανόητο κι αν φαντάζει, κάποιος, κάποια στιγμή, χαράσσει μια γραμμή και αρχίζει να θεωρεί ότι το παρελθόν κάποιων κρατών, με τις συμπεριφορές τους (πολέμους, αποικιοκρατία) που ανήκουν σε άλλες εποχές, δύναται να μην παίζει ρόλο πια στο «δια ταύτα» των αποφάσεων που λαμβάνουν χώρα και καθορίζουν τη μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων. Κάποια στιγμή, κάπως, εξαλείφεται το άχθος της ιστορικότητας του παρελθόντος από την καθημερινότητα· τόσο σε επίπεδο κρατών (πλούσιων και φτωχών) όσο και σε επίπεδο ατόμων (πλούσιων και φτωχών). Η ζωή συνεχίζεται.
Αλλαγή κάδρου.
Στη φύση δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο παρασιτικό και το συμβιωτικό. Στη φύση, γενικώς, δεν υπάρχουν γραμμές γιατί η φύση ενέχει και επιδεικνύει, με τη μέγιστη δυνατή συνέπεια, την έννοια του συνεχούς. Μια υποψία ματιάς σε αυτό το συνεχές τεκμαίρεται από το εύρος της βιοποικιλότητας που παρουσιάζεται στους ζώντες οργανισμούς και από τη συνειδητοποίηση ότι οι διακρίσεις και οι κατηγοριοποιήσεις και οι ταξινομίες είναι προϊόντα της νόησης, που υπεισέρχονται στη σφαίρα του έλλογου, που για να υπάρξει, με τον πιο θεμελιακό τρόπο, πρέπει να αποψιλώσει από αυτό το αδιατάρακτο συνεχές, που μας περιβάλλει και μας συντηρεί και που την απόλυτη αλήθεια και σύστασή του δεν γνωρίζουμε ακριβώς, για να μπορέσει να επιβιώσει. Το έλλογο είναι λοιπόν ένα υποπροϊόν της φύσης με δικούς του, ιδιότυπους, κανόνες αυτορρύθμισης. Και για να μην ξεφεύγω από το θέμα μου επισημαίνω ότι το παρασιτικό είναι υποπερίπτωση του συμβιωτικού. Και το συμβιωτικό ορίζεται ως «η κοινή ζωή οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη». Αλλά ας κρατήσουμε αυτό το τελευταίο: «διαφορετικά είδη». Τα «παράσιτα» της ταινίας και ο παρασιτισμός των κρατών μελών στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης λαμβάνουν χώρα ανάμεσα στο ίδιο είδος. Αλλά, και αυτό είναι μεγάλο «αλλά», οι διαφορές που αποτυπώνονται ανάμεσα στα μέλη του ίδιου είδους, διαφορές στους χώρους διαβίωσης, στο εισόδημα, στη διατροφή, στον τρόπο σκέψης, είναι τόσο μεγάλες, σχεδόν τρομακτικές, που κάνουν τη συζήτηση να φαντάζει σαν συζήτηση ανάμεσα σε διαφορετικά είδη που τελικά μοιράζονται μια κοινή ζωή. Άρα, δοκίμως, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί τον όρο «παράσιτα» για να υπογραμμίσει αυτό το «σαν ανάμεσα σε διαφορετικά είδη». Και προσέξτε πώς αυτό αποτυπώνεται ακόμα και στην ταινία με έναν θεμελιακό τρόπο: με τη μυρωδιά. Η αποφορά των μελών της φτωχής οικογένειας που παρασιτά στους κόλπους της πλούσιας δεν είναι μόνο αυτό που τους χωρίζει αλλά και αυτό που τους ενώνει με τον πιο σαρκικό τρόπο: ο πατέρας της πλούσιας οικογένειας, στη μία και μοναδική σεξουαλική περίπτυξη με την σύζυγό του, αποζητά, ως αφροδισιακό καταλύτη του ερεθισμού του τη μυρωδιά από το εσώρουχο, εν αγνοία του, ενός από τα μέλη των γυναικών