Ο μαύρος ο σκύλος ο αράπης ο ταμ ταμ ταμ δεν ήταν ποτέ ανάμεσα στα αγαπημένα μου τραγούδια, μα με ενοχλεί το γεγονός πως στην εποχή μας, όχι μόνο δεν θα είχε απολύτως καμία τύχη αλλά και πως λίγοι στιχουργοί θα τολμούσαν να χρησιμοποιήσουν λέξεις όπως αράπης. Λέξεις ρατσιστικές σαν αυτή, δεν είναι πια αποδεκτές και δικαίως θα μου πεις, εδώ πια έχουμε επίσημα ναζί στη Βουλή. Η πολιτική ορθότητα και τα όριά της όμως, είναι λίγο ασαφή στην καθημερινότητά μου, μερικές φορές δυσκολεύομαι να καθορίσω εάν κάτι είναι εντός του “επιτρεπτού” στη σκέψη και τον λόγο μου. Απ’ την άλλη, μου φαίνεται σχεδόν αστεία η υποχρεωτική παρέλαση όλων των χρωμάτων δέρματος σε ταινίες και σειρές μόνο και μόνο γιατί πρέπει, ενώ δεν είμαι πολύ σίγουρη ότι το διασκεδάζω πια με όλα αυτά.
Τόσα χρόνια, έπειτα από τα τόσα χοντροκομμένα που έγραφα στο blog, έμαθα να μαζεύομαι ένα τσικ παραπάνω και μην γράφω ό,τι μα ό,τι μου κατέβει. Αλλά και πάλι, δεν το κατάφερνα πάντοτε. Ας πούμε, όταν κάποτε έγραψα τη λέξη χάβρα σε ένα κείμενο – με την έννοια της βαβούρας, της φασαρίας και του πανικού για να περιγράψω μια σκηνή -, ένας φίλος Εβραίος, μου τράβηξε το αυτί. Ιδιωτικά και πολύ ευγενικά, με ενημέρωσε τι σημαίνει αυτή η λέξη και γιατί δεν θα έπρεπε να τη χρησιμοποιώ με αυτόν τον τρόπο. Ένιωσα μεγάλη ντροπή που δεν τη γνώριζα, ζήτησα συγνώμη και την άλλαξα αμέσως ενώ ήταν πολύ γλυκό και διδακτικό όλο αυτό. Μέχρι που σιγά σιγά άρχισε να μην είναι.
Τη θέση του ευγενικού διαδικτυακού μου φίλου, πήρε ένα μπουλούκι (πείτε μου ότι μπουλούκι δεν σημαίνει τίποτα περίεργο!) από θυμωμένους και πολύ ανάγωγους τύπους που μου τραβούσαν το αυτί καθημερινά, εννοείται δημόσια, για κάθε “αμφιλεγόμενη” λέξη που έβλεπαν. Ναι, τα blogs δεν θα είχαν πολλή ζωή ακόμη. Σύντομα έγινε σπορ αυτό το πράγμα. Ήθελε πολύ στομάχι να ασχολείσαι με όλους τους δυσκοίλιους (δεν έχω κάτι με τους δυσκοίλιους, το ορκίζομαι!). Όλη αυτή η τρέλα της πολιτικής ορθότητας, της έκανε ένα μεγάλο κακό. Την έκανε γραφική στα μάτια αρκετών, όπως ακριβώς συνέβη και με τον φεμινισμό που ενώ η ανάγκη ύπαρξής του είναι πολύ σημαντική, η “αστυνομία” του φεμινισμού και οι ακρότητες των υποστηρικτών του, τον έχουν μετατρέψει σε ένα μεγάλο αστείο, στην ιδανική αφορμή για να διακωμωδούν καθετί γύρω του, με το που ακούν τη λέξη φεμινισμός και φεμινίστρια. Ενώ δεν θα ‘πρεπε. Τώρα, τα περισσότερα κείμενα που θα δεις σε κοινωνικά δίκτυα, θα είναι χρόνια πολλά, πόσο όμορφοι είμαστε, κόκκινα μπράβο και συγχαρητήρια και πολλά πολλά λάικζ. Πολιτικά ορθή η πλειοψηφία μας αν και η πολιτική ορθότητα και ο μικροαστισμός μάλλον πάνε παρεάκι. Διότι μην ξεχνιόμαστε, στη Βουλή μέσα βάλαμε ναζί.
