Γιαν Βερμέερ, Το ερωτικό γράμμα, π. 1669-1670
Ολίγα σου γράφω και πολλά να καταλάβης
31-10-2019

[Επιστολή αρ. 1]

Πρότον εροτώ δια την καλιν σας υγια και δευτερον αν εροτάτε και δια εμάς καλός υγιένομεν.

[Επιστολή αρ. 5]

Σου έστιλα επιστολήν με το αέριον ταχυδρομείον.

[Επιστολή αρ. 7]

Απορώ γιατί παραπονήσαι γιατί δεν σου γράφω. Δεν περνούν 3-4 μήνες χωρίς να σου γράψω.

[Επιστολή αρ. 10]

δεν παίρνω γράμμα, αυτό με αρρώστησε και έχασα τα μάτια μου και δεν βλέπω, έχασα τα αυτία μου και δεν ακούω… εγώ η δύσμοιρη της τύχης. Ο καϋμός μου είναι αναρίθμητος και έγινα ως σαστισμένη, αχ, αχ, βαχ, βαχ.

[Επιστολή αρ. 13]

Εμείς εδώ είμαστε χαρά γεμάτοι και αισιόδοξοι σαν πραγματικοί κύριοι της καταστάσεως, «θα νικήσουμε αλλά υπέρ την νίκην δόξα».

[Επιστολή αρ. 16]

Θα πολεμήσουμε μέχρι εξαφανισμού του θηρίου της αποκαλύψεως—του τέρατος—που σκώτωσε η θεία δύναμις.

[Επιστολή αρ. 20]

Οι τραυματίες μου του θαλάμου όλοι με κρυοπαγήματα και κομμένα πόδια και δάχτυλα, πιασμένοι καθιστοί στα κρεββάτια τους με μαντύλια χέρι χέρι χορεύουνε… Καλαματιανό.

[Επιστολή αρ. 20]

Εσείς ως Έλληνες όπως όλος ο κόσμος πρέπει να πλέκετε. Μπράβο εγγονούλες μου. Να είσθε γερά και να πλέκετε.

[Επιστολή αρ. 44]

Επειδή εβλέπομεν την εμπόλεμον κατάστασιν εις ην περιήλθε η μεγάλη πατρίς ημών Ελλάς κατά βαρβάρου επιδρομέως, δεν ετόλμων να ζητήσω σύνταξιν παρ’ αυτής.

[Επιστολή αρ. 48]

Ειχα πάρη κ εγώ ένα ζόω δια μέσω αγροτικής τραπέζης και επρόκειτο πλέον να ζήσω κ εγώ όπως όλος ο κόσμος. Αλλά έτυχε κακή σίμπτωσις. Ήλθε επίταξις ζώων εις το χωριό και το διέθεσα πανηγηρηκότατα το μολάρη προς Καταδίωξη του Ανάνδρου ησβολέως ο οπίος ήθελε να εισβάλη εις το πεπολιτησμένον Κράτος της Ελλάδος στο φως τον Γραμάτον ολοκλήρου της Ευρόπης και το πανγκοσμίο κόσμου.

[Επιστολή αρ. 64]

Το δεύτερο γεγονός είναι η εκποίησις του κλειδοκυμβάλου της μεταστάσης εκ μέρους του συζύγου της. Μ’ όλον ότι το ωραίον αυτό όργανον της χαράς και της λύπης δεν μπορώ να πω ότι ήταν το πιο αγαπημένο της αντικείμενον, βλέπω με λύπη μου το κενό που έχει αφήσει.

[Επιστολή αρ. 64]

Ο μπαμπάς σας κατάντησε να μαζεύη τα αποτσίγαρα από τον δρόμο διότι ο τουρισμός δεν επιτρέπει κυκλοφορία με τυρόπιττες και δεν μπορεί να πουλήσει.

[Επιστολή αρ. 71]

Η κυρία Πελαγία, χλωμή, κουρελιασμένη και μετά βιαίας εξώσεως μετεφέρθη εις την οδόν…

[Επιστολή αρ. 89]

Για σας 100 δολλάρια είναι χαρτζηλίκι, για μας είναι ανάσταση.

