Ο Θρήνος του Σεναχειρήμ
28-05-2020

Το 1261 ένας στρατηγός της Νίκαιας περνούσε με ένα φουσάτο Κουμάνων έξω από την Φραγκεμένη Κωνσταντινούπολη, και μαθαίνει πως το τείχος είναι τρύπιο και οι Φράγκοι για το ανάθεμα. Μπουκάρει λοιπόν, καταλαμβάνει την Πόλη και στέλνει μήνυμα στην αυλή της Νίκαιας. Όλοι χαρήκανε πολύ και μόνον από ένα σπίτι, του Σεναχειρήμ, έβγαινε ξέχειλος ο θρήνος και ο κοπετός. Ο άνθρωπος φρόντιζε τα άσπρα, τα φλουριά και τα πέρπερα του Έθνους, ήτονε συβουλάτορας. Και έστησαν αφτί και άκουσαν τον πόνο του «Ιώ, Ιώ, πύπαξ επάθομεν, φίλαι κεφαλαί! Η Πόλις ανεκτήθη και τώρα τίποτε καλό δεν μας περιμένει, τώρα που πάρθηκε.»

Αμάν, πλακώνουν λεφτά. Για ανάπτυξη και άλλες μάντολες. Πληθυσμοί, ορμήξατε. Οι κυβερνήσεις είναι μπόσικες, οι αντιπολιτεύσεις έχουν τα αιτήματα, ορμήξατε, γιουρντίξατε, λάφυρα είναι, χαμένα λεφτά, ούτως ή άλλως θα τα φάνε αυτοί που έχουν κι άλλα, παραπονεθείτε, πείτε πως θα ψηφίσετε το κόμμα των κυνηγών, κλάψτε, γογγύστε, φτύστε στο στόμα των σκιτζήδων και των «λογικών», εν ανάγκη γδάρτε κανέναν στο Σύνταγμα και χαθείτε στο οργισμένο πλήθος.

Δημόσιο, μη μου πειράξετε. Δώστε παντού. Όπως ο Κατσαρός ο γέρων, λαλεί «δώσ’ στους μπάτσους μ΄αρχοντιά/ κι άνοιξε τον μπεζαχτά». Όλοι να λάβουν αντίδωρο στο συμπόσιο του πείσματος και της πίστεως. Επιδοτήσατε, φαιδρυνθήτω η μούγκλαβος μούτσκα υμών, χύμα και γιάγμα όλα. Να χαρεί ο Κουντουριώτης εκ του τάφου και ο Πετρόμπεης και τα ασημοκαπνισμένα καριοφίλια των καπεταναίων, που είδε ο Φίνλαιης και θάμαξε!

Αλλά μπα. Είστε δύο αιώνων ικανοί να ξοδιάζετε, διότι στραβοκοιμηθήκατε μισώντας ακατάσχετα τον όποιον γείτονα. Και με λεφτά και με χωρίς λεφτά, άλλον δρόμο δεν γνωρίζουμε πάρεξ το «δώσε», ενώ τριγύρω μας το ερώτημα της Σφίγγας δεν έχει αλλάξει, χιλιετίες τώρα:

«Μασάει η κατσίκα ταραμά;»

Πείτε το «όχι» γαμώτη μου, να προχωρήσουμε κάνα ρούπι.