“Όλ’ αυτά – μήπως μονάχα τα ονειρεύτηκα;”
«Όλ’ αυτά—μήπως μονάχα τα ονειρεύτηκα;» ΒΑΓΚΝΕΡ, ΠΑΡΣΙΦΑΛ, ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ (ο Πάρσιφαλ στον εαυτό του, μετά το επεισόδιο με τα μπουμπουκιασμένα κορίτσια)
Πλησίαζε μία το μεσημέρι. Μια χλιαρή πασχαλινή αθυμία ταξίδεψε σα χάρτινο παιδικό καραβάκι στα ρηχά της στοάς και πέρασε, Μεγάλη Παρασκευή, αργά, το κατώφλι του μουσικού καταστήματος (δεν ήταν μαγαζί—απλώς στεγαζόταν σε μαγαζί) που είχε μόλις ανοίξει για την επιτάφια μέρα. Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Κι αν φαίνεται πολύ μακριά:
(Πάρσιφαλ)—Μόλις έκανα λίγα βήματα· κι όμως μου φαίνεται πως έφτασα κιόλας πολύ μακριά.
(Γκούρνεμαντς)—Βλέπεις, γιε μου, σε χώρο γυρίζει εδώ ο χρόνος.
Μπαίνοντας συνάντησε τη μουσική της Μαγγανείας της Μεγάλης Παρασκευής απ’ τον Πάρσιφαλ του Βάγκνερ. Τη διάβαζε πιστά η κεφαλή Σιούρ ενός προγονικού πικάπ Ντούαλ. Η βάση του από σκούρο σουηδικό τικ φώλιαζε στην κόχη της ξύλινης δισκοθήκης που έντυνε απ’ το πάτωμα ως το ταβάνι τον αριστερό τοίχο μπαίνοντας. Διάμετρος 30 εκατοστά, στροφές 33⅓: ο σκελετός της δισκοθήκης από σκουρόχρωμο ξύλο μασίφ σχεδιασμένος λειτουργικά και εύρυθμα για δίσκους βινυλίου μακράς διαρκείας,— τόσο μακράς απολυταρχίας ώστε να μη διαθέτει καμμιά προσαρμοστικότητα σε τυχόν αλλαγή ύλης και διαστάσεων του «φορέα ήχου»— χωριζόταν με οριζόντια ενδιάμεσα ράφια και κάθετα χωρίσματα (εδώ γινόταν μια υποχώρηση στο σκούρο καφετί κοντραπλακέ) σε ψιλόλιγνα διαμερίσματα που βαστούσαν το καθένα καμιά εικοσιπενταριά δίσκους το πολύ, κάθετα βεβαίως τοποθετημένους. Η ξυλεπένδυση συνεχιζόταν ευφάνταστα στους υπόλοιπους τοίχους, τη βιτρίνα και το ταβάνι και κορυφωνόταν στη σκάλα που ανέβαζε στο μικρό πατάρι-γραφείο. Ανάμεσα στις ξύλινες επιφάνειες, απέναντι απ’ τη δισκοθήκη, απλώνονταν ξεφεύγοντας απ’ τη μονοτονία του ξύλου, μικρές χρωματικές εκτάσεις λινάτσας. Ήταν απλά χαρτόνια εφαρμοσμένα στα κενά των ξύλων και ντυμένα με λινάτσες σε όλους τους θερμούς τόνους της ώχρας—βαθυκίτρινο, ανοιχτό και σκουρότερο καφέ, μουσταρδί, βαθυκόκκινο και ανοιχτοκόκκινο, τέλος δυο αποχρώσεις πράσινου, και έξαφνα ένα ψυχρό σκούρο μπλε που συνομιλούσε με το μόνο πλαστικό (εκτός από το βινύλιο των δίσκων) που υπήρχε στο χώρο και ήταν το απροσδιόριστης πια απόχρωσης μπλε βινύλιο του πατώματος. Σχηματιζόταν έτσι