Magnus ab integro saeclorum nascitur ordo (and the majestic roll of circling centuries begins anew) ΒΙΡΓΙΛΙΟΥ ΕΚΛΟΓΗ 4,5. Στίχος αποτυπωμένος και στο αμερικάνικο δολάριο.
Παράκληση ο αβέβαιος επισκέπτης αυτών των άυλων σελίδων να σταθμεύσει για λίγο στο σύνδεσμο του τίτλου Βήματα στο χιόνι—σαν αποδημητικό πουλί που σταθμεύει στα σύρματα του ηλεκτρικού πριν απ’ το ταξίδι.
Αυτές οι κοντές, νυχτερινές, κακορίζικες μέρες· πιο ευπρόσδεκτες άμα τελειώνουν, παρά σαν ξημερώσει· όταν το σούρουπο, σπεύδοντας απ’ τις πέντε το απόγευμα, να κλείσει λογαριασμούς, απορρίπτει κατεπείγοντα αιτήματα φωτός· και κανένας γύρω δεν τα καταδέχεται· καμιά φωτεινή φαντασμαγορία δεν περισυλλέγεται· καμιά αναγκαία φωτεινή θρησκεία δεν εξυφαίνεται· κανένα φωτεινό πέρασμα πολιτικής παραμυθίας δεν θρυλείται, —κανοναρχούνται από τα κλαυθμηρίζοντα γκρίζα του κλειστού ουράνιου θόλου, χωρίς ανακουφιστικές εξόδους στην γαλανή αχάνεια τού οπίσω και πρόσω αιώνος. Βγαλμένες από βαριές κι ασήκωτες ελαιόπηκτες παλέτες, όπου αποξεχάστηκαν σκουριά και μούχλα αιώνων μνημειακής αιθάλης του βλέμματος, πανωβλέπουν καχύποπτα απ’ το κάδρο κάθε τονική μετάβαση προς τον κόσμο του ανεκτικού μειδιάματος. Τα μόνα στοιχεία λυρικής άνοιξης που εισφέρουν ένα ασημένιο ρέλι στους πυκνούς μελανίες των ουρανών και των τυφλών δρυμών τους το ατσάλι, είναι, πότε πότε, καθυστερημένη υποψία υγρόηχου τραγουδιού ολιγάνθρωπης πολυφωνίας ξέψυχων γρύλλων, που ασκήτεψαν στα μουσκεμένα θάμνα και στη θυμωμένη γύμνια των δεντροκορμών· ή τα λίγα εκείνα καρτερικά ροζάρια, που τα ξεκουκίζουν με το ράμφος τους, αραιά ερημοπούλια προτού κουρνιάσουν στις φιλέρημες μονιές τους:
[Ο κύριος Κ.]
μια τέτοια μέρα, σημαδεμένη επιπρόσθετα από μια δικτατορία (Νοέμβριος 1973) κι από μια επέτειο θανάτου, συνόψισε την εμπειρία μου από τον κύριο Κ. Παρουσιάστηκε στην είσοδο του μικρού καταστήματος που δουλειά του ήταν να υπηρετεί τη μουσική όλων των αιώνων όπως αποτυπωνόταν σε μεγάλους μαύρους πλαστικούς δίσκους, ο κύριος Κ. Ο κύριος Κ. δεν είχε βγει από τις σελίδες του Κάφκα. Ήταν από σάρκα και οστά και όχι από μελάνι. Ήταν, και θα είναι πάντοτε Κ.· πρώτον γιατί πράγματι το επώνυμό του άρχιζε από Κ· δεύτερον γιατί το ηθικό του κύρος που ακτινοβολούσε εκτυφλωτικά, μαγνήτιζε και ουδετέρωνε κάθε απόπειρα ψευδωνυμίας· τρίτον γιατί τίποτα δεν θα τον παράσταινε ακριβέστερα από το γράμμα Κ με τελεία—για τη συντόμευση κάθε, κάθε περιττής παλιλλογίας. Στην ευθυτενή αποφασιστική κατακόρυφο του βραχύσωμου παραστήματός του, σε αυτόν τον αταλάντευτο άξονα που διαπερνούσε την ακριβώς ρυθμισμένη με αδιάβλητους φυσικούς νόμους βιοσφαίρα του, θα αποδεκατιζόταν προσκρούοντας μαζί με τις κομψές κεραίες του τραϊανού μεγαλογράμματου Κ, πάντα εντός ορίων, οποιαδήποτε πλαγία προβολή κόσμων αλλότριου ήθους. Ein feste Burg ist unser K.