Μνημόσυνα
Υπάρχουν λαοί που δεν έχασαν την ικανότητα να θυμούνται. Που δεν αποξενώθηκαν από τη δύναμη και την δραστική σημασία της μνήμης. Επειδή διδάχτηκαν πώς και όχι τί να θυμούνται. Γιατί η μνήμη είναι τέχνη τελεστική, πρακτική, και διδάσκεται. Εμείς, εδώ, ο λαός ο ελληνικός, την έχασε, αν την είχαμε ποτέ. Σαν λαός, την τέχνη της τελεστικής, ζωντανής μνήμης τη χάσαμε. Τη μνήμη σαν έθνος, την καπηλευόμαστε. Σαν πολιτεία, την περιφρονούμε. Σαν ποίηση, την ποιητικεύουμε. Σαν πεζογραφία, την εκπορνεύουμε. Σαν ιστορία, την διαστρέφουμε. Σαν ήθος, την αγνοούμε. Σαν πράξη, την γελοιοποιούμε. Σαν διδασκαλία, την αθετούμε. Σαν γνώση, την καταργούμε. Και το μόνο που συνεχίζουμε να κάνουμε απτόητοι από τον φανταχτερό αναχρονισμό, είναι, στις εθνικές επετείους, ανόητες, ανεκδιήγητες παρελάσεις της μαθητιώσας νεολαίας, αστόχαστες παρελάσεις που απευθύνονται σε ήθος αφτιάδων, νοημοσύνη βορίδηδων, καλλιέργεια αμβρόσιων κ.ο.κ. Και για να επιβεβαιωθεί η δύναμη της άνοιας και της παράνοιας, το αναρχοπάζαρο, κάθε χρόνο, στην επέτειο των αιματηρών γεγονότων του κατακαπηλευμένου «Πολυτεχνείου».
«Θα ‘θελα αυτή την μνήμη να την πω» λέει ο ποιητής, και το ζήτημα δεν είναι η ίδια η μνήμη, αλλά ότι θέλει να την πει, γιατί αλλιώς δεν υπάρχει. Το ζήτημα λοιπόν είναι η επιθυμία να πεις, σαν ένας άνθρωπος και σαν πολλοί. Και βεβαίως πώς θα το πεις.
Ο ποιητής κλείνει τα παράθυρα, βυθίζεται στο σκοτάδι και ψάχνει να φωτιστεί, για να πει. Γυρνάει προς τα μέσα. Η ατομική έκφραση είναι εσωστρεφής, σαν τα σπίτια που στερήθηκαν την πρόσοψη στο δρόμο, που κρατούν για τον εαυτό τους το βλέμμα που ρίχνουν στον κόσμο, στραμμένο στην πίσω αυλή ή στον πλαγινό κήπο.
Τι κάνει όμως ο λαός που θέλει, αν θέλει, να την πει την μνήμη του τη συλλογική, αυτή που είναι το άθροισμα της δικής μου, της δικής σου, της δικής τους μνήμης, αν την έχει; Τώρα που οργανωμένος σε πολιτεία και μεταβιομηχανικός, ψηφιακός σχεδόν, πληρώνει και αγοράζει στα ετοιματζίδικα την, μαζική πλέον, ψυχαγωγία του; Ψηφίζει στις εκλογές, αναδεικνύει ηγεμόνες και εξουσίες που εντέλλονται να τη διαχειριστούν. Το κομβικό γεγονός, το μνημονικό γεγονός απλώνεται σαν πετρελαιοκηλίδα και διαλύεται σε χιλιάδες μικροεξουσίες, υποδίκτυα εξουσιών, πλοκές και διαπλοκές της ψηφοθηρίας και της συντεχνίας και της απολιθωτικής συνήθειας. Η τελετουργία του—όλες οι συλλογικές εκφράσεις δεν μπορεί παρά να έχουν τελετουργική μορφή—σκηνοθετείται και σκηνογραφείται από διορισμένους τελετάρχες, εκφραστές της επικρατούσας καλαισθησίας. Προσοχή: καμιά εξουσία δεν είναι αισθητικά, έστω καλλιτεχνικά, ουδέτερη, και όταν λέω εξουσία δεν εννοώ κατ’ ανάγκην το κόμμα που κυβερνάει κάθε φορά. Μα βεβαίως ένα τεράστιο πλέγμα προπατορικών προκαταλήψεων που ο πυρήνας του είναι βαθύτατα ιδεολογικός και κατ’ επέκτασιν οικονομικός. Ένα άλλο σοβαρό ζήτημα είναι πως η απολίθωση των παρελάσεων δεν εκλείπει με την βιολογική έκλειψη των υποκειμένων—έρχονται και παρέρχονται οι γενιές, και οι παρελάσεις,— βλέπε η ιδεολογία και η κακαισθησία των παρελάσεων, αναγεννώνται