Ρομάντζο
Οταν ο πατέρας μου, κατέβηκε σκάλες αυλής της Σαλονίκης για να γνωρίσει τα μελλοντικά πεθερικά του, δεν πρόσεξε μια επιχρωματισμένη φωτογραφία όπου η μητέρα μου χαμογελούσε σε παραλία με γαλάζιο μάλλινο μαγιό κι από πίσω διακρίνονταν κολυμβητές που λιάζονταν, τελείως πετσί και κόκκαλο -ήταν Κατοχή. Ο ίδιος απέρριπτε τις νύφες που τον προξένευαν, άλλη διότι εφόρει κραγιόν, άλλη επειδή έβγαζε τα φρύδια της. Αλλά είχε έρωτα βαρύν και φουντωτόν, και δεν έβλεπε ντιπ. Επίσης απέρριπτε τα μπαιν μιξτ και το πολύ να κολύμπησε στον Πλατανοπόταμο του Κούρμπετς.
Το νέο ζεύγος ήταν άστεγο και στο νοίκι. Ωστόσο ο πόθος ενός κεραμιδιού και οι δύο διδασκαλικοί μισθοί, έδειχναν τον δρόμο: Τα ενοίκια κατέτρωγαν τα μισά τους χρήματα. Αλλά δεν αποταμίευαν για να αποκτήσουν δικό τους σπίτι, όπως οι άλλοι συνάδελφοι. Η μικρή τους οικογένεια έπρεπε να διευρύνει παιδικούς ορίζοντες. Ίσως συνετέλεσε πως, όταν η οικία μιας συναξιούχου δασκάλας επωλείτο μετά που βγήκε πρόεδρος των ΗΠΑ ο στρατηγός Αιζενχάουερ, ρώτησαν την τιμή και το δίχωρο γιατάκι της ετιμάτο τριάντα χιλιάδες μαρκεζινικάς δραχμάς και γύρισε το μάτι τους ανάποδα. Αποταμίευαν για να παραθερίζουμε.
Έτσι, γνωρίσαμε, χωριά, πόλεις, λουτροπόλεις, και εξοχές εν αφθονία. Και βέβαια, γνωρίζαμε άλλους παραθεριστές. Ήταν μια μειονότητα υπαλλήλων κυρίως ή καταστηματαρχών με συνεταίρο που όλοι ποθούσαν στέγη, αλλά το ανέβαλαν. Αλλά η κατάσταση βελτιώθηκε. Τα ΙΧ αυτοκίνητα, μέσα σε δέκα χρόνια, βάσει του αριθμού που ανέγραφαν οι πινακίδες, αυξήθηκαν από το πεδίο των δέκα χιλιάδων στις εκατόν εξήντα χιλιάδες, τα μυρωδάτα και τα τριζάτα, με το κοντέρ να γράφει 100.
Ο πολύς κόσμος κατέφευγε στα γονικά χωριά για να ξεκαλοκαιριάσει με συγγενείς ή πήγαινε στις θάλασσες με γιούκους και αντίσκηνα. Οι αρχηγοί των οικογενειών έρχόταν Σάββατο απόγευμα και την Κυριακή πίσω στο γιαπί, στο μαγαζί, στο βολάν.
Ο άλλος κόσμος
Ανεπαισθήτως, άρχισαν εσωτερικές κινήσεις στην χώρα. Οι πολυκατοικίες και ο εποικισμός τους από επαρχιώτες που αγόραζαν «από τα χαρτιά». Οι εργάτες από Γερμανία και Βέλγιο που έστελναν εμβάσματα. Η παντοδύναμη αντιπαροχή. Κι όταν οι διαμερισματούχοι άρχισαν να καταλαγιάζουν, ο πόθος για ένα οικοπεδάκι που θα χτίζονταν ένα σπιτάκι, άρχισε να φουντώνει. Στο σπίτι θυμάμαι κάτι χαρτιά που κανένας γονιός δεν μου έλεγε το πόθεν έσχες τους. Ηταν εντέλει κάτι προσύμφωνα για ένα οικοπεδάκι κατά Μηχανιώνα, που ο εργολάβος απεδείχθη απατεών και τον τσάκωσαν.
Αλλά ενώ άρχισαν να χτίζονται τα πάντα, ίντρα και έξτρα μούρος, εξέλιπαν τα αντίσκηνα και ο τσαϊράδες. Πρώτα η Ασπροβάλτα και η Καλλικράτεια, γέμισαν αγροτεμάχια, λειψά και μαραγγιασμένα. Πρώτο αυθαίρετο που είδα στο βίο ήταν ένα παλιό λεωφορείο του ΚΤΕΛ που κάποιος φύτεψε σε μια πλαγιά μετά το Λάκκωμα. Όλα ήταν με δόσεις, όλα με τρελό τρόπο αποκτημένα. Και άνθισε ο τύπος του σαββατοκύριακου τεχνίτη, που ετοίμαζε με ένα καλφόπουλο το οικόπεδο και έρριχνε κάτι μπετά. Το δέρμα της Χαλκιδικής άρχισε να σκεπάζεται από αυθαίρετα. Όπως και άπειρα μπαλκόνια της πολιτείας κέρδιζαν έξτρα κατοικήσιμο χώρο.