ένας άβακας που με ξύλινα και υφασμάτινα υλικά, ψυχρά και θερμά χρώματα, θύμιζε σεμνά τις πολυτελείς έγχρωμες ορθομαρμαρώσεις άλλων καιρών ενώ χρησίμευε για να εκθέτονται εξώφυλλα δίσκων, αφίσες και άλλα έντυπα. Η αυστηρή εύτακτη γεωμετρία αυτής της διαμόρφωσης άφηνε περιθώρια πλούσια διακοσμητικής αναπνοής και φαντασίας: πάνω στις λινάτσες είχαν προσαρμοστεί μαύρα μεταλλικά πλαίσια με ελικοειδείς παραφυάδες που περιόριζαν αυστηρά την πολύχρωμη φαντασμαγορία των εξωφύλλων φλερτάροντας με κάποια επιτεύγματα σχεδιαστικής αφαίρεσης φυτικών μορφών της λαϊκής μεταλλοτεχνίας αλλά και του εξεζητημένου μανιερισμού αρ νουβό. Το εσωτερικό της παλιάς Λέσχης του δίσκου ήταν η ανασύνθεση, ανακατάταξη, σε είκοσι τετραγωνικά μαζί με το πατάρι, ενός χιλιόχρονου αειθαλούς δέντρου. Μουσικού δέντρου. Αυτό έξαφνα αποφάσισε να μεταμορφωθεί, τεντώθηκε, απότεινε τα κλαδιά του τού ύψους και πρόσφερε το κορμί του και την ψυχή του γεμάτη από το κελάηδημα των πουλιών στη μουσική παρόρμηση δυο ανίδεων που δεν γνώριζαν ούτε καν το ίδιο τους το όνομα,— απαντούσαν σε όλες τις ερωτήσεις Das Weiss ich nicht:
(Γκούρνεμαντς) —Από πού είσαι;
(Πάρσιφαλ) —Δεν ξέρω.
(Γκούρνεμαντς) —Ποιος είναι ο πατέρας σου;
(Πάρσιφαλ) —Δεν ξέρω.
(Γκούρνεμαντς) —Ποιος σ΄ έστειλε εδώ;
(Πάρσιφαλ) —Δεν ξέρω.
(Γκούρνεμαντς) —Τότε,… τ’ όνομά σου;
(Πάρσιφαλ) —Είχα πολλά, αλλά κανένα δεν ξέρω πια.
……………………………………………………………………………………………………
Στη στοά μιας πολυκατοικίας γραφείων του 1960 που χρωστάει την ύπαρξή της στην ακόρεστη όρεξη πολλαπλασιασμού των κεφαλαίων στις τσέπες και τα χέρια ενός σφιχτοπλεγμένου πλέγματος μικρομέγαλης ιδιοκτησίας με την κομματική διαχείριση της πολιτικής εξουσίας, στην πρώτη μεγάλη ορμή της μετεμφυλιακής αντιπαροχής, σε ένα κτίριο καμωμένο με μοναδικό γνώμονα την ανελέητη, οικονομική απόδοση του τετραγωνικού μέτρου και την ποιητική δυσπραγία, από ανθρώπους χωρίς πρόσωπο για ανθρώπους χωρίς πρόσωπο, δε συναντάει πια κανείς άγριους κύκνους λαβωμένους θανάσιμα από αμέριμνους νεαρούς ηλίθιους που δίχως να ξέρουν τι κάνουν, ό,τι πετάει πάνω στο πέταγμα σκοτώνουν (Im Fluge treff’ ich, was fliegt), για ν’ αποδειχτούν στο τέλος οι άδολοι ανίδεοι μπατίρηδες κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών. Θα συναντήσει αντί για το άσπιλο πάλλευκο περιστέρι που μετεωρίζεται πάνω απ’ το κεφάλι του Πάρσιφαλ, λερές