Αν εμμένουμε μόνο στους ανθρώπους με ανώτερο χαρακτήρα, μένουμε, ναι, το συντομότερο έρημοι, είπα στον Γκαμπέτι, απεναντίας, αν συναναστρεφόμαστε μονίμως τους λεγόμενους ανθρώπους χωρίς χαρακτήρα, αντέχουμε, δεν φθίνουμε πνευματικά. Οι άνθρωποι με το λεγόμενο καλό χαρακτήρα είναι εκείνοι που με τον καιρό μόνο μας στεναχωρούν και μας σκοτώνουν, πρέπει προπάντων να φυλαγόμαστε από τη συντροφιά τους, είπα στον Γκαμπέτι.
― Τόμας Μπέρνχαρντ, Αφανισμός – Μια κατάρρευση, μτφρ. Β. Τομανάς.
Όποιος έχει αγαπήσει το έργο του Πέτερ Χάντκε είχε ιδιαίτερο λόγο για να χαρεί την προηγούμενη εβδομάδα. Όχι μόνο όταν έμαθε για το Νόμπελ λογοτεχνίας αλλά και όταν πληροφορήθηκε για τις θέσεις του Χάντκε στο θέμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Γιατί μπορεί να αντλούμε ευχαρίστηση από τα κατορθώματα των “ηρώων” μας, αλλά αντλούμε ευχαρίστηση (μεγαλύτερη ίσως;) και όταν στεκόμαστε απέναντι στα ατοπήματά τους. Όταν στεκόμαστε απέναντι στα ατοπήματα μεγάλων δημιουργών, που υποστήριξαν θέσεις που εμείς θεωρούμε ότι δεν θα διανοούμασταν να υποστηρίξουμε. Όταν στεκόμαστε απέναντι σε «γίγαντες με πήλινα πόδια», για να θυμηθώ μια φράση που είχε χρησιμοποιηθεί κατά κόρον όταν ο Γκύντερ Γκρας είχε ομολογήσει, χρόνια μετά το δικό του Νόμπελ λογοτεχνίας, τα χρόνια που “υπηρέτησε” στη ναζιστική νεολαία. Αλλά έτσι είναι. Ένα από τα μεγάλα μαθήματα της λογοτεχνίας έχει να κάνει με την όξυνση της αντίληψής μας απέναντι στις αντιφάσεις που διαρκώς ελλοχεύουν στο ευμετάβλητο βαρομετρικό των συναισθημάτων· των άλλων, αλλά και κυρίως των δικών μας.
Επανήλθε λοιπόν στο προσκήνιο η συζήτηση για την αυτονομία λόγων και υποκειμένου. Για την αυτονομία τού έργου του καλλιτέχνη απέναντι στον άνθρωπο. Ας πω όμως πρώτα λίγα λόγια για να σας βάλω στο κλίμα. Η Σουηδική Ακαδημία μετά από το πάγωμα (και την παγωμάρα) της απονομής του συγκεκριμένου βραβείου, λόγω σκανδάλου σεξουαλικής παρενόχλησης που είχε να κάνει με τον σύζυγό μέλους της επιτροπής, επανήλθε φέτος με διπλό Νόμπελ λογοτεχνίας (2018 και 2019). Κάθισαν δηλαδή στο τραπέζι τα μέλη του ευαγούς ιδρύματος και μεταξύ άλλων είπαν, «κυρίες και κύριοι, ρεζιλευτήκαμε πέρσι, άρα φέτος δεν θα το ρισκάρουμε». Και ακολούθησε αυτό που ακολούθησε. Βράβευσαν έναν συγγραφέα που όχι μόνο είχε πάρει μία, ας την πω, ασυνήθιστη θέση απέναντι σε ένα θέμα που υποτίθεται ότι θεωρείται συμφωνημένο, αλλά είχε βγει και είχε μιλήσει απαξιωτικά, καλώντας μάλιστα την κατάργησή του, για τον ίδιο το θεσμό του Νόμπελ λογοτεχνίας. Αυτό λίγο πολύ είναι το σκηνικό που βρεθήκαμε να κοιτάζουμε λίγες ώρες μετά από την ανακοίνωση του ονόματος του Πέτερ Χάντκε.
Είναι άκρως διασκεδαστική, αν μη τι άλλο, η αυθάδεια που έχουμε αποκτήσει απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας: πολιτική, οικονομική, πολιτιστική. Στον αντίποδα του φοβισμένου ανθρωπάκου, που σκύβει το κεφάλι και διαβιοί κάπως όπως ο καφκικός Κ. στη Δίκη ή τον Πύργο, ο μέσος δυτικός σήμερα, οπλισμένος με έναν υπολογιστή, ένα tab Wikipedia, και μια κούπα αχνιστού καφέ, θα σηκώσει κεφάλι και θα διατρήσει αλαζονικά αυτό το πλέγμα ιδεολογιών και εξουσίας που επικάθεται και διαποτίζει, αιώνες τώρα, κάθε σπιθαμή λογικού και πραγματικού χώρου που μας περιβάλλει, και, εν ριπή οφθαλμού, θα δικάσει: «Απαράδεκτο να δώσει η Ακαδημία το Νόμπελ στον Πέτερ Χάντκε».
