Δύο Ιανουαρίου κι η μέρα είναι κρύα και μουντή. Οι πίτες κοπήκαν, τα φλουριά έπεσαν, τα τραπέζια μαζεύτηκαν. Οι γιορτές θα δώσουν την θέση τους στην πραγματικότητα. Όχι για τα παιδιά. Για τα παιδιά λίγο ακόμα. Λίγο ακόμα και λίγο ακόμα. Μέχρι που μια άλλη δύο Ιανουαρίου δεν θα είναι πια παιδιά. Τι ωραία υπό μια έννοια. Τι όχι ωραία υπό μια άλλη. Άραγε αν είχαμε αυτή την δυνατότητα, αν μπορούσαμε να επιλέξουμε ανάμεσα στο να ζήσουμε μια ζωή ως παιδιά και στο να μεγαλώσουμε, τι θα επιλέγαμε; Και θα το επιλέγαμε ως παιδιά ή ως ενήλικοι, με τη δυνατότητα να γυρίσουμε πίσω; Kαι πότε γίνεσαι στα αλήθεια ενήλικος, όταν σκοτώνεις τον πατέρα σου ή όταν σκοτώνεις το παιδί σου;
Δύο Ιανουαρίου κι η μέρα είναι κρύα και μουντή. Να, αυτήν την στιγμή πάει να βγει μια υποψία ήλιου κι είσαι έτοιμος να αρπαχτείς από την ακτίνα της και να ξεκινήσεις το ταξίδι, σαν τον Ταρζάν από δέντρο σε δέντρο ή σαν τον Σπάιντερμαν από κτίριο σε κτίριο. Ένα ταξίδι από υποψία σε υποψία. Από την υποψία του κυριολεκτικού ήλιου στην υποψία του μεταφορικού φωτός. Από την υποψία του μεταφορικού φωτός στην υποψία της αισιοδοξίας. Από την υποψία της αισιοδοξίας στην υποψία της δύναμης. Από την υποψία της δύναμης που θα νιώθεις στην υποψία της δύναμης που θα εκπέμπεις στους άλλους γύρω σου. Από την υποψία των δυνατών άλλων γύρω σου στην υποψία ότι το τι είναι κακό και το τι είναι καλό δεν θα στο πει καμιά εξωτερική φωνή, αλλά μόνο η δική σου.
Δυο Ιανουαρίου κι η μέρα παραμένει κρύα, αλλά όχι πια μουντή. Όσο έγραφες για ταξίδια από υποψία σε υποψία, σαν να καθάρισε γενικότερα κι ο ουρανός. Είναι απλά σύμπτωση και δεν θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο; Ή θα μπορούσε να συνομιλεί μαζί μας ο ουρανός; Να μην εξαρτάται μονόπλευρα η διάθεσή μας από αυτόν, αλλά και η δική του από μας; Όπως και να ‘χει θα σουρουπώσει όπου να ‘ναι. Και η μουντάδα μπορεί να ανθίζει μόνο την μέρα. Η νύχτα την καταλύει εξ ορισμού. Το σκοτάδι της δεν είναι η άρνηση του φωτός, είναι ένα άλλου τύπου φως. Το φως της νύχτας είναι καθαρό. Το φως της νύχτας είναι ανεπιτήδευτο. Το φως της νύχτας είναι καταφύγιο κι αγκαλιά. Το φως της νύχτας είναι συγχώρεση και νόημα. Την μέρα οι άνθρωποι χτίζουν οικοδομές, καριέρες, καθημερινότητες, ηθικές κατηγορίες, ηθικές, κατηγορίες. Την μέρα οι άνθρωποι λατρεύουν τους θεούς τους σε επίσημες τελετές, ενώ τη νύχτα, αν κι εφόσον νιώσουν έτσι, χωρίς να τους αναγκάζει και χωρίς να τους βλέπει κανείς, θα προσευχηθούν μόνοι τους. Αυτοί και ο θεός τους. Αυτοί κι ο εαυτός τους. Αυτοί και το πέραν του εαυτού τους. Αυτοί κι η ανάγκη τους να μην είναι κακοί. Αυτοί και η αδυναμία τους. Αυτοί και η ταπείνωσή τους. Η μέρα ντρέπεται να σε δει ταπεινωμένο. Η νύχτα κρύβει και περιθάλπει την ταπείνωσή σου και σου εξηγεί ότι η ταπείνωση είναι ο μόνος δρόμος για τα αστέρια.
Δύο Ιανουαρίου κι όσο γράφεις για τη νύχτα, η νύχτα έρχεται ολοένα και πιο κοντά. Αυτό δεν είναι σύμπτωση, αυτό είναι απλά ο τρόπος που κυλά ο χρόνος. Ο νέος χρόνος θα κυλήσει είτε γράψεις είτε δεν γράψεις για αυτόν, είτε σκεφτείς είτε δεν σκεφτείς για αυτόν, είτε ονειρευτείς είτε δεν ονειρευτείς για αυτόν. Ο χρόνος πάντα θα κυλά χωρίς να δίνει δεκάρα για σένα, επιφέροντας πάνω σου τις αλλαγές που είναι να φέρει, μην επιτρέποντάς σου να παραμείνεις σωματικά παιδί, μην επιτρέποντάς σου να παραμείνεις σωματικά νέος, μην επιτρέποντάς σου να παραμείνεις σωματικά μεσήλικος, μην επιτρέποντάς σου να παραμείνεις σωματικά ηλικιωμένος. Πέρασε η ώρα, πέφτει κι άλλο το φως. Έρχεται η νύχτα. Θα ταξιδέψεις από την υποψία του φιλόξενου σκοταδιού της στην υποψία ότι ο κάθε άνθρωπος μπορεί και δικαιούται να ελπίζει πως η ζωή είναι ένα ναι, όχι ένα όχι, ούτε καν ένα ίσως.