Ο θεατρώνης ή στα πρόθυρα μιας μηδενομαχίας
04-03-2019

Θα ήθελα να έχω αργαλειό να περιγράψω εκλογές ωσάν Βατερλώ ή τάπητα του Bayeux, αλλά μπερδεύτηκα με τα στημόνια. Ενθέτω λοιπόν αυτά που υποθέτω πως θα ενέπνεαν έναν μεσαιωνικό τροβαδούρο, προκειμένου να συνθέσει μια «μηδενομαχία».

Η πλευρά του Δομένικου Μετζοτόκκη

O Kυριάκος Μητσοτάκης έφτιαξε μόνος την προσωπική του κόλαση. Ο πατέρας του την πάτηκε από τον Σαμαρά. Αυτός στηρίχτηκε στον Σαμαρά. Η Δεξιά δεν είναι μόνον Σαμαράς- Μητσοτάκης- Καραμανλής και τα παράγωγά τους. Δεν τυποποιείται τόσο αδρά και αναμενόμενα. Η ιδιότυπη αυτή τριανδρία, ελάχιστα συνυπήρξε in real time. Αλλά την μνημονεύω τιμητικά, αγνοώντας επίτηδες πως η παράταξη αυτή, αν δεν της επιβληθεί κάποιος «δυναμικός» (καθώς πιστεύουν στον μεταφυσικό χαρακτήρα της «δύναμης» ως εργαλείο πειθούς των αργόσχολων) έχει την συναρπαστική γεύση των κολλύβων, και του κολλάνε την προσηγορία του Χαλβά.

Όλα τα κόμματα που ευαγγελίζονται κυβερνησιμότητα, πρέπει να διαθέτουν δεξιά, κεντρώα και αριστερή πτέρυγα. Την δίδαξε ο Μιλτιάδης στον Μαραθώνα. Πύκνωσε τις ακραίες πτέρυγες και αδυνάτισε συνειδητά το κέντρο του, περιμένοντας να νικήσουν οι δαγκάνες αυτού του καβουριού. Η στρατηγική υποχώρηση του Κέντρου τιμήθηκε και στη Χαιρώνεια, και σε πολλές ακόμη μάχες. Οι Μακεδόνες τότε αναρωτήθηκαν καθώς υποχωρούσαν μπροστά από  τους βλακωδώς προελαύνοντες Αθηναίους: «έως που νομίζετε θα μας κυνηγάτε;» «Έως τη Μακεδονία» καυχήθηκαν αυτοί.

Αποτέλεσμα: τους πλευροκόπησε το ιππικό του Αλέξανδρου και χάθηκε στοιχηδόν ο Λόχος των ιερών Εραστών της Θήβας. Και γύρισε τούμπα η κατάσταση. Οι Αθηναίοι ξεκίνησαν ένα φευγάκι με πρώτον τον Δημοσθένη. Ήταν τέτοιο το φευγιό, ώστε ο μέγας ρήτορας, όταν σκάλωσε ο μανδύας του σε ένα θάμνο στους λόφους της Φυγής, νόμισε πως φρενάρισε επειδή τον τσάκωσε ένας Μακεδόνας. Οπότε ανέκραξε «ζώγρει μοι» («παραδίνομαι καλέ!»)

Αριστεροδέξια

Να διακρίνουμε λοιπόν το «αριστερά, κέντρο, δεξιά» της Πολιτικής, από τα ομώνυμα και ομόηχα της Στρατηγικής. Ο Μητσοτάκης ακολούθησε την οδό των αδικαίωτων ερώτων. Ζήτησε εκλογές, πριν καταλάβει τι είναι οι εκλογές. Στέλνοντας μπουμπουνοκέφαλους Σαμαρικούς κατάφρακτους με σύστημα-μπουλούκι, να πατήσουν το κάστρο της Ωριάς αβάδιστα, ανεπίληπτα, εκδικητικά.  Σαστισμένοι οι συμπολεμιστές καραμανλικόφρονες, έμειναν με τις κορύνες και τα φλάμπουρα στο χέρι.