Ακόμη και ένθερμοι υπερασπιστές της αυτονομίας του καλλιτέχνη, εφόσον αναφερόμαστε σε ένα βραβείο τέτοιου κύρους, είπαν ότι θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη η σκανδαλώδης θέση που υιοθέτησε ο Χάντκε για τη Γιουγκοσλαβία, η παρουσία του στην κηδεία του Μιλόσεβιτς, και η διπλωματική δήλωση της άγνοιας για τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα. Θα έπρεπε όλα αυτά να βαρύνουν στην απόφαση της Ακαδημίας. Δηλαδή, είπαν οι υπερασπιστές της αυτονομίας του καλλιτέχνη, αν ήταν να πάρει ένα υποδεέστερο βραβείο, θα ήταν εντάξει με αυτό. Αν τον βραβεύαμε εμείς, εδώ, θα ήταν όλα καλά, αλλά επειδή μιλάμε για το Νόμπελ, δεν ήταν σωστό. Το επιχείρημα όμως θα ήταν ολοκληρωμένο και αεροστεγές αν μας έδιναν, οι υπερασπιστές της αυτονομίας του καλλιτέχνη, επιπροσθέτως, και μια λίστα για το ποιο είναι το όριο μέχρι το οποίο επιτρέπεται να βραβεύεται ένας τέτοιος καλλιτέχνης. Βραβείο στα Πάμπλικ; Βραβείο του περιοδικού «Ο Αναγνώστης»; Της Ακαδημίας Αθηνών; Πούλιτζερ; Μπούκερ, ίσως; Πού βρίσκεται ο κόφτης πάνω από τον οποίο η αυτονομία του καλλιτέχνη αίρεται, αναιρείται, καταστρατηγείται;
Αλλά ας σοβαρευτώ. Αφού μιλάμε για Νόμπελ Λογοτεχνίας, σας καλώ να κοιτάξουμε το όλο θέμα λογοτεχνικά. Τι μπορεί να συμβολίζει ένα τέτοιο Νόμπελ εκτός από μια μεγαλειώδη πατάτα της Ακαδημίας; Για αρχή, δεν μπορώ να μην αναλογιστώ την ειρωνεία που κουβαλάει αυτό το βραβείο. Τιμά η Ακαδημία κάποιον με τεράστια συνεισφορά στο κεφάλαιο λογοτεχνία, που κομίζει όμως όχι μόνο αμφιλεγόμενες πολιτικές δηλώσεις αλλά και μια ξεκάθαρη αμφισβήτηση προς τη χρησιμότητα του ίδιου του Νόμπελ λογοτεχνίας. Η Σουηδική Ακαδημία, λοιπόν, με μια κίνηση που δεν δύναται να απαγκιστρωθεί από την ήττα της πέρυσι, επιδεικνύει, όχι απλώς μια απλοϊκή ανωτερότητα, αλλά υπογραμμίζει με τον πιο εμφατικό τρόπο την αυτονομία τού δημιουργού. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Αυτή η πιρουέτα συνοδεύεται και από μία λίαν εντυπωσιακή αυτοαναφορικότητα καθότι υπογραμμίζει και την αυτονομία του κριτή. Γιατί αν θέλουμε να είμαστε άτεγκτοι απέναντι στην αυτονομία του δημιουργικού δαιμονίου, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι κριτικές ικανότητες του μέλους της Σουηδικής Ακαδημίας που ο σύζυγός της ενεπλάκη στο σκάνδαλο, ουδόλως θα είχαν επηρεαστεί από τις ανάρμοστες και παράνομες σεξουαλικές του συμπεριφορές. Ο λόγος δηλαδή που η Ακαδημία δεν απένειμε βραβείο πέρσι δεν είχε να κάνει με λόγους αισθητικής τάξης, που επηρέασαν τις κριτικές ικανότητες του μέλους της, αλλά με ηθικούς και νομικούς λόγους που έπλητταν το κύρος της ως θεσμικό πολιτιστικό όργανο. Ένιωσε δηλαδή η Ακαδημία ότι και εκεί υπήρξε μια αδικαιολόγητη ίσως εμπλοκή που δεν ήταν ακριβώς ουσίας αλλά τύπων. Για να μην παρεξηγηθώ, τονίζω ότι δεν υποβιβάζω, ελαφρά τη καρδία, τη βαρύτητα και τη σημασία του συμβάντος, αλλά προσπαθώ να δείξω πώς το λογοτεχνικό, δύναται να καθρεφτίζεται και στο πραγματικό. Δείτε το και διαφορετικά: αν κάποιος αξιολογούσε την Ακαδημία (όχι άτυπα όπως το κάνουμε όλοι) δεν θα μπορούσε να της προσάψει κάποιο έλλειμμα κριτικών δεξιοτήτων. Αν κάποιος αξιολογούσε την Ακαδημία, θα υπήρχε, επιπροσθέτως, ένα μέτα-επίπεδο αυτονομίας ανάμεσα στην παραγωγή κριτικού έργου και στην υπόσταση του θεσμικού οργάνου. Και αυτό ακριβώς το μέτα-επίπεδο είναι που διασφαλίζει την ακεραιότητα των προ του σκανδάλου βραβείων στα οποία είχε λόγο το συγκεκριμένο μέλος της επιτροπής. Η Ακαδημία, δηλαδή, φέτος, δεν αναζήτησε μια ταπεινή εξιλέωση. Προέβη σε μια γενναία κίνηση που είχε ως πρωταρχικό στόχο να αναδείξει την αυτονομία του αισθητικού τόσο από το πολιτικό όσο και από το ορθοπολιτικό (ηθικό). Η Ακαδημία με την απόφασή της ήθελε να δηλώσει ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με δίκη όπου θα πρέπει να διερευνηθεί και ο χαρακτήρας του κατηγορούμενου ή του μάρτυρα. Και το έκανε αυτό με το βλέμμα στον καθρέφτη: για να υπογραμμίσει και τη δική της αυτονομία ως θεσμικό πολιτιστικό όργανο. Για να υπογραμμίσει ότι και το ατόπημα του δικού της μέλους δεν είχε να κάνει με την ουσία των βραβείων.
