Την πρώτη φορά που πήγα στο Πολυτεχνείο ήμουν 13 χρονών. Με πήγε ο αδερφός μου, θεωρώντας ότι ήταν ο καλύτερος τρόπος για να με μυήσει σε αυτό που ο ίδιος είχε στο μυαλό του, όντας κι αυτός πολύ νεαρό παιδί, ως Αριστερά. Και δεν τα κατάφερε κι άσχημα. Το δέος και η συγκίνηση ήταν πολύ μεγάλα για να τα διαχειριστεί μια έφηβη, το ερέθισμα έφερε αναγκαστικά την αναζήτηση, η αναζήτηση έφτιαξε τη ζωντανή μνήμη και σιγά σιγά ήρθε η ανάγκη για σκέψη και ανάλυση. Τα επόμενα χρόνια αυτή η μαγεία χάθηκε φυσικά. Όλοι με τον καιρό, γινόμαστε πολύ πολιτικοί, πολύ θετικοί, εντέλει πολύ κυνικοί, θέλουμε να δείξουμε πως έχουμε ωριμάσει και πως αυτό θα φανεί μόνο αν σβήσουμε τη συγκίνηση από τον καμβά, αν ξεριζώσουμε τα γραφικά στοιχεία, αν το ρίξουμε στην περισπούδαστη ανάλυση, στην εξειδίκευση, στα επιμέρους, αν πιάσουμε το δέντρο και αφήσουμε το δάσος. Για όλους έχει κυλίσει πολύ νερό στο αυλάκι από το πρώτο μας πολιτικό ερέθισμα και η απλότητα χάθηκε στη βαναυσότητα της γνώσης, της γνώμης, της κριτικής. Κάηκε στη φωτιά που οι θεοί αρνούνταν πεισματικά στον Προμηθέα.
Εφέτος πρόκειται για μια σημαδιακή επέτειο. Βρισκόμαστε στο παρά πέντε του μισού αιώνα από την αφετηρία της αφήγησης. Το γεγονός έχει αρχίσει να φαντάζει σιγά σιγά μακρινό, οι πρωταγωνιστές που στη δική μας γενιά παρουσιάστηκαν ως μεσόκοποι, έχουν αρχίσει και εγκλωβίζονται στη βιολογική κλεψύδρα, η μνήμη παρουσιάζει σημάδια κόπωσης. Δεν είναι βέβαια μόνο ο πανδαμάτωρ χρόνος υπεύθυνος γι’ αυτό. Υπάρχει εδώ και μερικά χρόνια μια συντονισμένη προσπάθεια να ξεθωριάσουν τα αίματα από τη σημαία, να σβήσει ο ήχος από τις ερπύστριες, να σιγήσουν οι φωνές του ερασιτεχνικού σταθμού των αντιστασιακών, που πολλοί δεν τους θέλουν αντιστασιακούς και ακόμα περισσότεροι δεν τους θέλουν ήρωες. Τα ιδιωτικά σχολεία αποφάσισαν για πρώτη φορά στα χρονικά ότι δεν έχουν κανένα λόγο να μάθουν στα παιδιά ότι ενίοτε οι άνθρωποι σηκώνουν κεφάλι αψηφώντας τη βολή τους και τα καθεστώτα μακελεύουν. Καμιά τιμητική γιορτή, μια μέρα της σχολικής χρονιάς σαν όλες τις άλλες. Μας φτάνουν οι διδαχές των Τριών Ιεραρχών.
Στην πορεία του Πολυτεχνείου έχω να κατέβω χρόνια. Βαρέθηκα να βλέπω αυτόν τον νεατερνταλικό συσχετισμό δυνάμεων. Φέτος το μόνο που λαχταράω και νιώθω ότι έχω μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ να κρατήσω είναι η μνήμη. Τη μνήμη που βρίσκεται εγκλωβισμένη στο μικροσύμπαν που έχει χτίσει η σύγχρονη Αριστερά και ο αναρχικός χώρος γύρω από την επέτειο της εξέγερσης ως αφήγημα. Τη μνήμη που δολοφονείται διαρκώς από αυτόν τον αισχρό αναθεωρητισμό, που θέλει τους νεκρούς ως μια επινόηση της Αριστεράς για να στερεώσει την ‘’ ιδεολογική της ηγεμονία’’ και κατά λογική συνέπεια να ‘’αμαυρώσει’’ ιστορικά ένα καθεστώς δήθεν λιγότερο αιμοβόρο και ολοκληρωτικό απ’ όσο θέλει να το παρουσιάζει η ίδια. Και όλα αυτά μπορεί πριν κάποια χρόνια να ακουγόταν γραφικά , αλλά αρχίζουν γοργά γοργά να γίνονται επικίνδυνα, γιατί η καταστρατήγηση της μνήμης δεν είναι ανάγκη να προέρχεται μόνο από τον αναθεωρητισμό και την απόρριψη της ύπαρξης δολοφονημένων από τους εκφραστές του μίσους, αλλά και από την απαξίωση και την καλλιέργεια της αδιαφορίας από τη νέα γενιά.