γκρίζες αδηφάγες δεκαοχτούρες, να τσιμπολογούν λαίμαργα και παμφάγα κάθε βρομιά καταλαμβάνοντας σαν τα τυφλά ένστικτα της λαιμαργίας και της αυτοσυντήρησης όλο και μεγαλύτερο χώρο απ’ το αστικό οικοσύστημα και, μαζί, παράφερνα νεκρομαντείας και άλλα μαγικά σουμπράγκαλα απ’ το συνήθη εξοπλισμό ενός αξιοπρεπούς μοχθηρού μάγου σαν τον Κλίνγκσορ. Οι μάγοι, έστω και αυτοευνουχισμένοι, έχουν επιστρέψει θριαμβικά. Το λουλουδάδικο του βάθους που προμήθευε ανθονεκροφάνειες σε ονομαστικές γιορτές, γενέθλια, μνημόσυνα, γαμοστολισμούς, νεκροστολισμούς και, τα τελευταία χρόνια, βαλεντινισμούς, σε ακίνδυνους πελάτες μικρομεσαίου γούστου, εισοδήματος και διαμερίσματος, με ανοσμία, ανοψία, πιστωτική κάρτα και τυφλή εμπιστοσύνη στην πατριωτική ιθαγένεια των εθιμικών τελετουργιών, την ελληνικότητα της Μακεδονίας, τη διατήρηση του τελικού νι στην αιτιατική των θηλυκών τριτοκλίτων, τη γενική σε -έως στα όμοια, και το αναθεώρητο του συνταγματικού άρθρου 3 (με έμφαση στην παράγραφο 3 περί του αμετάφραστου της Αγίας Γραφής) , —αρκεί να μην κοστίζουν εξωφρενικά—, είναι τώρα ο μαγεμένος κήπος του Κλίνγκσορ. Ένα δάσος κινούμενο που προχωράει πυκνό· όπου οι κορφές των δέντρων χαμένες στον αχανή ουρανό τρύπησαν την ψευτάστερη ψευδοροφή της στοάς και μέσα από έναν διαστροφικό οπτικό δίαυλο επιστρέφουν στις μπλεγμένες αιωνόβιες ρίζες τους και αναβλαστάνουν δημιουργώντας πλήρες και οριστικό γόρδιο αδιέξοδο για τον εγκλωβισμένο νεαρό βλάκα που επιπλέον δέχεται την πότε αναίσχυντα ερωτική και πότε ύπουλα μητρική επίθεση—πάντως ουδέποτε εγκρίτως λάγνα— πορνικών λουλουδόπαιδων. Ανάμεσα σε φωτιστικά σώματα-φούσκες, γεμάτες ελαιώδες υγρό όπου αναδύονται-καταδύονται εμφιαλωμένα υποσυνείδητα για να φωτορυθμίσουν με φωτορυθμικό μπιτ νόμιμες με παπά και με κουμπάρο παστάδες,— ανάμεσα σε σμυρνέικα πιώματα και φίλτρα εστίρ, ντεμέτ και μαχαίρια τέχνης άθαμε για χάραξη κεριών, κύκλων προστασίας, κατεύθυνση ενέργειας και λοιπές σχετικές εργασίες έντασης ηδονής, σε φιδόνερα, ταμπακόνερα, σαραντακύματα νερά κι αμίλητα, φεγγαρόνερα γενικής χρήσης, με τη μαγική βούληση του Κλίνγκσορ τα λουλουδένια φαντάσματα του τέως ανθοπωλείου μεταμορφωμένα σε λουλούδινους βρυκόλακες, ολάνθιστες αχαλίνωτες βασσαρίδες περιοδεύοντος μολδαβικού πορνείου, ρουφούν το αίμα του Πάρσιφαλ. Οι μάγοι επέστρεψαν δριμύτεροι. Απομάγευση δεν προβλέπεται.
