Αφού είχα βομβαρδιστεί ανηλεώς από προπαγάνδα οδικής ασφάλειας ένιωσα σχεδόν ανακούφιση το να εμπλακώ σε ένα πραγματικό ατύχημα.
― J. G. Ballard, Crash.
Η συνέντευξη του Λευτέρη Παπαδόπουλου στον Δημήτρη Δανίκα συγκέντρωσε αρκετά βλέμματα και αποτέλεσε το αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Οι αντιδράσεις παρουσίασαν τη γνωστή ποικιλία. Υπήρξαν επικριτές, υπήρξαν υποστηρικτές, υπήρξαν αδιάφοροι. Η κάθε ομάδα είχε, υποθέτω, τους λόγους και την επιχειρηματολογία της. Εγώ δεν θα σταθώ τόσο στην ουσία της συνέντευξης. Θα σταθώ στις αντιδράσεις που εισέπραξα από το άμεσο περιβάλλον μου. Αντιδράσεις που λόγω μεγέθους του δείγματος δεν αξιώνουν καμία πιθανότητα αναγωγής σε γενικεύσεις κάποιου είδους.
Το πολύ ενδιαφέρον με τη συνέντευξη Παπαδόπουλου ήταν το πόσο φρέσκια ήταν η οπτική της. Αυτό το «φρέσκια» όμως, παρακαλώ, να διαβαστεί περιγραφικά και όχι αξιολογικά. Δεν μιλάμε για τσιπούρα εδώ πέρα, μιλάμε για μια αντίδραση απέναντι σε μια κατάσταση. Μέσα σε ένα περιβάλλον ασφυκτικής πολιτικής ορθότητας όπου κάθε φράση, λέξη, και αντίδραση περνάει μέσα από ηθικοπλαστικό κόσκινο και ευφάνταστες προκρούστειες κλίνες που στρώνονται και ξεστρώνονται εν ριπή οφθαλμού από κάθε καρυδιάς καρύδι ανθρωπιστές, το να βγει κάποιος, σε μέσο μεγάλης κυκλοφορίας, και να αρχίσει να μιλάει σα να βρίσκεται ανάμεσα σε δυο τρεις κολλητούς του συνιστά κάτι φρέσκο. Παρατήρησα ανθρώπους που εγώ προσωπικά δεν είχα ακούσει ποτέ να εκφράζονται α λα μανιέρ ντε (όπως ο) Λευτέρης Παπαδόπουλος, να ξεσπαθώνουν προτάσσοντας τον διάσημο στιχουργό ως ασπίδα. Και ήταν γνήσια κωμικοτραγικό γιατί μπορούσα να διακρίνω το επίπλαστο της αντίδρασής τους. Οι λέξεις (το «μουνί» και τα παράγωγά του που αφειδώς χρησιμοποίησε ο Παπαδόπουλος) φάνταζαν ξένες στο στόμα τους. Και φάνταζαν ξένες όχι ως λέξεις που οι συγκεκριμένοι δεν είχαν χρησιμοποιήσει ποτέ στη ζωή τους – δε θα φτάσω σε τέτοια επίπεδα υποκρισίας – αλλά ξένες ως παλιές δεξιότητες που είχαν ατονήσει λόγω αχρησίας. Παραδόξως διέκρινα στον καμποτινισμό τους την πρόοδο που έχει συντελεστεί αλλά, ταυτοχρόνως, εντυπωσιάστηκα γιατί μέσα από αυτή την έκρηξη βωμολοχίας και σεξισμού συνειδητοποίησα πώς όταν φορτίσεις μια θέση υπερβολικά, τότε, στην πρώτη ευκαιρία, αυτή θα εκτονωθεί σαν ελατήριο. Αν θέλετε να το θεωρητικοποιήσω, χάριν εξορκισμού για την ακραία θέση που υιοθετώ, είδα σε όλο αυτό την αξιακή ουδετερότητα της διαλεκτικής. Είδα ότι το δημοφιλές τριαδικό σχήμα, θέση – αντίθεση – σύνθεση, της διαλεκτικής δεν ενέχει πουθενά αξιακές παραμέτρους. Είναι απλώς μια τυπολογία κενή περιεχομένου. Ένας μηχανισμός που όταν βρεθεί στις κατάλληλες συνθήκες θα τεθεί σε λειτουργία και θα παραγάγει μια σύνθεση. Το αν η σύνθεση θα είναι ενάρετη ή τερατώδης, παραμένει, σε αυτό το στάδιο, αδιάφορο.
Στο περιβάλλον ασφυκτικής “αστυνόμευσης”, στο περιβάλλον που συνιστά προσβολή στα ήθη να εμφανιστεί ρώγα γυναικείου στήθους ή, να φλερτάρει κάποιος κάποιον άλλο. Στο περιβάλλον που συνιστά προσβολή και απερισκεψία να ευχηθεί κάποιος «Καλά Χριστούγεννα» και «Καλό Πάσχα». Στο περιβάλλον στο οποίο κάποιοι έχουν αρχίσει να απευθύνονται στους οκτώ άνδρες και στις τρεις γυναίκες ενός γραφείου στο θηλυκό γένος, και ακούς το τρισχαριτωμένο: «είστε όλες έτοιμες για να αρχίσουμε την παρουσίαση;», τότε, η παρουσία ακόμη και ενός Λευτέρη Παπαδόπουλου αρκεί για να φέρει την “άνοιξη”. Όταν η «θέση» αποκτήσει τη δυναμική παραφροσύνης, τότε, μια ακραία θέση του παρελθόντος, όπως αυτή του Παπαδόπουλου, δύναται να προταθεί ως ασπίδα, «αντίθεση», απέναντι σε αυτή την παραφροσύνη. Η «σύνθεση», το αποτέλεσμα της διαλεκτικής, είναι αυτό που εισέπραξα: άνθρωποι να υπερασπίζονται τον Λευτέρη Παπαδόπουλο όχι γιατί μπορεί να έχει κάποια καλλιτεχνική αξία και άρα οι προσωπικές απόψεις του είναι αδιάφορες, αλλά, αντιστρόφως, αδιαφορώντας για το έργο του και υιοθετώντας τον ακραία σεξιστικό λόγο του ως γραμμή άμυνας απέναντι στην ισοπεδωτική πολιτική ορθότητα.
Δεν επικροτώ σε καμία περίπτωση τον λόγο τού Λευτέρη Παπαδόπουλου αλλά είμαι της πεποίθησης ότι απέναντι σε αυτόν τον σεξιστικό, υπέρμετρα ναρκισσιστικό λόγο τόσο του Παπαδόπουλου όσο και του Δανίκα, που είναι ο ηθικός αυτουργός του, η καλύτερη στάση θα έπρεπε να είναι η αδιαφορία. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι άνθρωποι έχουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό το δικαίωμα να προσβάλλουν σε σχέση με το δικαίωμα να μην δέχονται προσβολές. Γιατί αλλιώς όχι μόνο φθάνουμε στο σημείο να βλέπουμε τον Λευτέρη Παπαδόπουλο ως νότα φρεσκάδας αλλά και νιώθουμε ευτυχείς που εμπλεκόμεθα σε ατυχήματα.