Έχω έναν κανόνα στη ζωή μου: όποτε ακούω στο δημόσιο διάλογο τον χαρακτηρισμό «Ιερός Βράχος» για την Ακρόπολη, σταματάω να παίρνω τον άλλον στα σοβαρά, γιατί προσπαθεί να με χειραγωγήσει συναισθηματικά ― προφανώς δεν έχει σοβαρά επιχειρήματα αλλά κάτι άλλο στο μυαλό του.
Η αμφίθυμη σχέση μας με την Ακρόπολη είναι και αμφίσημη, και έχει να κάνει απολύτως με την τουριστική της αξία και αξιοποίηση. Το ίδιο συμβαίνει και με την Ολυμπία, όπου κάθε λίγο ντυνόμαστε με χλαμύδες και πέδιλα δίχως να είναι Απόκριες, και προσποιούμαστε τους αρχαίους έλληνες, με ιέρειες και πρωθιέρειες (δυστυχώς όχι εταίρες), μιλώντας το γλωσσικό ιδίωμα των ακροδεξιών της τηλεόρασης, κι ανάβουμε φωτιά από τον ήλιο. Αυτό λέμε ότι είναι το Ιερό Φως των Ολυμπιακών, και δεν πρέπει να συγχέται με το Άγιο Φως της Ορθοδοξίας, το οποίο ανάβει με πιο μυστηριώδη τρόπω εν κρυπτώ στα Ιεροσόλυμα.
Αναγορεύσαμε την τουριστική αξία της Ακρόπολης σε υπέρτατη ηθική αξία, και προσποιούμαστε, όποτε μας συμφέρει, ότι η θρησκεία μας είναι όχι ο Χριστιανισμός, ούτε ο Πολυθεϊσμός, αλλά ο Ελληνισμός ο ίδιος ― κι ας μην υπάρχουν προφήτες, ιερά κείμενα, τυπικό, ιερείς και μυστήρια. Υπάρχουν όμως πρόθυμοι πιστοί, άρα και ευρώ (και δολάρια). Τα υπόλοιπα τα βρίσκουμε στο δρόμο, εδώ και σχεδόν 200 χρόνια: δεν υπάρχουν φανατικότεροι φιλέλληνες από τους ίδιους τους έλληνες. Πλουσιότεροι ίσως, αλλά φανατικότεροι όχι.
Δεν την διαχειριστήκαμε σωστά την Ακρόπολη (μα ούτε και την υπόλοιπη πολιτισμική κληρονομιά μας), διαχρονικά, ανεξαρτήτως εποχής, κυβερνήσεων και ιδεολογίας. Δεν θέλω να σκέφτομαι τι θα άκουσε ο Δημήτρης Πικιώνης (ή οι πολιτικοί εντολείς του) όταν διαμόρφωσε τον περιβάλλοντα χώρο της Ακρόπολης στη δεκαετία του 1950. Ξέρω ότι κάπου 70 χρόνια αργότερα το έργο του Πικιώνη είναι αναπόσπαστο τμήμα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, και θα έπρεπε επίσης να προστατεύεται και να αναδεικνύεται. Ναι, καλά. Τσιμέντα, σκαλωσιές και κατασκευές κάθε είδους έχουν μαγαρίσει διαχρονικά το μνημείο, με το πρόσχημα της προστασίας και της ανάδειξης. Τουλάχιστον τα πανό που ανήρτησαν κάποιοι ανίεροι στο βράχο ήσαν προσωρινά.
Δεν υπάρχει επιτελικό σχέδιο για την Ακρόπολη, και καλύτερα ίσως έτσι, γιατί δεν υπάρχει κανένας για να το εκπονήσει και κανένας για να το εφαρμόσει. Επειδή πρόκειται για το μνημείο-τοτέμ του ελληνισμού ως θρησκείας, δεν δεχόμαστε να προσφύγουμε στην εμπειρία των ξένων για να δούμε τί έκαναν αυτοί με τα δικά τους μνημεία, που σιγά μην τα συγκρίνουμε με τον Παρθενώνα. Ούτε στη δική μας εμπειρία προσφεύγουμε, γιατί αυτή είναι ξεπερασμένη κι εμείς είμαστε μοντέρνοι.
Εν τω μεταξύ, το βαθύ κράτος συνεχίζει την υπόγεια λειτουργεία του, με αναθέσεις, προσλήψεις, τσιμεντώσεις και άλλες παρεμβάσεις― όλα νομότυπα με νόμους στρεβλούς, ξεπερασμένους και αντιφατικούς που ουδείς τολμά να αγγίξει και να εξυγιάνει. Αυτό το σύμπλεγμα νόμων, διατάξεων και διαδικασιών είναι η πραγματική πολιτιστική κληρονομιά μας, η μοναδική που προστατεύεται στ’ αλήθεια διαχρονικά στο αυτάρεσκο νεοελληνικό κράτος. Ιερότερο δεν έχουμε.