Οι εποχές είναι μαύρες. Η ακροδεξιά επελαύνει. Η μόνη ασπίδα που έχουμε πλέον απέναντί της είναι η ιστορική μνήμη. Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι μια αντιφασιστική εξέγερση και δεν πρέπει ως κομμάτι της μνήμης να αφορά ούτε τον ανταγωνισμό για τα τραπεζάκια στο προαύλιο, ούτε την έχθρα απέναντι στην ΠΑΣΠ για την κατοχή του ιστορικού λάβαρου, ούτε καν τη συζήτηση γύρω από το φύλλο 8 της Πανσπουδαστικής, καμία από τις ιστορίες που λέμε και λέμε και λέμε τόσα χρόνια. Δεν έχουμε την πολυτέλεια για τέτοιες κόντρες. Πρέπει να καταλάβουμε ότι το ίδιος το γεγονός δεν είναι μουσειακό έκθεμα στην άλλη πλευρά του οικοδομικού τετραγώνου. Οι άνθρωποι που δολοφόνησαν αυτά τα παιδιά συνεχίζουν να υπάρχουν μέσα από τις νοοτροπίες του. Είναι οι ίδιοι που δολοφόνησαν τον Ζακ μέρα μεσημέρι χωρίς λόγο, χωρίς σκέψη, χωρίς ενοχή. Είναι οι ίδιοι που εξαπολύουν πογκρόμ απέναντι σε φτωχούς και πληγωμένους ανθρώπους στα σύνορα της χώρας, της Ευρώπης, του κόσμου. Είναι αυτοί που σταμάτησαν τη μουσική του Φύσσα και τις ορθοπεταλιές του νεαρού Λουκμάν.
Το Πολυτεχνείο είναι επίκαιρο. Όχι όπως το λέγαμε μια ζωή, ‘’πιο επίκαιρο από ποτέ το μήνυμα του Πολυτεχνείου’’, αλλά γιατί καίγεται ο κώλος μας. Γιατί η κανονικότητα, όποια κι αν είναι αυτή, κοντεύει να διαρραγεί. Όσο κι αν ένα πολίτευμα μπάζει, υπάρχει ο χώρος και ο χρόνος να συζητήσουμε για πολιτικά ζητήματα που ανήκουν στην ιστορία, για τις συντηρητικές στιγμές μια δημοκρατίας, για τον δικαιωματισμό και αυτό το αλισβερίσι μεταξύ των πολιτικών υποκειμένων και αντικειμένων. Ο φασισμός όμως δεν είναι απλά μια συντηρητικοποίηση της κανονικότητας του συστήματος, του πολιτεύματος. Δεν είναι μια κακή του στιγμή, μια συντηρητική στροφή. Είναι άλλο λέβελ. Τα φασιστικά καθεστώτα είναι πολλά επίπεδα πιο πάνω ακόμα και από στρατιωτικές χούντες ως προς τον ολοκληρωτικό τους χαρακτήρα, μιας και εμπλέκονται σε όλες τις εκφάνσεις τόσο της δημόσιας όσο και της ιδιωτικής σφαίρας ζωής ενός ατόμου. Και όσο κι αν υποπτευόμαστε ότι η καινούργια ακροδεξιά στην εξουσία δεν θα είναι το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα της Γερμανίας στην υπερβολή της δημόσιας εικόνας της, θα είναι ενδεχομένως πιο ‘’κομψή’’, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η επικράτησή της θα είναι μια βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια του σύγχρονου πολιτισμού, αφενός γιατί μιλάμε πια για μια Διεθνή, αφετέρου γιατί τα εργαλεία ελέγχου και χειραγώγησης του 21ου αιώνα είναι εξαιρετικά εξελιγμένα και πολύπλοκα. Η Ιστορία είναι αμείλικτη, δεν συγχωρεί το δις εξαμαρτείν.
Το μόνο που θέλω φέτος, σήμερα, 45 ολόκληρα χρόνια μετά, είναι ένας περίπατος στη μνήμη. Να βρεθώ Πατησίων και Στουρνάρη γωνία, να περπατήσω στο ίδιο κτίριο, να ακούσω τα ίδια τραγούδια, να νιώθω ότι έχω τον ίδιο εχθρό, τον φασισμό, και τα ίδια προτάγματα με αυτούς που δολοφονήθηκαν τότε και με αυτούς που στέκουν σήμερα μπροστά σε αυτό το τεράστιο, πονεμένο κεφάλι, κρατώντας έναν γονιό από το ένα χέρι κι ένα κόκκινο,σαν αίμα, γαρύφαλλο από το άλλο.