της φτωχής οικογένειας. Η μυρωδιά, που στην ταινία συνιστά τη ραχοκοκαλιά και την κινητήριο δύναμη των εξελίξεων, είναι, ταυτοχρόνως, και η περίτρανη επιβεβαίωση του ότι ανήκουν αμφότεροι, πλούσιοι και φτωχοί, στο ίδιο είδος. Και η επιβεβαίωση αυτή κομίζει το αδόκιμο της ταξικής διάκρισης, και, κυρίως, για τους λόγους που ενδιαφέρουν εμένα σε αυτό το κείμενο, το αδόκιμο της διάκρισης ανάμεσα στο συμβιωτικό και το παρασιτικό. Το δημιουργικό όραμα του σκηνοθέτη είναι αξιοθαύμαστο γιατί προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις. Και μία από αυτές είναι και η δυνατότητα να περάσει κάποιος νοηματικά από τη μεταφορική χρήση του όρου «παράσιτα» στον τίτλο της ταινίας, στην κυριολεκτική εφαρμογή της, μέσα από τον χώρο της βιολογίας, στην κοινωνία. (Επισημαίνω εδώ ότι ο Κόμπο Αμπέ, στο περίφημο «Η Γυναίκα της Άμμου», πραγματεύεται, σε διαφορετικό πλαίσιο, παρόμοια θεματολογία.)
Πότε το συμβιωτικό γίνεται παρασιτικό; Η βιολογία έχει φυσικά απαντήσεις, αλλά στα πλαίσια της ταινίας ή στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή και ακόμα στο πλαίσιο του «παγκόσμιου χωριού», ποιός και πώς ορίζει τη διάκριση; Πότε αποφασίζει κάποιος, για παράδειγμα, ότι η σωτηρία του ασφαλιστικού του συστήματος, και τα φθηνά εργατικά χέρια που κάνουν θαύματα στην ανάπτυξη, μπορεί να στηρίζονται στην ενάρετη συμβιωτική σχέση που θα χτίσει με τους πρόσφυγες που βρίσκονται ανά πάσα στιγμή στο έδαφός του, και πότε αποφασίζει ότι η ίδια σχέση γίνεται παρασιτική και άρα επαχθής και απεχθής; Ποιος αποφασίζει πότε οι καταχρήσεις των χωρών μελών της Ε.Ε. έχουν περάσει κάποια νοητή γραμμή ανοχής που θα δικαιολογούσε τη διακοπή της παροχής επιδοτήσεων; Πότε τα ευχολόγια δεν αρκούν πια; Ποιος ορίζει τους κανόνες και πού βρίσκονται οι γραμμές που σηματοδοτούν το πότε μια σχέση είναι συμβιωτική και πότε παρασιτική μέσα στο κοινωνικό συνεχές; Πόσο, για παράδειγμα, η επίγνωση από την ίδια την Ε.Ε. για τις καταχρήσεις και τις στρεβλώσεις που έχουν επιφέρει οι κοινοτικές επιδοτήσεις της, όπως μας δείχνει η έρευνα των NYT, δεν ήταν, και δεν είναι, μια απόπειρα σιωπηλής αυτορρύθμισης των εγγενών αδικιών ενός συστήματος κραυγαλέων ανισοτήτων που μας έρχεται κληρονομιά από το παρελθόν; Και επειδή η εύκολη απάντηση σε όλες αυτές τις ερωτήσεις είναι «ο νόμος αποφασίζει τις γραμμές και τα όρια», θα ρωτήσω ξανά: ποιος αναγκάζει ανά πάσα στιγμή ακόμη και το νόμιμο, να παρασιτά και αυτό με τη σειρά του πάνω στο ηθικό;
Ίσως η άμβλυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στα μέλη του ιδίου είδους, που καλείται να επιβιώσει στο ίδιο περιβάλλον, να προϋποθέτει την παρέμβαση μιας «αόρατης χειρός», όχι Άνταμ Σμιθ-σιανής προέλευσης, πεφωτισμένης ιδιοτέλειας, αλλά γνήσιας συμβιωτικής διαβίωσης που θα πρέπει να ανέχεται, απαραιτήτως, εν είδει εξελικτικής πλαστικότητας, έναν κάποιο βαθμό παρασιτισμού.