 Ένοπλοι οπαδοί του Κυριάκου, δεν υπήρχαν. Αλλά ο Κυριάκος είχε μεγάλο σόι-ήταν η τελευταία μεγάλη φαμίλια σε αυτά τα μέρη, μετά τους Βάρδες και τους Χωματιανούς και άλλες φάρες. Αναγκαστικά, συγκέντρωσε γύρω του τους Ντορήδες (οπαδούς της Ντόρας) Αξιονάδες (συσσωματωμένους της Action Aid) και Μπακογιαναίους (που μάζεψαν και δευτεροξάδελφα από άλλες κατούνες) για την φρουρά των Ικανάτων.

Το φουσάτο αυτό, παρά τα λιλιά και τα παράσημα, ήταν τυπικό ρεμπέτ ασκέρι. Μένοντας αργοί οι βαρύθυμοι Καραμάνλαροι, παζάρευαν λεμπλεμπιά και καρδιόσχημα δωράκια με κάτι ρέμπελους της άλλης όχθης που είχαν προσληφθεί από τους οχτρούς τους ως δεξιά προκάλυψη και τους έλεγαν Ανελίστας ή «Ψεκάστε μας και άστε μας, άστε ντούα δγιότι» κατά την αγαπημένη έκφραση του Τζουμπέ. Οι Μητσοτάκιοι ήταν περί το άρμα του Αρχηγού των, οι Σαμαρικοί αφέθηκαν με σκουριασμένα και παμπάλαια όπλα να προελαύνουν, στραβοκοιτώντας ο ένας τον άλλον.

Οι «άλλοι»

Η άλλη παράταξη σχηματίστηκε από μια μαγιά που δεν είχε πήξει την γιαούρτη της, καθώς προέρχονταν από τέως αναθεωρητές (που όταν ο επίσημος αναθεωρητισμός έδειχνε ξοφλημένος, αναθεωρούσε τον εαυτό τoυ) και αδικαίωτους νοσταλγούς του Ανδρίσκου, των αγωνιστών του 21, και θεωρητικάντζες που είχαν πάρει στο λαιμό τους τους Μούρζουφλους και τους Σκυλοσόφους, γνωρίζοντας επικές πλην θερμουργές ήττες.

Η ανάδειξη ενός αρχηγού με όλα τα χαρακτηριστικά της λογικής των στερεοτύπων ( «να βάλουμε έναν πιτσιρικά να μας ξελασπώσει») ήταν η αιτία και η αφορμή ενός αυτοεκκαθαριζόμενου στρατού. Κοντολογής, από κόορτη μιας σέχτας που ξόδευε αφειδώλευτα το σάλιο της με θεωρητικούρες, κατέληξε να μη ξέρει πού να στεγάσει τους νεήλυδες στην Μόρια της.

Ήταν η πρώτη φορά που ο ασιατικός τρόπος παραγωγής άλλαξε τα δεδομένα. Ο Σύριζα άνθιζε εκ των κάτω. Πολέμαρχους δεν είχε, μια δεξιά πτέρυγα της συμφοράς που διέθετε, υπό τον αρματολό Κουβέλην, την ξεφορτώθηκε, κι αυτό της έλειψε δραματικά (η δεξιά πτέρυγα, όχι ο Κουβέλης) αλλά τους ξαναπήρε κοψοχρονιά, άοπλους βέβαια, αλλά κάποιος έπρεπε να καθυστερεί τα δρεπανηφόρα και τους ελέφαντες με τα σλιάκατα και τα εμετά του. Το δεξιό του κέρας το μπάλωσε προσλαμβάνοντας κάθε πουλί πετούμενο (και πεταμένο) με μόνη προδιαγραφή να χορέψουν «το βαλς των χαμένων ονείρων».