ΚΛΕΙΣ
Πάρσιφαλ: Η γνωστή, τελευταία όπερα του Ρίχαρντ Βάγκνερ (πρεμιέρα 26 Ιουλίου 1882 στο Μπαϊρόιτ). Ο επώνυμος άδολος άγνωρος ήρωας αναδέχεται ανεπαισθήτως μια αποστολή ιερή που ο τελικός σκοπός της παραμένει άδηλος και αδήλωτος. Άγνωστο αν ίσως πρόκειται να άρει τις αμαρτίες του κόσμου. Στο μεταξύ, ο πρόχειρος στόχος είναι διάφορες πρόσκαιρες και καθαρά λειτουργικές συμβολικές επιτεύξεις όπως η θεραπεία μιας ανεπούλωτης πληγής, η ανάκτηση της (φαλλικής;) ιερής λόγχης που τρύπησε το πλευρό του εσταυρωμένου, η αποκάλυψη του εκθαμβωτικού ιερού δισκοπότηρου. Σε όλα αυτά εμποδίζεται διαρκώς από την άγνοιά του μα κυρίως από τη μοχθηρία του μάγου Κλίνγκσορ (πεσόντος εν αμαρτίαις λαγνείας ιππότη) που επιδιώκει να τον αποπροσανατολίσει απ΄ την αγιότητα οδηγώντας τον στην αμαρτωλή απώλεια μέσω ενός θηλυκού δαίμονα, της χαμένης θηλυκής ψυχής της Κούντρι. Όμως παρόλο που μέχρι και την τελευταία σκηνή ο Πάρσιφαλ «που η βλακεία του τον προστατεύει» (όπως προσφυώς παρατηρεί ο Κλίνγκσορ στην Κούντρι) και «στέκεται ακούνητος χωρίς να έχει πάρει χαμπάρι» (έτσι τον ψέγει απελπισμένος με την ασχετοσύνη του ο καλός ιππότης Γκούρνεμαντς) από τα φοβερά άχραντα μυστήρια που ξετυλίγονται μπροστά του, προικοδοτείται εν κατακλείδι από μια φωνή απ’ το υπερπέραν με την υπέρτατη γνώση—αυτήν που πηγάζει απ’ τη θυσία και τη συμπόνοια, και «Απ’ τη συμπόνοια γνωστικός γίνεται αυτός ο άδολος κουτός». Μια από τις κρίσιμες στιγμές του πεντάωρης έως και εξάωρης διάρκειας μουσικού έργου είναι όταν η Κούντρι στο προοίμιο ενός ρευστοσυνείδητου αισθηματικά μονολόγου, όπου το αγωνιώδες πληθωρικό ερωτικό αίσθημα προσφέρεται σε μητρικό περιτύλιγμα και τούμπαλιν, καλεί τον ήρωα πρώτη φορά με το όνομα «Πάρσιφαλ», κι αυτός, που θεωρεί τον εαυτό του «ανονόμαστο» αποχτάει την πρώτη του ταυτότητα ενθυμούμενος πως κάποτε, σε ένα όνειρο, έτσι τον είχε φωνάξει η πεθαμένη πια μητέρα του.
Στην όπερα έχουν εφαρμοστεί όλα τα δυνατά ερμηνευτικά σενάρια*: απόπειρα εξαριανισμού της χριστιανοσύνης, αντισημιτικό προπέτασμα, ρατσιστική υπεκφυγή του χειρότερου είδους, ομοφυλοφιλική ομοερωτική μισογυνική φαντασίωση φεν ντε σιεκλ, πρόδρομη φιλοναζιστική προσομοίωση· πολύπλευρη ψυχογραφία μιας διαβατήριας τελετής για το ταξίδι της ψυχής από την άγνοια στην ωριμότητα, από το σκοτάδι στο φως.
Μουσικά, είναι, και παραμένει, επίτευγμα τόσο πολυσύνθετο και συναρπαστικό που οδηγεί στην κατάρρευση και τη γελοιοποίηση κάθε απόπειρας εξωμουσικής ερμηνείας. Τόσο γόνιμο και ολιστικό ώστε να μπορεί να ιδιοποιηθεί και να συμπεριλάβει και το συμβολισμό των λειτουργιών και του εν μέσω παντοίας ελληνικής κρίσης τέλους της Λέσχης του δίσκου, ενός καταστήματος δίσκων κλασικής μουσικής στην οδό Ακαδημίας, στο κέντρο της Αθήνας, που έδρασε από το 1966 ως το 2011.
(*) Στα 1905, ένας από τους βιογράφους του Βάγκνερ, ο Τζον Ράνσιμαν, χαρακτήρισε τον Πάρσιφαλ «καταστροφική και μοχθηρή όπερα» συνοψίζοντας την υπόθεση ως εξής: «Ήταν ένα μοναστήρι, στην Ισπανία, στο Μονσαλβάτ, και ο ηγούμενος αρρώστησε βαριά επειδή τον είδαν με γυναίκα. Με τα πολλά, τον σώζει ένας νεαρός—ορθώς «ηλίθιο» τον αποκαλούσαν—που δεν άντεχε ούτε τη θέα γυναικός. Τι σημαίνει το όλον—η γκροτέσκα παρωδία του Μυστικού Δείπνου, ο θάνατος της τελευταίας γυναίκας του κόσμου, η λόγχη που προκάλεσε την πληγή του αβά και εν τέλει τον θεράπευσε—δεν είναι ζητήματα που θα εξεταστούν εδώ. Υπάρχουν σημεία στη μουσική που είναι ωραία.»