«Είναι καλός γραφιάς, που συνδυάζει τη μεγάλη διορατικότητα με τη σοκαριστική ηθική τυφλότητα», είπε ο Χάρι Κούνζρου, όχι μόνο ως συγγραφέας και μελετητής του Χάντκε αλλά και ως ένας από τους επικριτές του βραβείου Νόμπελ στον Χάντκε. Αλλά η φράση αυτή είναι εγγενώς προβληματική, και για τον Χάντκε και για πολλούς άλλους μεγάλους συγγραφείς στους οποίους ταιριάζει γάντι. Ή θα πεις «τον χαρακτηρίζει σοκαριστική ηθική τυφλότητα», και, άρα, δεν μπορεί να βραβευτεί γιατί αυτό εμφανώς επηρεάζει την ικανότητά του ως γραφιά, ή, αφού το διακρίνεις ότι «τον χαρακτηρίζει διορατικότητα και είναι και καλός γραφιάς», τότε, θα πρέπει να έχεις το σθένος να τον βραβεύσεις. Η λογοτεχνία είναι το μόνο είδος που μας μαθαίνει και μας επιτρέπει να διακρίνουμε και να υιοθετούμε αντιφατικές και αντιθετικές θέσεις, ταυτοχρόνως, χωρίς να κινδυνεύουμε να εκπέσουμε από το βάθρο των έλλογων όντων.
Ο λογοτέχνης μπορεί να μην είναι κενός συναισθηματικά, αλλά απέχει παρασάγγας από την εικόνα που σχηματίζει αυτός που διαβάζει τα δημιουργήματά του. Και αυτό το τελευταίο δένει και όμορφα με τη συνήθη απογοήτευση που συνεπάγεται η γνωριμία μας με δημιουργούς που μπορεί να έχουμε κατά καιρούς αγαπήσει μέσω των έργων τους. Ο κόσμος ψοφάει να μάθει πίσω από ποιον ή ποιους χαρακτήρες κρύβεται ο συγγραφέας. Και αυτό συμβαίνει γιατί οι περισσότεροι πιστεύουν ότι ο συγγραφέας γράφει βιωματικά με απώτερο σκοπό την αυτοψυχανάλυση. Η δική μου εκτίμηση, που δεν είμαι συγγραφέας, είναι ότι το δημιουργικό δυναμικό που απαιτείται για να παραχθεί έργο αντίστοιχο ενός Χάντκε, απαιτεί ένα τεράστιο πλεόνασμα που προϋποθέτει κάτι πολύ περισσότερο από τις ιστορικές συνθήκες της ζωής ενός ανθρώπου. Αυτό ακριβώς το πλεόνασμα συνιστά το καθαρό προϊόν της δημιουργίας που βραβεύει, περισσότερο από κάθε τι άλλο, ένας θεσμός σαν το Νόμπελ. Γιατί, πολύ απλά, το πλεόνασμα δεν έρχεται από αναπολήσεις και αναστοχασμούς, που όλοι διαθέτουμε εν αφθονία. Το πλεόνασμα είναι δημιουργία. Κλείνω με ένα σχόλιο πάνω στο απόσπασμα του Μπέρνχαρντ που άνοιξε το κείμενο. Ο συγγραφέας, ενώ μέχρι στιγμής ανήκει στο είδος των ανθρώπων, συνήθως, για λόγους που έχουν να κάνουν με αυτό το πλεόνασμα δημιουργίας, δεν ασπάζεται τις αρχές του ανθρωπισμού και πολλές φορές δύναται να εμφανίζεται ως μισάνθρωπος, ως άνθρωπος χωρίς χαρακτήρα. Δεν είναι όμως, και αυτό είναι που τον κάνει να αξίζει περισσότερο. Αυτό είναι που μας κρατάει από το να φθίνουμε πνευματικά.