Καθώς οι πρωτόγεροι μετά βίας έφευγαν από τα καφενεία τους, την αιωνία Καθέδρα των κεκρακτών «μωρε δώστε μου δύναμη και θα δείτε πως κυβερνάμε τα νομιστεράκια» προσέλαβε πρωτοπαλλήκαρα από τα λίντλ, κάτι ορίζουσες, κάτι συνιστώσες, κάτι βηματιστές πόλεων της Ανέλπιδης Εξέγερσης, κάτι ασύμβουλους συμβούλους πάντα με σχέση φιλική ή γκομενική ή προσηλωτική στον μπέμπαντά της,  όμως αυτοί ήξεραν κάτι που οι περπατημένοι παλαίμαχοι στις μάχες, αγνοούσαν: ήξεραν να πυροβολούν με πιστόλες φωτοβολίδων, σημαδεύοντας στ΄αρκίδια κατευθείαν.

Επίσης, καθώς δεν είχανε αρματωσιές με εμβλήματα, χώνονταν ντυμένοι καραπασόκοι στις χωσιές, όπως εχάθη η Δαλματία από κάτι Σκλαβήνους. Δυο χρόνια πριν το απάλε, άρχισαν συνταξιούχοι μαγνάτοι να προσέρχονται με τα λερά σουσάνια τους στο κάλεσμα, και όταν ήμαθαν πως οι συρίζοντες Δρυίδες τους εβάπτιζαν μέσα σε μαγικά σερμπέτια, υποσχόμενοι αθωωτικούς παραδείσους, πλήθυναν ανάμεσά τους οι σκατωμένοι εκ φρικτών παρελθόντων μισθοφόροι.Υπήρξα έμπυρος λάτρης της νεότητός των συμπαθούντων, αλλά εκτιμώ πως ατύχησαν. Αγωνίστηκαν «να μη είναι ΠΑΣΟΚ» μια ζωή και τώρα, βγαίνοντας από την βρεφοδόχη, ανακάλυψαν πως ο αγώνας τους ήταν για τα παναΰρια.

Κοντολογής, άρχισαν με «Μικρό Ήρωα» και «Μάσκα» για την εγερτική Αφήγηση, και βολεύτηκαν με ένα τεύχος του «Αστερίξ», όπου όμως δεν πρωταγωνιστούσαν ο Ευτραφής και ο Έξυπνος, αλλά ο Κακοφωνίξ και μια γειτονιά από Μιμίνες.

Απ΄όλες τις μάγκες και τα συβούρβουλα της χώρας, ήρχοντο, εβαπτίζοντο και εγένοντο πυρροί και αδέκαστοι, όχι με πολεμικά συνθήματα ,αλλά υπό φλάμπουρο με γεγραμμένο το δοξαστικό «δε γαμείς, θα πάμε».

Εξέλιξη της στρατολόγησης

Ο στρατός που πλάστηκε με τον τρόπο αυτόν, ενισχύθηκε από μεταγραφές: μπερσέκους, αταμάνους, σαγουδάτους ρηγάδες, ορεσίβιους τσιπλάκηδες και σαμουράηδες, τοξότες με βαμμένα κόκκινα αφτιά (για να λαθεύουν οι βαλλίστρες) και επίτηδες χωρίς άλογα (τα έτρωγαν). Όσοι βαρυότανε η φοβότανε, έμεναν στον άσσο και ξενυχτούσαν στα ειρηνοδικεία, ως μάρτυρες του Ορτζονικίτζε κι όταν οι πλειστηριασμοί έγιναν ηλεκτρονικοί, πέρασαν στα οράματα της Κλάρα Τσέτκιν.

