«Πέσε»
05-10-2018

«Το νερό είναι το αίμα των γλυπτών», συνήθιζε να λέει ο Γιώργος Ζογγολόπουλος. Την Παρασκευή, στο γλυπτό του «Πεντάκυκλος» που κοσμεί την πλατεία Ομονοίας σκαρφάλωσε ένας άνθρωπος που ήθελε να δώσει τέλος στη ζωή του. Το συμβάν τράβηξε τη διαδικτυακή προσοχή αρκετών, κυρίως επειδή μαζεύτηκαν στην πλατεία κάποιοι που τον παρότρυναν να πηδήξει. Διαβάσαμε μετά την αίσια έκβαση της απεγνωσμένης κίνησής του ότι απελπίστηκε γιατί του έκλεψαν το πορτοφόλι με όλα του τα χαρτιά και κανείς αρμόδιος, επί δύο μέρες, δεν του έδινε σημασία. Πήγε, μας είπε, δύο φορές στο Α.Τ. Ομονοίας, και οι αρμόδιοι δεν κατέγραψαν καν το συμβάν.

Αντιπαρέρχομαι το γεγονός ότι δεν κατάφερα να εντοπίσω το πλήρες όνομα αυτού του ανθρώπου (Φώτης, γράφουν τα ρεπορτάζ. Ας το έκαναν Φ. να μοιάζει πιο καφκικό), και προσπαθώ να κατανοήσω τον τρόπο σκέψης αυτού που στέκεται κάτω, ή μπροστά, από ένα τέτοιο σκηνικό και παροτρύνει κάποιον προς τον θάνατο. Είμαι άνθρωπος με ιδιαίτερα αναπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ (και δη μαύρου) και ομολογουμένως θα δεχόμουν το σκηνικό αυτό μέσα σε κάποιο δημιούργημα της φαντασίας. Θα το δεχόμουν γιατί εκεί δεν θα διάβαζα μόνο τον αχαλίνωτο κωλοπαιδισμό, αλλά και τη γλαφυρή αποτύπωση, μέσω μιας αναλογίας, της άκρατης αδιαφορίας, ή ίσως και αλλοτρίωσης. Προσπαθώ λοιπόν να μπω στο μυαλό του περαστικού που με το κινητό στο χέρι φωτογραφίζει ή γυρίζει βίντεο το σκηνικό ενώ κάποιοι, ή και ο ίδιος, παροτρύνουν τον σκαρφαλωμένο (σε γλυπτό, μαρκίζα, περβάζι) να πηδήξει στο κενό. Τι ακριβώς είναι αυτό; Είναι σκηνοθετική οδηγία για να ολοκληρωθεί το ταινιάκι που μπορεί να βγάλει μερικές χιλιάδες θεάσεις σε κάποιο μέσο; Το ότι αυτό το «πέσε» απέναντι σε απεγνωσμένους εμφανίζεται από τις εποχές που δεν είχαμε μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνηγορεί στο ότι μάλλον δεν είναι αυτό. Είναι ίσως το «ο θάνατός σου, η δημοφιλία μου»; Και δεν εννοώ δημοφιλία μόνο σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και στον μικρόκοσμο των παρευρισκόμενων στο σκηνικό. Είναι δηλαδή αυτός που εκστομίζει το «πέσε» ένας κυνικός μηδενιστής που δεν παρακολουθεί απλώς αποσβολωμένος το σκηνικό αλλά έχει και άποψη (όσο σοκαριστικά διαφορετική κι αν είναι από των υπολοίπων); Είναι ίσως ο πασατέμπος του, η διασκέδασή του; Είναι δηλαδή αυτός ο άμοιρος σκαρφαλωμένος ένας πραγματικός Χάρολντ Λόυντ κρεμασμένος από κάποιο ρολόι και σχοινοβατεί με τα τερτίπια και τους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής; Είναι ίσως ο απεγνωσμένος ένα δωρεάν θέαμα, απουσία άρτου, στο αστικό τοπίο; Ή είναι όλο αυτό ένα ξόρκι, απόληξη κάποιας σαμανιστικής τελετής, όπου κάποιος αναλαμβάνει με αυτό το «πέσε» να χτυπάει το ταμπούρλο που μετρονομικά υπογραμμίζει τον ρυθμό της συλλογικής πορείας μας προς το αναπόδραστο τέλος; Ίσως όμως όλο αυτό είναι μια περίπλοκη αντίδραση – έκφραση, με τη μορφή αυτού του ζωώδους «πέσε», ότι εγώ διαφέρω τόσο πολύ από αυτόν τον άνθρωπο που μπορώ με την αλαζονεία σχεδόν κάποιου ανώτερου είδους να τον περιγελάω. Πόσο απέχει όμως σήμερα ο φωνάζων «πέσε» από το να βρεθεί εκείνος πάνω στο γλυπτό; Τι είναι αυτό που του εγγυάται ότι υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας που τον προστατεύει όχι από το να πέσει, αλλά από το να ανέβει αύριο πάνω στο γλυπτό ή σε ένα περβάζι με θέα;