Τα περισσότερα παραμύθια, τα έχω αλλάξει στα παιδιά ή δεν τους τα έχω πει καθόλου, ενώ κάποια άλλα, τους τα λέω στα πεταχτά αν πρέπει, γελάμε κάποιες φορές μα δεν θα αφήσω ποτέ να γίνουν τα αγαπημένα τους. Διότι εντάξει η Χιονάτη και ο Κοντορεβυθούλης, ίσως δεν με νοιάζει να μην τα ακούσουν και ποτέ. Ο Μισοκωλάκης μου όμως; Δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα να αλλάξω μερικές λέξεις από τα τραγούδια, ναι, να βγάλω τα αραπάκια που παίζουν μουσική από το αμπεμπαμπλόμ, να ξεχάσω ευχαρίστως τη χοντρή που μπαίνει στο τραμ και σπάει τη μηχανή αλλά έτσι όπως το πάμε, πέρα από τα παιδικά παραμύθια και τραγουδάκια, θα πρέπει να περάσουμε σκούπα όλη την ελληνική λογοτεχνία και να τη “διορθώσουμε”. Βέβαια, κάποια έργα δεν σώζονται καθώς η newspeak δεν εφαρμόζεται τόσο εύκολα.
Ποιος Ροΐδης και ποιος στρατηγός Μακρυγιάννης, αυτοί δεν έχουν καμία ελπίδα και μάλλον πρέπει να τους φάει ολόκληρους η μαρμάγκα. Ζαμπέτας, κάτι άλλοι ψιλολαϊκοί, Μπέλλου και σχεδόν όλοι οι ρεμπέτες τρώνε επίσης κουβά, ενώ τον Όμηρο δεν τον βλέπω και πολύ καλά. Αριστοφάνης; Ο ποιος; Τώρα χωρίς Τζιμάκο, μόνο ο Νταλάρας θα μας μείνει και δεν το λες ακριβώς πολιτισμό.
Παραπέρα, αν μέχρι χθες είχαμε εξαντλήσει το θέμα και πλέον αποδεχτεί πως δεν θα πρέπει να συγχέουμε τον παλιάνθρωπο με την τέχνη του, -ναι, ναι, Άκης Πάνου – πως δηλαδή ένας ρατσιστής, ένας εγκληματίας ή απλά ένας σιχαμένος μισάνθρωπος μπορεί κάλλιστα να δημιουργεί αριστουργήματα που *επιτρέπεται* να απολαμβάνουμε, αυτό πια μάλλον δεν ισχύει. Δες πού βρίσκεται η καριέρα του Κέβιν Σπέισι ενώ ακόμη κι αν ακούγεται ο Πάνου, ο Μάικλ έχει ψιλοχοντρομπαναριστεί διότι δεν είναι τόσο πολύ κορέκτ πια να ακούς τα κομμάτια του τη στιγμή που λυσσομανάνε οι αποκαλύψεις παιδεραστίας από νέους που κακοποίησε. Δικαίως κι εδώ. Αλλά μέχρι πού; Ποιος από τους παραπάνω επιτρέπεται να κάνει τέχνη σήμερα και να την αποδεχτούμε ως τέτοια; Ποιος επιτρέπεται να γράψει λογοτεχνία και να την αποδεχτούμε ως τέτοια; Ακόμη κι ένας ναζί; Καθόλου ρητορικά όλα αυτά.
Μήπως όσο περνάει ο καιρός, η αναγκαστική πορεία της πολιτικής ορθότητας είναι να στενεύει τα επιτρεπτά όρια; Μήπως σύντομα θα πρέπει να συμβουλευόμαστε λεξικό για να γράψουμε, να δίνουμε ποινικό μητρώο για να δημιουργήσουμε, να υπογράφουμε δήλωση αθώων προθέσεων για να αστειευτούμε; Θέλω να πω, πως πολύ σύντομα θα πρέπει να ξαναπάρουμε από την αρχή το θέμα της ορθολεξίας διότι όπως και η ορθορεξία, ενώ είναι στο σωστό δρόμο, τελικά μπορεί να σκοτώσει. Στην περίπτωσή μας, την ελεύθερη σκέψη και την ελεύθερη έκφραση.
