Στην υπηρεσία της Αγίας Καικιλίας, ο Άνερ Μπέελσμα με το πεντάχορδο μπαρόκ βιολοντσέλο του.
Ορφέας στον Άδη
05-09-2019

Για τον Άνερ Μπέελσμα (17 Φεβρουαρίου 1934-25 Ιουλίου 2019)

Στους βομβαρδισμούς της Τετάρτης 24 Ιουλίου 2019 στο Ιντλίμπ της βόρειας Συρίας, μέσα στα ερείπια του σπιτιού τους, μπροστά στα μάτια του συντετριμμένου και σε αδυναμία να επέμβει πατέρα τους η πεντάχρονη Ριχάμ άρπαξε την εφτάμηνη αδερφή της Τούκα από το μπλουζάκι προσπαθώντας να τη συγκρατήσει για να μην πέσει καθώς αιωρούνταν στο κενό… Το σπίτι τους κατέρρευσε. Η μητέρα τους σκοτώθηκε. Τα δυο παιδιά απεγκλωβίστηκαν από τα ερείπια και μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο. Η Ριχάμ πέθανε. (BBC News, 25 Ιουλίου 2019)

Δυσφορούσε όλο και περισσότερο. Ο περατάρης τού έφερνε καραβιές τα μικρά παιδιά. Δοκιμάζονταν ο στατιστικός του κυνισμός. Καμένα, πνιγμένα, ακρωτηριασμένα, ακόμα και ακέφαλα, με το σπαρακτικό τους κλάμα να δονεί τα νεκρά στηθάκια τους και συμπαθητικά να δονείται και να θρηνεί κι αυτός ο καλαμιώνας στο άξενο αραξοβόλι του μύθου όπου ξεμπάρκαραν βρώμικα κι αφρόντιστα, κουρελιάρικα και ξενηστικωμένα τα απαρηγόρητα ορφανά. Αυτός που είχε τη μεγαλύτερη περιφρόνηση για τους κοκορόμυαλους αδιάντροπους ποιητές που εμπορεύονταν αέρα κοπανιστό, έπιανε τη μνήμη του να εκταφιάζει έξαλλος από οργή ποιητικά λείψανα όπως «τα νιάτα είναι η άνοιξη του χρόνου», και άλλα παρόμοια καθώς έβλεπε κιόλας πως μ΄ αυτόν τον αποδεκατισμό της νέας ζωής, πλησίαζε, όλο και πλησίαζε η αποκαλυπτική στιγμή του έσχατου τέλους, ακόμα και για τον ίδιο, ακόμα και για τον ίδιο το Θάνατο. Του ασύλληπτου τέρατος ακόμα και για τη δική του τη φαντασία που είχε κιόλας οργιάσει με εκατόμβες θυμάτων, με πόλεις αφανισμένες απ’ τους βομβαδισμούς, κρεματόρια και απέραντα μέτωπα με ατελείωτα δάση σταυρών. Ενός τέλους όπου μια άφατη νεοφανής τρεμέντα μαγιέστας θα αναλάμβανε τα ηνία εγκαινιάζοντας ένα πρωτόγνωρο είδος απερίγραπτου, υπέρφατου τρόμου. Τον καταλάμβανε και μια ανησυχία πρακτική πώς θα το ντάντευε όλο αυτό το παιδομάνι ελλείψει ικανού προσωπικού και εξοπλισμού. Οι άγγελοι είχαν πετάξει μακριά, δεν άντεχαν άλλο τη χαμηλομισθία, τα κομμένα επιδόματα και τον υποσιτισμό. Ξέμεινε με κάτι βρυκολακιασμένους νεκροθάφτες που εκτός απ’ το ξεπάστρεμα των οστών για να απελευθερώνεται χώρος είχαν φορτωθεί και να γηροκομούν τους υπερήλικους και κανένα περιθώριο δεν έμενε ν’ αναλάβουν από πάνω και νοσοκόμοι και παιδαγωγοί μικρών παιδιών με απαιτητικές, αδηφάγες ψυχές που εξακολουθούσαν να πιστεύουν πως δουλειά για τα παιδιά ακόμα και στον άλλο κόσμο είναι το παιχνίδι. Θλίψη κι αδιέξοδο. Τότε του πέρασε η ιδέα να οργανώσει το μουσικό τμήμα. Θυμήθηκε το στοκ των παλιών παρτιτουρών