Αλλά ομολογώ ότι σας εξαπάτησα. Κάνοντας επίκληση στους πιο μύχιους φόβους σας, σας έβαλα σε ένα μονοπάτι που οδηγεί σε μια νόθα ενσυναίσθηση προς τον πόνο και την απόγνωση του άλλου. Γιατί ο γνήσιος λόγος που δεν θα έπρεπε να τολμάει να φωνάξει κάποιος «πέσε» σε έναν απεγνωσμένο δεν πρέπει να έχει να κάνει με τον φόβο τού ότι μπορεί κι εκείνος να βρεθεί στη θέση του, και άρα δεν θα ήθελε να του φωνάζει κάποιος «πέσε» γιατί πολύ απλά δε θα ήθελε να αισθανθεί τόσο απεγνωσμένα και άβολα μόνος απέναντι στο πλήθος. Η συμπεριφορά μου δηλαδή δεν θα πρέπει να (ετερο)καθορίζεται από το τι κάνουν ή τι περιμένω να κάνουν οι άλλοι σε μένα για να προσαρμόσω αναλόγως τους κώδικες συμπεριφοράς μου. Το να σου φιμώνει με φόβο κάποιος το στόμα για να μη φωνάζεις «πέσε» φωναχτά (sic), ενώ μέσα σου (το) γκαρίζεις, είναι ενδεικτικό, αν όχι απόδειξη, σοβαρότερης παθογένειας.

Πάμε πάλι λοιπόν από την αρχή: «Το νερό είναι το αίμα των γλυπτών», έλεγε ο Ζογγολόπουλος. Το «Πεντάκυκλος» στην αρχική του σύλληψη το διέτρεχε και το κινούσε νερό. Μόνο για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα όμως υδροδοτήθηκε το γλυπτό. Μετά έμεινε στεγνό, ακίνητο. Η πολιτεία αδιαφόρησε γι’ αυτό και το άφησε στην τύχη του να μαραζώνει. Θέλω να ελπίζω ότι ο άγνωστος Φώτης, αυτός ο απελπισμένος κάπως το ανακίνησε κι ας μην κατέβηκε, ευτυχώς, με τον ίδιο τρόπο που ανέβηκε. Είχε μιλήσει γι’ αυτό το γλυπτό ο Ζογγολόπουλος, στον Αυγουστίνο Ζενάκο, σε μια συνέντευξή του στο ΒΗΜΑ: «[…] τελικά γίνεται και η Ομόνοια. Ξέρετε, είναι εκείνο το γλυπτό που είχα δείξει στη Βενετία, πάνω στην εξέδρα. Το έκανα πολλά χρόνια αυτό, πήγαινα και έδειχνα κάτι στη Βενετία. Τώρα βέβαια, θα μου πείτε, γιατί το κάνω; Για να υπάρχω. Για να υπάρχω…».