— και στ’ αλήθεια η ομοιότητα του παραστήματος, μα και του προσώπου, στο χαρακτικό που χάραξε άγνωστος χαράκτης με θρησκευτική ακρίβεια, με το χνάρι ξεσηκώνοντας το ζωγραφικό πορτρέτο του σαραντάρη (Aetatis 42) Λούθηρου, στα 1525, από τον Λουκά Κράναχ τον πρεσβύτερο, ήταν ανησυχητική: μολονότι το άτομό του βρισκόταν κοντύτερα στην ηλικία του Κράναχ παρά του Λούθηρου, η ίδια συνοφρυωμένη μα δυναμερή ρέμβη του βλέμματος πότιζε την αδέκαστη στοχαστικότητα της φυσιογνωμίας που κορυφωνόταν στην προπετή ισχυρογνωμοσύνη της ραιβής, γυπαετίσιας μύτης. Αυτή διέπραττε κατ’ εξακολούθησιν το αδίκημα της υπερηφάνειας προτάσσοντας την αδιαπραγμάτευτη αυτάρκεια του ιδιοκτήτη της στον αιώνα τον άπαντα. Το αποφασιστικά σφραγισμένο στόμα πάλι διέπραττε το αδίκημα της πικρίας: «του ανθρωπίνου βίου ο μεν χρόνος στιγμή, η ουσία του ρευστή, η δε αίσθησις αμυδρά, το σώμα από τη σύστασή του έτοιμο να σαπίσει, η δε ψυχή ρεμβός—ή και στρόβιλος—, η δε τύχη δυστέκμαρτον, η δόξα αβέβαιη. Συνελόντι ειπείν, πάντα τα μεν του σώματος ποταμός, όλα της ψυχής σαν όνειρο και σαν άχνη, ο δε βίος πόλεμος και ξενιτεμός, η δε υστεροφημία λήθη». Και αυτό ήταν ούτε λίγο ούτε πολύ το στυφό μουσικό επισκεπτήριο του στόματος.
………………………………………………………………………………………………………………………
Ήταν μαυροφορεμένος· περισσότερο από χηρεύουσα εθιμοτυπία παρά από πένθος· καλοραμμένος όμως, κομψότατα και ακριβά καλοραμμένος, με το πανωφόρι του από εκλεκτό κασμίρι, το πάλλευκο άψογο πουκάμισο όπου και η μόνη θαυμαστική απορία που ανέδιδε η παρουσία του—η μελετημένα γκριζόμαυρη μεταξένια του γραβάτα. Κρατούσε το μαλακό μαύρο καπέλο του στα χέρια, όπως και ο Λούθηρος. Πλησίασε προς τον γέρικο υπομονετικό πάγκο που απάντεχε αγόγγυστα την δυσβάστακτα οδυνηρή μετατροπή ενός γιγαντιαίου όγκου δεδομένων της συγκίνησης σε μίζερο ρευστό· μόνο το παλιό συρτάρι διαμαρτυρόταν ευγενικά μ’ έναν ανάλαφρο τριγμό, ανοιγοκλείνοντας για να καταπιεί την ανταλλακτική αξία που, σε κάποια φάση της ραγδαίας εξαλλαγής, θα κατέληγε στον αναπόφευκτο υπόνομο. Ο πάγκος χώριζε το μικροσκοπικό κατάστημα στα δυο, και με έναν μορφασμό που έμοιαζε περισσότερο με τύψη χαμόγελου παρά με νόμιμη φιλοφροσύνη, ο κύριος Κ. έδειξε προς το ωραίο φωτογραφικό πορτρέτο του Μπέλα Μπάρτοκ που συντρόφευε με την ξύλινη κορνίζα του τα ψηλόκορμα δοκάρια της βιτρίνας του καταστήματος, και είπε:
—Α, έχετε τον καταστροφέα εκεί. (Και διορθώνοντας, με νόημα) Έναν ακόμη καταστροφέα.