που αράχνιαζαν στο εγκαταλειμμένο νεκροτομείο και μούχλιαζαν με τη βροχή που έδερνε τα σπασμένα τζάμια. Θυμήθηκε τις άδειες αίθουσες των χορωδιακών δοκιμών απ’ όπου είχαν εδώ κι αιώνες πολλούς αποχωρήσει προς άγνωστη κατεύθυνση οι χορωδίες απαυδισμένες. Τον ύπνο των χορωδιακών τραγουδιών κάτω από στοίβες σαπισμένων φύλλων, τη νεκρική σουρντίνα που έπνιγε και τον τελευταίο ήχο φωνής που θα παρηγορούσε. Τις πόρτες που ανοιγόκλειναν με τις ανεμοθύελλες που ξεσπούσαν κάθε τόσο στο ρημαγμένο πλανητικό κλίμα, και κοπανούσαν τρομοκρατώντας μέχρι θανάτου τη γριά Ευρυδίκη που είχε κουραστεί να περιμένει ακινητοποιημένη στην ίδια στάση και παρακαλούσε για μια θέση καθαρίστριας ή ταξιθέτριας στα παλιά μουσικά αρχεία που είχαν αφεθεί στο έλεος μικροσκοπικών τρωκτικών σκώρων προσηλωμένων στη μουσική νεκρομαντεία, ακόρεστων για μουσική νεκροφαγία, άπληστων για μουσική νεκροφάνεια. Θυμήθηκε το σπαραγμένο κεφάλι του κατακαημένου Ορφέα να κατεβαίνει τα ορμητικά ρέματα των ποταμών βωβό κι απαρηγόρητο. Κυρίως, την τεράστια παρακαταθήκη μουσικών οργάνων που κείτονταν σε γιγάντιους οδυνηρά σιωπηλούς σωρούς άφωνης, ατραγούδιστης ύλης παραδομένους στην αλαλία φιμωμένους με τα πυκνά δίχτυα της αεροπάτητης αράχνης που αιχμαλωτίζουν τη σιωπή μια συνεχής πρόκληση στερητικού συνδρόμου για την ακοή. Άρχισε, ποιός;;; Αυτός! να αναμηρυκάζει την αλλότρια παλιά ανάγκη της παιδαγωγικής των αισθήσεων. Και συνέλαβε το επιτελικό σχέδιο σταδιακής αποψίλωσης του υπολειμματικού κόσμου των ζωντανών από μουσικούς εκτελεστές. Και καθώς η τελειοκρατία ήταν στ’ αλήθεια όχι το πρόσχημα μα η ουσία του κυνισμού του, αφού έκανε μια σύντομη επίσκεψη στη βάση των ληξιαρχικών δεδομένων κατά επάγγελμα, παραδέχτηκε με ενδόμυχη αγαλλίαση (μην τον περνάμε για άμουσο, μουσίζει αυτή η άχαρη χαμαίζηλη και καταχθόνια μουσίτσα: θυμήσου το ρυθμό του ποδοψόφου στο δεξί πέδιλο του Ορφέα, τα ρυθμικά ποδοκροτήματα ανάκλησης στον πάνω κόσμο στα βουβά πένθη, τους διαπεραστικούς ολοφυρμούς πάνω από βόθρους αίματος, τα φτεροκοπήματα στα μαύρα σμήνη των μοιρολογιών, τη θαμπή κορόνα στα πνιγμένα μονοσύλλαβα του γκιόνη, το βράχνιασμα της πένθιμης κουρούνας και τα βάταλα και τα κρόταλα της κλαυσίγελης μαυρογάλανης καρακάξας στις μεγάλες λύπες-), παραδέχτηκε πως καμιά στατιστική αρρυθμία δεν προκαλούνταν στον απρόσκοπτο ανεφοδιασμό του κόσμου του με νέους νεκρούς: οι γηραιότεροι και προς θάνατον ώριμοι μουσικοί εκτελεστές ήταν και οι ικανότεροι. Έφταναν με τον καιρό να κατέχουν τη μουσική γλώσσα που απαιτεί η επικοινωνία με τους νεκρούς, μεγάλους στην ηλικία και μικρούς· κατά συνέπεια αρμόδιοι ήταν τα μικρά νεκρά παιδιά να τέρψουν. Έτσι άρχισε συστηματικά και εντατικά να τους θερίζει κατά ηλικίας κλάση.