Έμοιαζαν τόσο ακίνδυνοι που ο Κυριάκος πίστεψε το ανακριβέστατο ρητό «το ψέμμα έχει κοντά ποδάρια» και επίσης πως «οι ιππότες, κατά τις Ασίζες, δεν καταδέχονται να βαράνε πεζικάριους». Ώσπου να ξεκινήσουν οι αψιμαχίες της Πελαγονίας (όταν οι μαγνάτοι με τους θυρεούς κόλλησαν έφιπποι στις λάσπες και οι ξεπουπουλιασμένοι τους έσφαζαν ανοίγοντας με κονσερβοκούτι τις λαμπρές πανοπλίες τους) ο Κυριάκος ήταν πεπεισμένος πως το σύνθημα «εκλογές, οh yes, ογιέ, ογιές» αρκούσε για να διαλυθούν οι ενάντιοι.

Όταν έσφιξαν οι προθεσμίες, και τα στρατά έπιασαν τα γεφύρια, ίνα κλάσωσιν αμοιβαίως εκατέρων τα αρκίδια, οι Κυριάκοι είδαν εμβρόντητοι πως οι αγράμματοι, πατραλοίες και ανεκδιήγητοι αντίπαλοί τους, κυκλοφορούσαν από αντισκήνου σε αντίσκηνο φέροντες την εικόνα της αρχοντίσσης των Εστιάδων Πινζεώνας, που Περιστέραν αποκαλούσαν οι λαοί, ψηφιδωτήν σε κάμπον χροιακόν, μετα της επιγραφής «Η  τας Κυβερνήσεις απαρέσκουσα, άνευ Εξουσίας». Το τροπάριον εν τοις παβουγαδοίς ήτο ήχος πλάγιος β΄,στα δυτικότροπα ακούσματα ήτο μοτέτα συνταξιούχων δημιουργών του καναλιού της Βουλης και τινων Ερταίων.

Στην πομπή, υπήρχαν Ενετός προτήκτωρ, Αλανός καγκελάρης, Βουργουνδός μέθουας πλην επιδραστικός και ο Προέδρων των υπερατλάντων αμερικάνσκι,Τράμπων  ο πυρρός, φέρων πτέρωμα των Κομάντσι. Είχον δε μαζί των ουαναμπί Τραπεζίτας, ους Μηκυωνίους καλεί η αγοραία μούσα, αμη και Γόνους αλληλέγγυων, όλους καταλλάκτας, τυρβάζοντες περι την κουλτούραν του τέως Νέου Ελληνικού κινηματογράφου.

Δημηγορίες

Είτα, προ της μάχης, οι θάνηδες, οι κουροπαλάται, οι μουτεσαρίφαι, οι κλιβανάριοι και η πλέμπα ήκουσαν τους λόγους των ηγεμόνων, και ο Δομένικος Μετζοτόκκης εξεφώνησε σε ήχον πλάγιον νευροφυτικόν τα εξής, των λαών αντιφωνούντων εν παρενθέσει:

Εκλογές (οh yes οh yes οh yes)

Πεθυμώ (με θυμό, με θυμό, με θυμό)

Μια οργιά (ογια, ογια , ογια)

Τον εχθρό (ζντρο, ζντρο, ζντρό)

Να κοντήνω (μα τον ά- μα τον άγιο Κωνσταντίνο)

Απέναντι, ήτοι καρσί στο έμπεδον, μαγεμένοι οι λαοί άκουγαν τον Νέον Χαβαλέν επι άρματος, χαλαρόν στα όρια της απαθείας, με φορεμένο χαμογέλιο και σπαρίλαν εκ πεποιθήσεως, που τόνωνε το ηθικό λεγόντων των πολλών «άμα αυτός είναι αμέριμνος, παναπεί πως καλά πάμε και να καούν τα κάρβουνα, να συγκάπσωμεν τους νεοφασίσται , τους πινοτσέτους, τους τσέτες της μοχθηρής ανεμώνης,  και τους αντιδραστικοί» Και η νέους, ο νεοσύλλεκτος στο φανταρί ιδιόλεκτον, είπεν τα εκσής, σε παρένθεση αι ιαχαί:

 

Αναστάσεως ημέρα (φύσα αγέρα, φύσα αγέρα)

Θα τους σκίσωμεν αντάμα (δεν υπάρχει ο Ομπάμα!)