Ένα ψυχρό ανεμοσούρι όρμησε απ’ την ανοιχτή πόρτα του μαγαζιού που την είχε αφήσει πίσω του ανοιχτή, όπως ανοιχτή την είχε βρει: ήταν ο τρόπος μας να κρεμάμε ένα αόρατο ντονέ-βου λα πεν ντ’ εντρέ ή πλιζ καμ ιν ελλείψει παράδοσης νεοελληνικών εκφράσεων που να μεταφέρουν με επιτυχία αυτό το είδος δόκιμης προνοητικής εμπορικής σιβίλιτι. Πρόστρεξαν τα μετέωρα να προσφέρουν χείρα βοηθείας στην αμηχανία—θα έπρεπε να υπάρχει φυσικός τρόπος να παραβιάζονται τα όρια των πεποιθήσεων χωρίς συγκρούσεις:
—Θα θέλατε να ακούσετε ένα έργο του Μπάρτοκ που δεν συμβιβάζεται με την έννοια της καταστροφής, συντηρεί και ανανεώνει την παράδοση και είναι αδιανόητο χωρίς τον Γ.Σ. Μπαχ;
—Τι λέτε;;;; εδώ;;; τώρα;;;
—Μα ναι, γιατί όχι; θα ήταν μεγάλη ανακούφιση να σας δοθεί η ευκαιρία να αλλάξετε γνώμη…
—Ακούστε, εκτιμώ την προθυμία σας να αλλάξω γνώμη και να μπω στο σωστό δρόμο, αλλά έχω τον τρόπο, την ώρα και τον χώρο να ακούω μουσική και εδώ είμαστε σχεδόν στο ύπαιθρο… Αφήστε που είμαι αρκετά μεγάλος να ξέρω τί θέλω και τί δεν μου αρέσει. Δεν μου αρέσει ο Μπάρτοκ… (Στραβογέλασε δείχνοντας την ανοιχτή πόρτα και τονίζοντας το δεν. ) Εν πάση περιπτώσει, έχετε τις Études του Σοπέν; Γι ‘ αυτές ήρθα.
—Βεβαίως. Αρκετές ενδιαφέρουσες ηχογραφήσεις. Μια καλή ιδέα θα ήταν να τις ακούσετε αντικριστά με τις Σπουδές του Ντεμπισί—ο Ντεμπισί τού της αφιέρωσε, οι Σπουδές του Σοπέν του έδωσαν το δημιουργικό έναυσμα να τις συνθέσει. Καταμεσής στον Πρώτο Πόλεμο, ο Ντεμπισί επιμελήθηκε για τον εκδότη του, τον Ζακ Ντιράν, μια καινούργια έκδοση των έργων για πιάνο του Σοπέν.
—Ακούστε, μιλάτε για τον πόλεμο… Τι ξέρετε εσείς από πόλεμο… όσα και οι νεαροί που διαδηλώνουν έξω… ο Ντεμπισί είναι ο απόλυτος, ο μεγάλος καταστροφέας. Για μένα η μουσική τελειώνει με ελάχιστα έργα του Μπραμς. Γιατί και αυτός προετοίμασε το δρόμο της καταστροφής. Είμαι, εν μέρει, εχθρός του Μπραμς, και ορισμένως του Βάγκνερ, και ορκισμένος εχθρός του Ντεμπισί. Αν έχει έναν εχθρό σε τούτη εδώ τη χώρα, αυτός είμαι εγώ.
Είπε την τελευταία φράση με τόσο πάθος, που φοβήθηκα πως κάτι ανεπανόρθωτο θα συνέβαινε. Όσο μιλούσε ο κύριος Κ., έκανα πρόχειρους υπολογισμούς και εκτιμήσεις και κατέληγα στο προκλητικό συμπέρασμα πως το 1918 που πέθανε ο «Κλαύδιος της Γαλλίας», μόλις στα πενήντα πέντε του, τις ώρες που οι Γερμανοί βομβάρδιζαν με την Μεγάλη Μπέρθα το Παρίσι, ο πελάτης μου έμπαινε στα είκοσι—μπορεί να είχε πληροφορηθεί το θάνατο του Ντεμπισί από τις εφημερίδες και να είχε κιόλας διαβάσει τις νεκρολογίες. Είχε γεννηθεί ένα χρόνο μετά το θάνατο του Μπραμς, μεγάλωνε στην ίδια γενιά με τον Μπάρτοκ, ο απόηχος του θανάτου του Βάγκνερ πλανιόταν ακόμα στην ατμόσφαιρα, ο Μάλερ θριάμβευε και πέθαινε κι αυτός, ο Στραβίνσκι αναστάτωνε, η ποπ δεν είχε εφευρεθεί, οι δίσκοι γραμμοφώνου πετούσαν με ιλιγγιώδεις στροφές, ο Προυστ κατάκοιτος καλούσε το Κουαρτέτο Καπέ στο σπίτι του για να ακούσει ολομόναχος το Κουαρτέτο για Έγχορδα του Ντεμπισί,— μουσικά, όπως και με όλους τους τρόπους, ο 19ος αιώνας μεταμορφωνόταν με αστραπιαίους ρυθμούς σε εικοστό. Ο κύριος Κ. ανήκε στον σκληρό πυρήνα του 19ου αιώνα. Η τάξη του—το είπε, ήταν