σχεδόν, αναπαράγονται μαγικά μέσα από πλήθος στοχαστικές κι αστόχαστες προσαρμογές των νεότερων στο ύψος της φούστας, στην εθνικότητα του σημαιοφόρου και στην ίδια συμμετρία κενότητας, στόμφου και παρεξηγήσεων. Στον ίδιο ληθαργικό κομφορμισμό υπακούουν μαζικά και οι ολονέν ανανεούμενες γενιές ανυπόκριτα και αδιαπραγμάτευτα και πολυδιαφημισμένα επαναστατημένων μαθητών—δεν είδα ποτέ, έστω και λίγοι από αυτούς, να κινούνται προς τη μόνη αντάξια του ονόματός της επανάσταση για την ηλικία τους, να υποβάλουν συλλογικά στους δασκάλους τους και στο υπουργείο καλά θεμελιωμένο αίτημα κατάργησης των μαθητικών παρελάσεων. Ακριβώς το αντίθετο: έχοντας αποστάξει την πεμπτουσία του πατριωτισμού στα δεκαπέντε τους δράττονται της παρελάσεως για να διαδηλώσουν την αντίθεσή τους στη συμφωνία των Πρεσπών. Και φαίνεται πως υπήρξαν και δυο ανεκδιήγητοι δάσκαλοι που τους ενθάρρυναν να το κάνουν. Δεν είναι ανάγκη να κοιταζόμαστε στον καθρέφτη, τον εαυτό μας τον βλέπουμε κατά κανόνα στα παιδιά μας. Αυτά τα παιδιά, και αυτούς τους δασκάλους, παράγει αυτή η παιδεία που δεν θέλουμε να αλλάξει, άξιους διαδόχους μας.
Γυρνώντας στο αποτύπωμα, την έκφραση της συλλογικής μνήμης: πριν από κάποια χρόνια, στο Βερολίνο, ήρθα αντιμέτωπη με το φρέσκο τότε Μνημείο των δολοφονημένων Εβραίων της Ευρώπης, έργο του αρχιτέκτονα Πέτερ Άιζενμαν, στην καρδιά του βερολινέζικου Κέντρου, δυο βήματα από το Ράιχσταγ, την Πύλη του Βρανδεμβούργου και τη γειτονιά πολλών ξένων πρεσβειών. Στήλες ονομάζει ο Άιζενμαν τους χιλιάδες λαξευμένους παραλληλόγραμμους, ανισοϋψείς (από 20 πόντους μέχρι σχεδόν πέντε μέτρα) γκρίζους τσιμεντόλιθους. Στήλες ανώνυμες—τα ονόματα δεν μπορούν να χωρέσουν. Ένα απεριόριστο πεδίο θανάτου, απελπισίας, οδύνης, φόβου και περισυλλογής που μετά την είσοδο κατηφορίζει ακολουθώντας το καθοδικό βλέμμα όλων των Αποκαθηλώσεων, ώσπου ο προσκυνητής να απεγκλωβιστεί από την οριζοντίωση του θανάτου, για να εγκλωβιστεί πιο βαθιά στην κατακόρυφη, τώρα, φορά των στηλών. Εδώ το συντριπτικό αίσθημα της απόγνωσης εντείνεται στο απροχώρητο μέχρι που αρχίζει και πάλι το ύψος των στηλών, οργανωμένο αριθμητικά και μουσικά να υποχωρεί προς την έξοδο ακολουθώντας την αναμενόμενη ύφεση κάθε αφόρητης φυσικής έντασης. Γυμνό, διδακτικό, πολυδύναμο, στοχαστικό, σύγχρονο, ενταγμένο στη δημόσια λειτουργία μιας μεγάλης πόλης, ένα μνημείο-λόγος θανάτου μέσα στη ζωή, ανθρώπινο: την πρώτη μέρα που το προσκύνησα, με σχετική καλοκαιρία, μια οικογένεια είχε απλώσει το κολατσιό της πάνω σε μια χαμηλή τσιμεντόπλακα και τα δυο μικρά παιδιά μασουλούσαν ευτυχισμένα σοκολάτες. Τη δεύτερη είχε χιονίσει και επικρατούσε ερημιά. Ένα λεπτό στρώμα χιόνι προστάτευε την απέραντη οδύνη του μνημείου· αυτή η σουρντίνα έκανε τρίδιπλη, αβάσταχτη, τη σιωπή του. Το μνημείο του Άιζενμαν είναι μια συνταρακτική μνημονική τελετουργία που δεν προδίδει το θέμα της και το σκοπό της—τί περισσότερο να ζητήσει κανείς από τα μνημεία; Πόσα δεν μας λέει για τον πολιτικό πολιτισμό μιας χώρας που ενθάρρυνε και εκτέλεσε την κατασκευή του