Πολλά πράγματα δεν καταλαβαίνω τελευταία, όμως το πιο εκνευριστικό αφορά την μειωμένη έως καθόλου χρήση της τεχνολογίας για τη λύση του πολιτικού προβλήματος. Βρισκόμαστε σε ένα αρκετά προχωρημένο τεχνολογικά σημείο ώστε να συζητάμε για κβαντικούς υπολογιστές και να θέτουμε ηθικά ζητήματα σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη, μπορούμε να πραγματοποιήσουμε ασύλληπτους υπολογισμούς σε δευτερόλεπτα, να παράγουμε από προϊόντα μέχρι κείμενα εξ’ ολοκλήρου από μηχανές, να επικοινωνούμε, να δουλεύουμε, να σπουδάζουμε χάρη στην τεχνολογία και σε αρκετές περιπτώσεις να εμπιστευόμαστε ακόμη και τις ζωές μας σε αυτήν. Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι γιατί όλη αυτή η γνώση σνομπάρεται τόσο πολύ επιδεικτικά όταν αφορά το κόμμα που ψηφίζουμε, την πορεία μιας χώρας, τα αποτελέσματα κάθε κυβέρνησης και εν τέλει το iq των ψηφοφόρων.
Θα ήθελα πάρα πολύ, πέρα από την περιβόητη diavgeia -που με τόση χύμα πληροφορία μάλλον tholoura θα έπρεπε να λέγεται- να δω και λίγη φιλτραρισμένη πληροφορία και αντικειμενικά δεδομένα και συμπεράσματα που δεν θα μπορεί κανένα κόμμα να επηρεάσει, να αλλάξει ή να διανείμει όπως το βολέψει, αλλά που.
Η ερώτηση για παράδειγμα, “πώς τα πήγε ο Δήμος Τάδε την τελευταία διετία” θα μπορούσε να είναι μια ενιαία ολοκληρωμένη έκθεση δημοσιευμένη κάθε διετία και φτιαγμένη αυτόματα από προγράμματα που θα φιλτράρουν, θα υπολογίζουν και θα συνθέτουν κάθε πληροφορία που θα αφορά την περίοδο διακυβέρνησης ενός δήμου. Και θα γίνεται για όλους τους δήμους, σου αρέσει ή όχι.
Το συμπέρασμα πως ο Δήμος Τάδε τα πήγε “καλά”, “πολύ καλά”, ή “τραγικά” δεν θα είναι απλά η αίσθηση ενός πολίτη ανάλογα την προσωπική του εμπειρία, ούτε τα λόγια ενός πολιτικού ανάλογα το κόμμα που ανήκει. Δεν θα είναι ακόμη, η γνώμη ενός δημοσιογράφου που το κανάλι του έχει συγκεκριμένη γραμμή, ούτε μια εν μέρει ερμηνεία των αριθμών από έναν τεχνοκράτη. Το συμπέρασμα “καλά” ενός τέτοιου προγράμματος αξιολόγησης, θα έχει από πίσω του συγκεκριμένη μεθοδολογία και κριτήρια για να προκύψει, όπως γίνεται για παράδειγμα τόσα χρόνια με τα προγράμματα αξιολόγησης των ιδρυμάτων εκπαίδευσης παγκόσμια. Για να μπει ένα ίδρυμα εκπαίδευσης στα δέκα καλύτερα του κόσμου πρέπει να έχει επιτύχει πολύ συγκεκριμένους στόχους. Και δεν μπορεί ούτε να ξεγελάσει, ούτε να “πειράξει” απολύτως τίποτε από τη διαδικασία αυτή.
Αν καταφέρναμε λοιπόν και “τρέχαμε” ένα ανάλογο πρόγραμμα με κοινά συμφωνημένα κριτήρια για τα κόμματα, για κάθε πολιτικό και για τις τοπικές αυτοδιοικήσεις, τότε τα αποτελέσματα κάθε κυβέρνησης από την αρχή της ιστορίας μας μέχρι σήμερα, πέρα από άκρως ενδιαφέρον εγχείρημα, ίσως έκαναν τη χρήση της τεχνολογίας στην ακριβή και αντικειμενική αξιολόγηση της πολιτικής απαραίτητη και επιτέλους κάτι να άλλαζε.