[Επιστολή αρ. 98]

Κατίνα μου,

με χαρά σας γράφω πος γίναμε γονής. Μας ρίξανε την Τρίτη τον Χρειστουγένον ένα μορώ μόλις είχε γενιθή, κάναμε τον σταυρό μας και το κρατήσαμε στο όνομα του Θεού, δόξα το Θεό είναι υγιέστατο, τόρα αρχίζει και γελάη μας έχει ξετρελάνη. Μας ήρθε πολύ περιφρονιμένο, μισοπαγομένο, γυμνό μέσα σε παλιόρουχα κλισμένο, πουντιασμένο. Ήδαμε και πάθαμε να το σενεφέρομε, έχουμε παραμάνα και το βυζαίνη δύο φορές την ημέρα και τα υπόλοιπα, τρόι γάλα βλάχας με ρογοβίζη. Είναι πολύ φαγάρικο. Του κυρίου αδελφού σου του κακοφάνηκε του συμφεροντολόγου, σαν δεν ντρέπεται.

[Επιστολή αρ. 111]

Αδελφέ μου Γεώργιε,

Όταν το γήρας ποτέ με πλήξη

Και της νεότης παρέλθη ο χρόνος

Ή στο διάστημα αυτό αποθάνω

Να με ενθυμείσθε εκ της εικόνος.

[Επιστολή αρ. 116]

Παντρεύτηκα. Θα είμαι γυναίκα του θέλει και δεν θέλει.

[Επιστολή αρ. 131]

Είθε η αδιαίρετος τριάς να κολοβώση τους χρόνους του χωρισμού μας και να ενώση τα χείλη μας συντόμως… Τώρα εγώ έχω ποτίσει και καταπλημμυρρίση την χώραν ταύτην του Ατλαντικού και μέχρι των ακτών του Ειρηνικού και από τα σύνορα του Καναδά έως των συνόρων του Μεξικού μετά πολλά δακρυά μου, κατά τους πολλούς και παντοίους πειρασμούς ους επείρασέ με ο Θεός μου, ίνα κατωρθώση εις τέλος και μαλάξει την γρανίτου όντως γρανιτωδεστέραν υπόστασιν της ψυχής μου. Οι βουνοί και αι νάπαι, αι έρημοι και αι πόλεις, αι αγυιαί και οι τοίχοι, τα τραμ και πολλοί των ανθρώπων θα μαρτυρήσουν την αλήθειαν των γραφομένων μου.

[Επιστολή αρ. 132]

Μέσα από τα βάθη της ψυχής μου που το παν χαίρει και αγαλιά την ύπαρξιν του όντος φιλικού δεσμού σκυρτά και μεγαλουργεί το ον μιας υπάρξεως και δημιουργεί τον δεσμόν της χαράς και της ευυδαιμονίας. Το πονεμένο όμως στήθος της ψυχής το οποίον αναμένει την στιγμήν καθ’ ην θα του ιατρεύση τα δημιουργηθέντα πλήγματα εκ της σφαίρας της σιωπής, αγωνιά, παλεύει εις το πέλαγος των αμφιβολιών και ογκώνει έτι περισσότερον τας πληγάς της φυγαδευθείσης υποστάσεως, της υπάρξεως και του πεδίου της ερεύνης, το οποίον αναζητεί παντοιοτρόπως να γλυκάνει και να σβύση κάθε δίψα της ζωής. Η χαρά δια μίαν στιγμήν μοναχά δεν πρέπει να είναι αλλά αρμόζει να εξωτερικεύεται, να μεγεθύνει τα τεμένη του οικοδομήματος αφού χαρά δεν είναι τίποτε άλλο ει μη καθήκον και αποπεράτωσις.

Διήλθε διάστημα τριάκοντα ημερών και απάντησις καμμία. Ποικίλλαι σκέψεις περιστοιχίζουν το μυαλό μου χωρίς να δίδωσι το καλλίσταγμα της ζωής παρά οσημέραι γίνονται ογκωδέστεραι δημιουργούσαι φάσματα. Την σιωπήν ταύτην δεν την αποδίδω αλλού πού ει μη εις μίαν αδιαθεσίαν ης ζωής σας. Εκτός εάν συμβαίνει τίποτε άλλο άγνωστον εις εμέ. Με την σιωπήν ταύτην μου απαγορεύεται δι’ ολίγον διάστημα τον δρόμον της ζωής.

[Επιστολή αρ. 147]

Εδώ γίνονται καταπληκτικά θαύματα. Παρουσιάζεται η Παναγία μας και εμποδίζει τους Ιταλούς να κάμουν τα κακουργήματά τους. Ο κόσμος εδώ έγινε πολύ θρήσκος και όλοι πηγαίνουν στις εκκλησίες. Έχουν γίνει καλοί άνθρωποι από τα πολλά όπου συμβαίνουν καθημερινώς θαύματα. Η Παναγία μας είπε ότι θα νικήσωμεν. Ζήτω η Ελλάς.

[Επιστολή αρ. 152]

Έχομεν σπουδαίο καταφύγιο και ο Θεός από πάνω.