Κοβοντάς τον αμανέν (στρώνοντας και το σεμέν)

Και μας έρχονται Συμμάχοι (με ταμάχι, με ταμάχι)

Απ΄την πράσινη κοιλάδα (Ώ Ελλάδα, ώ Ελλάδα)

«Οψόμεθα εις Φιλίππους», ανκαι κάπως δύσκολο, λόγω κοινού γλαυκώματος.

Πριν εξελιχθεί η καγκέλωσις των εγκεφάλων και στερηθεί η χώρα τέτοια σαΐνια, μερικοί και από τις δύο παρατάξεις, με κοινό γνώρισμα ότι τους φέρονταν σαν ατσίγγανους, έκαμαν έλεγχο των όπλων και σάστισαν: τα βέλη ήσαν από κερί και έλυωναν, οι σφαίρες ήταν άσφαιρες, οι πανοπλίες σαν κρητικά γεφύρια και ο πόθος της νίκης δεν μπορούσε να συγκριθεί με την περικάβλωσιν πάντων ενώπιον ψησταριάς και της κνίσσης αυτής, μήτε με την παντοδυναμίαν των ντιλιβεράδων που έτρεχαν ακάματοι, με ολίγας απωλείας, μεταφέροντες κινόα και σούσι, αμη και υπερεξογκωμένα ψώμματα, φαινόμενα κοινόχρηστα σε αμφότερα τα μιλέτια και τα ασκέρια.

Η μάχη θα εδίδετο μεν, αλλά κανένας δεν ήθελε να νικήσει, καθώς οι πληροφορίες για φούσκες  φυσικού αερίου εν Μεσογείω και η υποχρέωσις των νικητών να εκτρέφουν ολήνα την πλέμπαν των άλλων, διαπερνούσε το ηθικόν των ανδρών και ανέτρεπε τας ηχηράς ελπίδας.

Γι’ αυτό και οι ηγεμόνες, αντί να συντάξουν την διαθήκην των, προτίμησαν να αναθέσουν στα εξαπτέρυγα αυτών, να ετοιμάσουν για τον καθένα χωριστά, από δύο οργανικές δηλώσεις: μία επινίκιον και μία μονωδία της πιθανής ήττας των, που θα έκλειναν με αναμενόμενες μπαρούφες, είτε «η νίκη δεν θα μας κάνει υβριστές», είτε «θα συνεχίσουμε τον αγώνα, τον θεόν μπάρμπα να έχουτε».

Τα δύο κείμενα συντάχθηκαν και βρίσκονται στα χέρια μου. Είναι πανομοιότυπα και έχουν την έγκρισιν αμφοτέρων των Ηγητόρων. Διότι όλα τους ενώνουν, τίποτε δεν τους χωρίζει, αφού ο σκηνοθέτης είναι ο ίδιος, το σκηνικό ξηλωμένο από την ίδια παλαιά παράσταση, οι κριτικοί έχουν έτοιμη την κριτική και όπως πάντα, ο μπακλαβάς γωνία.

Και μη τολμήσετε να διατυπώσετε τας μεταξύ των χαώδεις διαφορές, διότι ο θεατρώνης είναι ένας, δεν υπάρχει αντικαταστάτης του, αυτός πληρώνει τον λογαριασμό και κόβει ό,τι του γουστάρει.

Και γιατί τα έχω αυτά στα χέρια μου; Διότι κοντεύω να χάσω μόνο το ένα μου μάτι, ενώ το άλλο, το γλυτώνω. Άρα μπορώ ακόμη να γράφω να διαβάζω και να θυμάμαι, ιδιότητες που οι αντίπαλοι, στην βαβούρα των προετοιμασιών, έχουν απωλέσει.