Ως άνθρωποι το έχουμε πολύ ανάγκη αυτό, διότι ίσως έτσι αρχίσουν τα πράγματα να παίρνουν λίγο πιο ρεαλιστικές διαστάσεις στα κεφάλια μας. Χρειαζόμαστε να συνδέσουμε ξανά τις έννοιες και τη λειτουργία της πολιτικής με τον πραγματικό κόσμο. Γιατί από εκεί ακριβώς καταλήγω, πως ξεκίνησε το μεγάλο και άλυτο σημερινό πρόβλημα των παράλληλων κόσμων που συνυπάρχουν στην Ελλάδα. Οι λέξεις και οι έννοιες έγιναν τόσο λάστιχο για να χωρέσουν στα παράλογα μέτρα και σταθμά κάθε απίθανου, με αποτέλεσμα να μην έχουν πια κανένα αντίκρισμα στον πραγματικό κόσμο.
Ο καθένας σήμερα μπορεί να είναι αποτελεσματικός, χρήσιμος, ποιοτικός, ελλιπής και καταστροφικός, ακόμη και ταυτόχρονα. Και να μην τρέχει και τίποτα. Ακριβώς επειδή όλα αυτά πλέον στα κεφάλια μας, δεν σημαίνουν απολύτως τίποτε. Δεν μεταφράζονται καν σε κάτι θετικό ή αρνητικό, ή τέλος πάντων, όχι σε όλους και όχι για πολύ. Και σίγουρα όχι με το ίδιο βάρος. Άλλη γλώσσα μιλάμε και χτίζουμε μόνοι μας τον Πύργο της Βαβέλ βομβαρδίζοντας ο ένας τον άλλον με λέξεις. Οι πιο πομπώδεις νικούν για λίγο και μετά ψοφάνε για πάντα. Όσες φορές κι αν τις ξανακούσεις δεν σημαίνουν απολύτως τίποτε. Έχουν καεί. Οι μόνοι νικητές στο παιχνίδι αυτό είναι όσοι χρησιμοποιούν πιο συχνά, τις πιο πολλές νέες λέξεις. Κρύβονται πίσω τους καθώς αυτές καίγονται και οι υπόλοιποι χάσκουμε σε ένα πυκνό σύννεφο ό,τι ‘ναι υποθέσεων, συμπερασμάτων και προσμονής. Αρκεί λοιπόν κάποιος να ορίσει ξανά τις έννοιες, με πολύ συγκεκριμένες ερμηνείες.
Ίσως εάν ένα πολύπλοκο σύστημα ορίσει με δεδομένα τί είναι “καλός”, “μέτριος”, “αποτελεσματικός” και “αναποτελεσματικός” από την αρχή, ίσως μάθουμε να τα χρησιμοποιούμε σωστά. Κανείς δεν θα μπορεί να αμφισβητήσει αλλά ούτε και να υπερεκτιμήσει πια το “πολύ καλά” ενώ η έννοια αυτή δεν θα πια είναι αόριστη, ούτε θα μπορεί κάποιος να την πει ειρωνικά ή υποτιμητικά για να κερδίσει εντυπώσεις. Το “καλά” θα είναι καλύτερο από το “μέτρια” για πολύ συγκεκριμένους λόγους που κανείς δεν θα μπορεί να αμφισβητήσει ή να κάνει λάστιχο.
Κι αν όλη αυτή η διαδικασία φαίνεται περιττή, ή μάλλον μπελαλίδικη για να ασχοληθεί κανείς, τότε ίσως έχω ένα πιο ισχυρό επιχείρημα. Η άσκηση της πολιτικής δεν θα είναι προνόμιο πλέον, μα πολύ σκληρή εργασία. Ο πολιτικός θα αποκτήσει συγκεκριμένο job description με αληθινούς και πολύ δύσκολους στόχους και ό,τι στοίχημα θες, δεν θα προλαβαίνει -ή δεν προβλέπεται- να δίνει τις μάχες αποκλειστικά στην επικοινωνία. Τώρα που το σκέφτομαι, η επικοινωνία δεν θα χρειάζεται καν να βρίσκεται ανάμεσα στα κριτήρια της αξιολόγησης. Όμορφος κόσμος, ηθικός, μηχανικά πλασμένος.