κόντρα στο ίδιο της το παρελθόν, σαν έσχατη γνωστική χειρονομία συντριβής προς το παρελθόν αυτό. Σαν παρακαταθήκη ενεργούς μνήμης για το μέλλον. Επιστρέφοντας στον τόπο μου αναγκάζομαι να αναλογιστώ πόσο ενεργό είναι σήμερα, και σε ποιους απευθύνεται, το διασημότερο μνημείο του αθηναϊκού Κέντρου, το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Πόση συγκίνηση, ψυχική και στοχαστική συμμετοχή προκαλεί στον περαστικό η μουσολινικής κοπής φασίζουσα ερμηνεία του αναγλύφου για τον πεσόντα πολεμιστή, ο νεκρός ατσαλάκωτος στρατοκρατικός κλασικισμός που δυναμιτίζει, εκεί που πήγε και σφηνώθηκε σε άσηπτο κενό ασφαλείας, όχι μόνο την προοπτική του κτιρίου της Βουλής, αλλά και τα ίδια τα θεμέλια της δημοκρατίας. Διόλου κενοτάφιο και μάλλον νεκρό γράμμα, όταν μάλιστα περιβάλλεται από τα ψευδοαρχαιοπρεπούς σχεδιασμού ψηφία εγχάρακτων επιγραφών. Αλήθεια, πώς μπορεί να βάλει κανείς ένα μνημείο σε εισαγωγικά ώστε να δείξει τουλάχιστον πως η ψευτιά που μας διηγείται έχει την αξία φαντάσματος; Στη χώρα μας περισσεύουν τα φαντάσματα. Ο χώρος για τους ζωντανούς έχει καταργηθεί. Ή όλοι κάποτε έχουμε πεθάνει.
H 11η Νοεμβρίου είναι η μέρα της κόκκινης παπαρούνας. Τα εκατόχρονα της Ανακωχής στις 11 Νοεμβρίου του 1918, όταν έπαψε ο φονικότερος για τους πολίτες της Ευρώπης παγκόσμιος πόλεμος, ο πρώτος. Ένας πόλεμος που πλημμύρισε στο αίμα τα πεδία των μαχών αλλά είχε ακόμα περισσότερα θύματα ανάμεσα στους αθώους πολίτες. Είναι μια μέρα που περνάει σχεδόν απαρατήρητη στην Ελλάδα όπως εξάλλου και η επέτειος της απελευθέρωσης της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα στις 12 Οκτωβρίου του 1944. Όχι όμως και στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Στην Αγγλία, όπου τη “Remembrance Day”, τη Μέρα της Ενθύμησης, όλοι οι πολίτες, πέρα από πολιτικές διαφορές, κυκλοφορούν με μια μικρή κόκκινη παπαρούνα στο πέτο, εγκαινιάστηκε από το 2014, στα εκατόχρονα από την είσοδο της χώρας στον Πρώτο Πόλεμο, μια δημόσια τελετή μνήμης με εθελοντική συμμετοχή των πολιτών—888.246 κόκκινες κεραμικές παπαρούνες, όσοι, κατά μια μέτρηση, και οι ‘Αγγλοι στρατιώτες που σκοτώθηκαν στον Πρώτο Πόλεμο, φυτεύτηκαν από εθελοντές στην τάφρο του Πύργου του Λονδίνου. Αυτή η συλλογική τελετουργία βαφτίστηκε Αίμα πλημμύρισαν οι στεριές και βάφτηκαν κόκκινες οι θάλασσες (The Blood swept Lands and Seas of Red). Από έναν ορφανό στίχο άγνωστου Άγγλου ποιητή που σκοτώθηκε στον πόλεμο. Φαίνεται πως 5.000.000 άνθρωποι είδαν το πρόσκαιρο επιτύμβιο (μετά τις 11 Νοεμβρίου του 2014, οι παπαρούνες απομακρύνθηκαν μέχρι μιας από εθελοντές)· το πλήθος, και ο παλμός, της απροσποίητης συμμετοχής δεν άφησαν πολλά περιθώρια για αμφισβήτηση του γιορτασμού. Κάποιοι γκρίνιασαν. Άλλοι μίλησαν για άρτο και θεάματα ή εμπορικές απλοϊκότητες τύπου «ήχος και φως» πακεταρισμένες σε μεταμοντέρνα σπουδαιοφάνεια. Εγώ απλώς ζηλεύω την απλότητα, την αμεσότητα και τον ζωντανό πλούτο της τελετουργικής χειρονομίας που κόβει με το μαχαίρι και την παραμικρή υποψία ιδεολογικής καπηλείας ή εθνικιστικού στόμφου.