Αιγυπτιώτης: από οικογένεια εμπόρων με εφοπλιστική διακλάδωση (αυτό φαινόταν στην κάρτα του που φρόντισε σχολαστικά να την αφήσει «για να καταγραφούν τα στοιχεία του για τυχόν παραγγελίες»). Φιλογερμανός λόγω οικονομικών συμφερόντων και επιγαμιών, όπως προέκυψε καθ’ οδόν, θεωρούσε τον Βάγκνερ μωροφιλόδοξο αναρχικό επαναστάτη και διεκδικούσε ζηλότυπα τα κατ’ αυτόν δικαιώματα τού 19ου στην αιωνιότητα. Μόλις και μετά βίας ανεχόταν τον Σούμαν και μουσικά εισέπραττε και την παραμικρή αρμονική διαφορά που επιχειρούσε να αλώσει τα αυτιά του, σαν πολιτική εκτροπή που εκπήγαζε από ύποπτα και σκοτεινά κέντρα και δυναμίτιζε τα θεμέλια του πολιτικο-οικονομικο-κοινωνικού καθεστώτος ως και του ίδιου τού σπιτιού του μεταμφιεσμένη σε παραπλανητικές «ομίχλες» και δήθεν αθώα «βήματα στο χιόνι». Ήταν θεότυφλος και ταυτόχρονα υπερφυσικά οξυδερκής με αυτήν του την θηριώδη αμυντική υπερευαισθησία που ένιωθε τις άλυτες συγχορδίες να τον πυροβολούν κατά ριπές. Ήταν η παραδειγματική ενσάρκωση ανθρώπου που γεννημένος αόμματος, αρνείται την ύπαρξη των χρωμάτων. Ήταν, στην συμπαθητικότερη περίπτωση, σαν ειδυλλιακή μονοκατοικία, σε αστικά αναπτυσσόμενη περιοχή, που εμπιστεύεται την αγάπη των κατοίκων ιδιοκτητών της να την σώσουν από την συμφέρουσα κατεδάφιση. Αυτήν την κατεδάφιση εκπροσωπούσε τώρα και ο Ντεμπισί με τα διαρκώς μετακινούμενα αρμονικά κέντρα βάρους της μουσικής του που άφηνε όλα τα ερωτήματα αναπάντητα, αφηγούνταν μια ιστορία από τη μέση και δεν την τελείωνε ποτέ. Αφηνόταν αδιάντροπα σε συναισθητικούς αισθητισμούς. Πολιορκούσε με ήχους και αρώματα το κάστρο της λογικής. Δεν είχε βέβαια ο κύριος Κ. μπει στον κόπο—ακόμα και να μπορούσε να το κάνει, θα το θεωρούσε ανάρμοστο—να αναλύσει στενόχωρα την ενστικτώδη του αντίδραση. Όπως είχε ωφελιμιστικά ειδικευτεί στο εμπορικό δίκαιο, έτσι και μουσικά ενδιαφερόταν μόνο για όσα δεν τον ενοχλούσαν ή τουλάχιστον είχε πείσει τον εαυτό του πως δεν τον ενοχλούσαν. Και εν πάση περιπτώσει, ήταν πρέποντα. Το πρέπον, σαν οικονομικότερο «καθωσπρέπει», ήταν μια λέξη που ξέφευγε συχνά από το στόμα του.
Κάπως έπρεπε η συναλλαγή μας να ολοκληρωθεί και να εισπράξω από τα χέρια τού 19ου αιώνα αυτοπροσώπως το δικαίωμα στην επιβίωσή μου από όλες τις απόψεις. Εγώ, ένα ολωσδιόλου απορφανισμένο από σιγουριά μεταπολεμικό τερατάκι του εικοστού:
—Καλά (είπα), να σας συσκευάσω τον Σοπέν και να σας χαρίσω τις Σπουδές του Ντεμπισί· έτσι κι αλλιώς οι δεύτερες δεν υπάρχουν χωρίς τις πρώτες. Και είμαι βέβαιη πως ο Ντεμπισί θα το χαιρόταν. Είχε χιούμορ ο άνθρωπος.
Όπως η σάρκα του όστρακου όταν στάξει πάνω της λεμόνι, ο Λούθηρος άλλαξε χρώμα και συστάλθηκε από την κορυφή ως τα νύχια τόσο έντονα που μου φάνηκε πως θα διαλυθεί.
—Είστε αφελής αν νομίζετε πως δεν αντιλαμβάνομαι το εμπορικό κόλπο της αλιεύσεως πελατείας δια της υπερτιμήσεως (είπε). Θα μου χρεώσετε κάτι παραπάνω τον Σοπέν για να μου χαρίσετε δήθεν αυτόν τον απαίσιο τον Ντεμπισί, ε; Έ, ΟΧΙ ΚΙ ΕΤΣΙ. Αυτά σπουδάσαμε. Δώστε μου, κυρία μου, τον Σοπέν μου, σας παρακαλώ.
Τον πήρε ενοχλημένος και βιαστικός από τα χέρια μου, χαιρέτισε αδιόρατα και έφυγε αφήνοντας πίσω του ανοιχτή την πόρτα.