Ως τώρα, ξεχώριζα εκείνους που είχαν την παιδεία και την ευαισθησία να αναγνωρίσουν πως ειδικά ο δημόσιος λόγος τους, ενδεχομένως να θίξει ανθρώπους και κοινωνικές ομάδες. Περισσότερο όμως, ξεχώριζα εκείνους που είχαν την εξυπνάδα και το χιούμορ να καταλάβουν πότε κάποιος αστειεύεται και πότε θέλει να προσβάλει. Αυτοί όμως που πάντα με θύμωναν ήταν εκείνοι που εκμεταλλεύονταν την πολιτική ορθότητα για να δημιουργήσουν ορθολεξικά και κυρίως, να κερδίσουν. “Ποιος είναι ο κομμουνιστής εκεί κάτω;” φώναξε μια μέρα ένας πρώην εργοδότης στον άντρα μου όταν είδε τη λέξη “γη” σε ένα φυλλάδιο που είχε σχεδιάσει για γεωργικά μηχανήματα. “Έδαφος το λέμε, ποτέ γη εδώ μέσα”, είχε προστάξει θυμωμένος. Αν κάποιοι ξέρουν την απτή δύναμη των λέξεων, αυτοί είναι σίγουρα ο Όργουελ και οι εργαζόμενοι σε διαφημιστικές εταιρείες. Η δύναμη των λέξεων δεν είναι κάτι αόριστο και θεωρητικό. Ξέρω καλά πια πως οι λέξεις δημιουργούν πραγματικότητα, εντυπώσεις, συναισθήματα αλλά και πλούτο. Καταλαβαίνω πόσο σημαντική είναι η πολύ προσεκτική τους χρήση, ειδικά στο δημόσιο λόγο και ειδικά σήμερα που ο δημόσιος λόγος όλων μας είναι και γραπτός και μάλιστα θα μείνει έτσι, γραμμένος για να διαβαστεί τώρα αλλά και *για πάντα*.
Παρόλα αυτά, οι αξίες που η πολιτική ορθότητα θέλει να διαφυλάξει, οι ομάδες ανθρώπων που θέλει να προστατέψει, οι λέξεις που έχουν επιλεχθεί ως κατάλληλες δεν είμαι πολύ σίγουρη πως αύριο θα έχουν την ίδια βαρύτητα, μη σου πω και σημασία. Τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, οι λέξεις αλλάζουν νόημα σαν παλαβές, η γλώσσα εξελίσσεται γρηγορότερα από ότι πριν και οι νέες λέξεις ή οι νέες έννοιές τους, προστίθενται στο λεξιλόγιό μας κατά ριπάς. Μπες για παράδειγμα, σε έναν τυχαίο ορισμό του slang όπως π.χ. ξυλοπόδαρα και ξεκίνα να κοκκινίζεις και να μετράς γνωστές και άγνωστες λέξεις με εντελώς νέα νοήματα. 🙂
Είναι δυσκολάκι όλο αυτό. Δεν ξέρω, ίσως αντί να τρελαινόμαστε τόσο για τις λέξεις μας, θα ήταν καλύτερο να τρελαινόμαστε για τους ανθρώπους που τις φτιάχνουν και τις χρησιμοποιούν. Είναι το μόνο που μπορώ να σκεφτώ ως διαχρονική λύση ώστε να διαφυλαχθούν πρωτίστως οι ιδέες και οι αξίες, ώστε να μην γίνουμε ποτέ στ’ αλήθεια φοβισμένοι και γι’ αυτό αποστειρωμένοι. Αν εστιάσουμε δηλαδή πρώτα στους ανθρώπους που μεγαλώνουμε, στα ήθη και τις αξίες με τις οποίες είναι δομημένοι, ίσως αργότερα να μη χρειάζονται ειδικά λεξικά και αστυνομία για την περιφρούρησή τους. Ίσως μετά να αποκτήσουμε όλοι την καλλιέργεια να βρίσκουμε μόνοι τις καταλληλότερες λέξεις κάθε εποχής. Αν και το μέσο, παραμένει ένα πρόβλημα που πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι με το διαδίκτυο έχει μεγαλώσει. Διότι ένας δημοκράτης και ευγενικός άνθρωπος δεν πειράζει κανέναν μας αν κάνει μια λάθος χρήση λέξης ή ένα τραβηγμένο αστείο στην παρέα, ή έστω και δημόσια σε μια ομιλία, στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση μέχρι χθες, διότι είναι στιγμιαίο και μπορεί να ζητήσει συγνώμη ή να εξηγηθεί, αν χρειαστεί. Διαδικτυακά όμως, τα χοντροκομμένα μας θα βρίσκονται αποκομμένα από εαυτούς, συμφραζόμενα, εξηγήσεις και συγνώμες, να προσβάλλουν για καιρό άμαχο πληθυσμό και όλους τους ανυποψίαστους της αναζήτησης.