Φέτος, ο Πύργος ξαναθυμάται. Αυτή τη φορά τη σκυτάλη από την ευγλωττία του λουλουδιού την πήρε το φως: οι ίδιοι τελετουργοί (μια ομάδα από εφευρέτες καινούργιων επαγγελμάτων όπως «δημιουργικοί διευθύνοντες», «καλλιτέχνες του ήχου», «σχεδιαστές κίνησης», αλλά και κανονικότεροι χορογράφοι, φωτιστές, ποιητές και μουσικοί), με την επικεφαλής Ντέμπορα Σο (Διευθύντρια ιστορικού προγραμματισμού για τα ιστορικά βασιλικά παλάτια του Λονδίνου), οχτώ βράδυα, κάθε μέρα, από τις 4 Νοεμβρίου μέχρι και τις 11 Νοεμβρίου που είναι η επέτειος των 100 χρόνων από τη λήξη του πολέμου, από τις πέντε ως τις εννιά, φωτίζουν την τάφρο του Πύργου του Λονδίνου με χιλιάδες κεριά που ανάβονται από χιλιάδες εθελοντές. Όλα είναι προσχεδιασμένα και προβαρισμένα σε αγαστή σύμπνοια με τον εθελοντικό αυθορμητισμό της συμμετοχής. Στεγάζονται κάτω από τον γενικό τίτλο «Πέρα απ’ το πηχτό σκοτάδι: ο Πύργος θυμάται». Πάλι ζηλεύω. Είμαι αναγκασμένη, εδώ που είμαι, στη χώρα που οι πολίτες της, με χειροπιαστές αποδείξεις, απεχθάνονται τη συλλογική μνήμη, να σχεδιάσω μια μοναχική μνημονική τελετή. Θα ακούσω και θα ξανακούσω ένα μεγάλο μουσικό μνημείο δυο πολέμων:
«Το βιβλίο αυτό δεν είναι περί ηρώων. Η αγγλική ποίηση δεν
είναι ακόμα έτοιμη να μιλήσει γι’ αυτούς.
Ούτε είναι για κατορθώματα, ή για έθνη, ούτε διόλου για δόξα,
τιμή, δύναμη, μεγαλείο, κυριαρχία, εξουσία, παρά μόνο για τον
Πόλεμο.
Και κυρίως δεν με απασχολεί καθόλου η Ποίηση. Το θέμα μου
είναι ο Πόλεμος και η συμπόνια του Πολέμου.
Η Ποίηση βρίσκεται στη συμπόνια.
Κι όμως τούτες οι ελεγείες από καμιά άποψη δεν πρόκειται να
παρηγορήσουν τούτη τη γενιά. ‘Ισως παρηγορήσουν την
επόμενη. Μόνο να προειδοποιεί μπορεί σήμερα ο ποιητής. Γι’
αυτό και οι αληθινοί Ποιητές πρέπει να είναι ειλικρινείς.»
Ο ποιητής Γουίλφρεντ Όουεν (1893-1918) τα έγραψε αυτά σχεδιάζοντας έναν πρόλογο σε μια πιθανή έκδοση μιας σειράς ποιημάτων του. Σκοτώθηκε μια βδομάδα πριν από την ανακωχή, στη Γαλλία, στη μάχη του ποταμού Σαμπρ. Ένα απόσπασμα αυτού του προλόγου προτάσσει ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν στο Πολεμικό Ρέκβιεμ (1960), που βασίζεται εν μέρει σε μερικά από τα πιο κατηγορηματικά αντιπολεμικά ποιήματα του Όουεν. Είναι ένα συγκλονιστικό έργο και αυτό θα ξανακούσω.