Περπατούσε μέσα στο μυαλό του. Μέχρι που το μυαλό του εξαντλήθηκε. Άρχισε να περπατά μέσα στην καρδιά του. Μέχρι που τα πόδια του εξαντλήθηκαν. Η καρδιά του άρχισε να αυτοπερπατιέται. Τα πρώτα της δειλά αυτοβήματα γρήγορα έγιναν βάδην, μετά τροχάδην και στο τέλος από την πολλή ορμή η καρδιά έσκισε τη σάρκα του και βγήκε έξω. Ένιωσε αφιονισμένα ελεύθερη και άρχισε να θερίζει όποιον έβρισκε μπροστά της. Την σταμάτησαν αστυνομικοί της ομάδας Δέλτα. Της ζήτησαν τα στοιχεία της. Δεν είχε στοιχεία, καρδιά ήταν. Ζήτησε την επιείκειά τους. Δεν είχαν. Θύμωσε. Τους θέρισε κι αυτούς. Άρχισαν να φιλούν ο ένας τον άλλο μέσα στην μέση του δρόμου. Εκείνη συνέχισε το δρόμο της, όλη τη νύχτα, την επόμενη μέρα και την επόμενη νύχτα. Μετά ξημέρωσε. Εκείνη δεν ημέρωσε. Έσταζε ολόκληρη ιδρώτα και ανάσαινε βαριά, καθώς την χτυπούσε πια ο ήλιος. Πείσμωσε. Τον θέρισε κι αυτόν. Άρχισε να φιλά άλλους ήλιους άλλων συστημάτων. Πολλαπλές κοσμικές εκρήξεις. Όλα θα ανατινάζονταν. Ακόμη κι εκείνη. Έτσι κι έγινε. Τα κομμάτια της από την έκρηξη πρόλαβαν να θερίσουν όποια άλλα κομμάτια έβρισκαν μπροστά τους την ώρα του τελικού χαμού. Ο κόσμος όπως τον ξέραμε είχε τελειώσει, αλλά ακόμη και τότε μπορούσε κανείς να διαισθανθεί ότι είχε επιβιώσει κάτι από τον παροξυσμό.
Ο Παροξυσμός
23-05-2020