[Επιστολή αρ. 159]

Εδώ γράφουν οι εφημερίδες ότι εις τα Κύθηρα αποβιβάστηκαν Άγγλοι. Αν είναι μεταξύ τους και Αυστραλοί περιποιηθείτε τους και πέστε τους ότι είναι εκ μέρους μου. Εσωκλείστως εύρε 10 λίρες.

[Επιστολή αρ. 162]

Σουλτανίτσα μου,

ευχαρίστως έλαβα το γραμματάκι σου. Ο καιρός εναλλάξ πότε ψυχρός, πότε θερμός αναλόγως των ανέμων βορρά και νότου. Η υγεία μου η αυτή.

[Επιστολή αρ. 164]

Τα νέα της Ελλάδος τα μάθατε. Το μουλάρι μάς το πήρανε.

[Επιστολή αρ. 165]

Συμφόνως τας εφημερίδας υπεριφανευόμεθα να λεγόμαστε Έλληνες.

[Επιστολή αρ. 167]

Τα κατωρθώματα των σημερινών Ελλήνων απέδειξαν ότι είμεθα κατ’ ευθείαν πρόγονοι των αθανάτων ηρώων του χρυσού αιώνος Περικλέους, Λεωνίδα, Κολοκοτρώνη κλπ. κι έτσι παύει κάθε συζήτησις Ιταλών τινών οίτινες αμφισβήτησαν την καταγωγήν μας.

[Επιστολή αρ. 168]

Ο Θεός μας αξίωσε να δοξασθώμεν και ημείς ωσάν τους προγόνους μας, όπου γενίκαμεν άξιοι να γραφώμεν εις την κλασσικήν ιστορίαν Μαραθώνος, Πλάτονος, και Σαλαμίνης.

[Επιστολή αρ. 173]

Η κηδεία πολυτελεστάτη: Δεσποτάδες δύο, παπάδες τρεις, διάκοι το πιο λίγο να σας πω τέσσερις, ψαλτάδες πολλοί, λόγους οι διάκοι που έκαναν όλον τον κόσμο να κλαίη με λυγμούς, οι προσπάθειές μας μεγάλες, γιατροί, τρισάγια, γιατρικά απεριγραπτα και όμως κανέν αποτέλεσμα.

[Επιστολή αρ. 177]

Στην κυρία να προστεθούν νυφικά ρούχα και πέπλο. Το φόρεμα άσπρο νυφικό. Το πρύξιμο από το σαγόνι από κάτω να αφαιρεθή. Στον κύριο να προστεθή κολλάρο και γραβάτα. Τα μαλλιά του να γίνουν σγουρά και της κυρίας να οντουλαρισθούν όσα φαίνονται. Το καπέλλο της κυρίας να αφαιρεθή και να προστεθούν μαλλιά οντυλέ. Τα μάτια να βγουν και τα δύο καλά.

[Επιστολή αρ. 187]

Μελετηθήτω και κρίσιν πειούν και κρίση οι έμοι δικαία έστι. Μην με παρεξηγήσετε στο τι γράφω μερικάς λέξεις αρχαίας ελληνικής ιστορίας, διότι από γράμματα δεν μπορεί άλλος να με περάση. Αλλά δεν είμαι στα οικονομικά όπως είμαι στα γράμματα. Κι έτσι δεν μοιάζουν είναι δύο Άκρα Αντίθετα και γίνεται Αποσύνθεση των πράξεων.

[Επιστολή αρ. 189]

Δεν μπορώ να σου γράψω πολλά διότι είναι λεγοκρισία. Ολίγα σου γράφω και πολλά να καταλάβης.

«[Εγγραφή από το «Ημερολόγιο Κατοχής» του Μίνου Δούνια]

»2 Ιανουαρίου [19]44

»Μέσ’ στην καρδιά του χειμώνα και τον πόλεμο, έχουμε αληθινό χείμαρρο από λογοτεχνική δημιουργία. Βενέζη: Αιολική Γη, Β. Ρώτα: Παιδικά Τραγούδια, Ο. Ελύτη: Ήλιος ο πρώτος, Γ. Χατζίνη: Τρεις σταθμοί, Φ. Κόντογλου: Ο Θεός Κόνανος και πολλά άλλα.

»[ό.π.] 28 Αυγούστου [19]44

»Τουφεκίζεται ο Θ. Δολασίκ. ¹ Ο πατέρας του τον παρέλαβε από το νεκροτομείο όπου ήταν πεταμένος μαζί με άλλα πτώματα. Μ’ ένα τσιγκέλι τον ψάρεψαν από το σωρό, όπως τα πρόβατα ο χασάπης. Είχε πολλά τραύματα στο πρόσωπο και στο σώμα.»