Τεχνικές προδιαγραφές.
Οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί και ενώσεις επαγγελματιών άρχισαν δουλειά. Η κατασκευή κυριακάτικων κατασκευών, είχε τα προβλήματά της -πρόστιμα κυρίως και ντράβαλα. Γι αυτό και από την σεβεντίλα κυρίως, άρχισαν τα «έτοιμα». Δηλαδή μια καραπρόχειρη οπτασία σπιτικού προετοιμάζονταν εκτός οικοπέδου και έφευγε να φυτευτεί όπου έπρεπε.
Βέβαια, ήταν τα θεμέλια. Να σκάψεις σκάμμα πενήντα πόντους, να αραδιάσεις πέτρα με χάρτσι και να χύσεις γκρομπετό, ήθελε το λιγότερο 20 μέτρα τοιχαλάκι επί 70 πόντους ίσον κάμποσα κυβικά για δύο νοματαίους και χωρις μπετονιέρα. Άρα εφευρεθηκε η τροχοβίλα. Αυτή ήταν ένα καλύβι με στραντζαριστό σκελετό με πλάκες αμίατο βιδωτό στον σκελετό, μονοκλινή συμφυή στέγη, και κυρίως δύο ή τέσσερις ψεύτικες ρόδες να μοιάζει με τροχόσπιτο. Κουφώματα έμπαιναν αργότερα, καθώς οι μάντρες ήταν γεμάτες ταξινομημένα αριστουργήματα. Πήγαινες με το ξυλόμετρο και αγόραζες διαστάσεις που ήθελες. Αργότερα, όταν η τέχνη αυτή έγινε επιστήμη, γέμισε ο τόπος φρέσκα κουφώματα, πλαστικούρες, έτοιμα από τα υπερκαταστήματα των περιχώρων.
Η εξέλιξη έφερε γρήγορα το state of the art και την εποχή που είχε γεμίσει ο τόπος φαβορίτα, αλλαγή και βιντεοταινίες, η συναρμολόγηση, και κυρίως οι τοίχοι βελτιώθηκαν. Είτε με πάνελα, είτε με πρεσσαριστό «μπισκότο», δηλαδή νοβοπάν 122Χ305 μάξιμο, σαν κασάτο παγωτό και στη μέση ελαφριά πολυστερίνη, ήτοι φελιζόλ ίσαμε 12 κιλά το κυβικό. Εξωτερικά, το νοβοπάν είχε και μια επένδυση να πιάνει ο σοβάς. Εσωτερικά έφτιαχναν έως και αρτιφισιέλ. Το πάτωμα ήτο αρχικά μουσαμάς του μέτρου, αλλά και κετσές που τον έκοβαν με στάνλεϊ. Μετά την ογδοντίλα, αυτά αντικαταστάθηκαν με κολλητά πατώματα ή πλακάκια, κάθε τύπου, άκόμη και σήμερα.
Ο βόθρος, το νερό, το ρεύμα ήταν από άλλες υποτροφίες. Πάντως όταν τέλειωνε κι αυτό οι εκκενώσεις βόθρων καζάντησαν.
Εκεί που όλα κόλλησαν, κι ακόμη κολλάνε, γι αυτό και τα παίρνει ο διάολος με τους αέρηδες, είναι στις στέγες και στη συναρμογή τους με την τοιχοποιία. Σε όλες τις παραδοσιακές ή εξωτικές πρόσκαιρες ή νομαδικές κατασκευές, ο φέρων σκελετός της στέγης συνδέεται άρρηκτα με γόμφους ή κολλήσεις με γωνιακά στουλάρια. Όχι στα δικά μας. H αγκύρωση, η επαφή με την Γαία, θεωρείται άσκοπη εκζήτηση. Η στέγη είναι κωμικά φτιαγμένη, με σίδερα το πολύ 6Χ4, που κάθονται πάνω στον τοίχο με ψευτοσυνδέσεις. Διότι όλα αυτά τα κουτούκια έχουν ψευδοροφές, καθε τύπου, ακόμη και βαριές γυψοσανίδες. Η κάλυψη, κυρίως με Ελλενίτ, αλλά επειδή ήθελαν ρουστίκες, πάνω στον αμίαντο έστρωναν νεοβυζαντί κεραμίδι. Ακόμη το κάνουν.
Μετά, άρχιζαν οι προσθήκες και όλα τα καλούδια με λιοντάρια στην πύλη (έως και στην Σαμαρίνα είδα!) νάνους στρουμφάκια και μανιτάρια. Φραγμένα και με μπόλικα αναρριχώμενα (λίγοι ξέρουν τι ποντίκι μαζεύουν μερικά) σύν ένα εκκλησάκι κι ένα πλαστό πηγάδι, πλάστηκε η ομορφιά. Συχνά με τζάκι (ένα μυθιστόρημα θέλω για να τα περιγράψω) και επίπλωση αρμόζουσα, πάνω σε χωράφι τεμαχισμένο σε κλήρες των 120 και 150 τετραγωνικών ίδού τα «Δελφίνια», ο πρόσφατα ξυρισμένος οικισμός. Επαγγελματίες αναλάμβαναν με ένα διάφορο τις νομιμοποιήσεις και οι Δήμοι αυγάταιναν την έκτασή τους με πάθος.
Ας σημειώσω πως από τον σπόρο της παρανομίας, φύτρωσαν απολύτως νόμιμες και πωλήσιμες αξίες. Ολόκληρες ζωές οικογενειών παινεύονταν για το κεραμίδι τους. Ο καφές ήταν μερακλίδικος, το τάβλι απόλαυση, η τηλεόραση 360 ιντσών, η βάρκα ασφαλής.
Και γιατί το έχουμε δίπορτο;
Διότι άπασα η Χαλκιδική και μέγα μέρος της Θεσσαλονίκειας ενδοχώρας, δεν χρειαζόταν να διχαστεί έτσι, μεταξύ τουρτοβίλλας και φαβέλας. Ο τόπος κράτησε πολλά παραπάνω από την ενδογαμία, τα ανέκδοτα για τους καλόγερους και την μεσογειακή αναιμία. Είχε καταφέρει, παρά τους αρχαίους ολέθρους μια αξιοζήλευτη αρχιτεκτονική και λειτουργική παράδοση που παρεξηγήθηκε και παρεξηγείται ακόμη, μεταξύ «μακεδονίτικης παραδοσιακής αρχιτεκτονικής» και «αιγαιοπελαγίτικης μαγείας του λευκού».
Σε όλη τη λέμφο του τόπου, χάρη στην αγιορείτικη παράδοση και στη δύναμη των πρωτόγερων στα χωριά της, υπήρχαν μετόχια, οχυρωματική τέχνη, ξενώνες, χώροι μαζικής εστίασης, εξαιρετική κατεργασία του ξύλου, του λίθου, των κεράμων, μεταλλεία, μέλι, ελιές γαμάτες, αμπέλια και ζαρζαβατικά, παράδοση ξύλευσης και κάρβουνου, εμπειρία στην αλιεία, αλυκές, θερμά λουτρά, αγορές και στέκια, παμπάλαιο και ανθεκτικό οδικό σύστημα (δηλαδή προαιώνιες δοκιμασμένες οδεύσεις) ποικιλία πληθυσμών από όλα τα σημεία του ορίζοντα, χρυσωρυχεία και μαντέμια, λατομεία και εμπορική κίνηση.
Γύρισα όλα τα χωριά της. Κρατώντας έγγραφα στα χέρια, από λησμονημένους καιρούς. Βρήκα πρόεδρο κοινότητας σε χωριό το 1980, με το ίδιο όνομα ενός πρωτόγερου του ίδιου χωριού στα 1300. Έμπαινα σε βραδυνά καφενεία, με ένα χαρτί 11ου και δώθε αιώνος, ρωτώντας «καλησπέρα παιδιά, κανένας Σκορίβας;» και απαντούσε λιπόσαρκος γέροντας αζάπης με πλατυινία και μουρμούριζε «εγώ μαι, τι ζητάς;». Τα μισά τους τοπωνύμια, σε χρήση αιώνων επίσης. Η δυσπιστία και η περηφάνεια τους, αμόλευτη. Πάντα μισάνθρωποι, γκρινιάρηδες, καλοί τεχνίτες, είρωνες και πειραχτήρια, παράδοξα εγκάρδιοι όταν ήξερες τα χούγια τους.
Τα μονόχωρά τους τα παραδοσιακά, αν τα εμπνευστεί και τα αναπλάσει ψαρούκλας αρχιτέκτονας, θα σαρώσουν. Δέν είναι κράτος Θεού. Είναι βίος ανθρώπων με γερά νεύρα, αμείλικτος. Σκληροτράχηλοι, πότες, εγωιστές. Έτσι έζησαν κι έτσι θα ζήσουν. Κι ας τους αφαιρέσαμε τη σπίνα από την πλάτη. Εμείς τους μάθαμε να είναι δίπορτοι. Κάτι ξέρουν. Κοκκοφοίνικες και γιούκες έχει από το Ντουμπρόβνικ έως το Ασσουάν. Σαν τη Χαλκιδική, δεν είχε.