(¹)Σημ. του επιμελητή Κυριάκου Ντελόπουλου: «Ο Θεοδόσιος Γ. Δολασίκ, απόφοιτος του Κολλεγίου Αθηνών της τάξης του 1941, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στις 24.8.1944. Ήταν μέλος της βρετανικής “Ομάδας 133” η οποία ενεργούσε σαμποτάζ και άλλες πράξεις κατά του εχθρού. Το επεισόδιο αναφέρεται στον τρόπο παραλαβής του σώματος από τον πατέρα του, ο οποίος έσπευσε στο νεκροτομείο και το παρέλαβε έπειτα από φιλική πληροφορία παρά τις απαγορεύσεις των Γερμανών. Μυστικά ετάφη στο Α’ Νεκροταφείο.»

Στην έμπρακτη, σταθερή, στοργική φιλία του Κυριάκου Ντελόπουλου προς τον Μίνο Δούνια χρωστάμε τη μεταθανάτια έκδοση δυο πολύτιμων μαρτυριών: του ημερολόγιου της Κατοχής που κράτησε ο σπουδαίος μουσικολόγος, μουσικοκριτικός και παιδαγωγός Δούνιας (1900 – 1962) από τις 23 Απριλίου 1941 ως τις 17 Ιανουαρίου 1945 και 191 επιστολών που αντάλλαξαν ανώνυμοι άμαχοι και πολεμιστές από το Νοέμβρη του 1940 μέχρι και τον Απρίλη του 1941. Με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου η ελληνική Κυβέρνηση επέβαλε για λόγους εσωτερικής ασφάλειας λογοκρισία σε διάφορους τομείς και οπωσδήποτε στην αλληλογραφία. Ο Δούνιας κλήθηκε να συμμετάσχει σε επιτροπή λογοκρισίας επιστολών από την αρχή ως το τέλος του πολέμου. Και δεν δίστασε ευτυχώς—αντιθέτως, θεώρησε πνευματικό του καθήκον να τις διαφυλάξει, επιλέγοντας και αντιγράφοντας λαθραία, τις ολοζώντανες αμίμητες «φωνές» (ο χαρακτηρισμός είναι του Ντελόπουλου) που αντηχούν με προφορική και αχτένιστη αμεσότητα στα συγκλονιστικά γραπτά τεκμήρια που πέρασαν από τα χέρια του. Τόσο το «Ημερολόγιο Κατοχής» όσο και οι Επιστολές απόκεινται στο Αρχείο του ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ, δωρισμένα το 2006 από τον Κυριάκο Ντελόπουλο, στου οποίου την εκδοτική διάκριση τα είχε εμπιστευτεί ο Δούνιας. Το «Ημερολόγιο», με τίτλο «Έπειτα από 120 χρόνια ελεύθερης ζωής είμεθα πάλι σκλάβοι: Το ημερολόγιο Κατοχής του Μίνου Δούνια», εκδόθηκε με επιμέλεια και παρουσίαση Ντελόπουλου το 1987 από τις εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας» και φέρεται, αλίμονο, εξαντλημένο. Η επιλογή των επιστολών με τίτλο «Θα νικήσουμε αλλά υπέρ την νίκην δόξα: Το “Σαράντα” μέσα από τις επιστολές των πολεμιστών και των αμάχων», εκδόθηκε το 2006 από τις εκδόσεις «Άγρα» και κυκλοφορεί. Αντίθετα από αυτήν τη δίπτυχη ενεργό παρακαταθήκη ζωτικής μνήμης, τουλάχιστον εν μέρει προσιτή, η πνευματική προσωπικότητα του Μίνου Δούνια όπως εκφράστηκε στο σπουδαίο μουσικολογικό, μουσικοκριτικό και μουσικοπαιδαγωγικό του έργο εξακολουθεί σχεδόν εξήντα χρόνια μετά την πρόωρη απώλειά του και την πρώτη, μόνη, εξαντλημένη και δυσεύρετη, εξαιρετικά παρουσιασμένη, αλλά χωρίς ευρετήριο, επιμνημόσυνη εκλογή από τη μουσική σημειωματογραφία του (με φροντίδα του φίλου του Γ.Ν. Πολίτη, και τίτλο «Μουσικοκριτικά», στο «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 1963) να απαιτεί με τόσο μεγαλύτερη επίταση όσο καλπάζει ο χρόνος και πυκνώνει η απειλή της λήθης και της απώλειας μιας αναντικατάστατης βιωματικής εγγύτητας, τη μέριμνα τής, σήμερα πια, τόσο ανθηρής και δραστήριας ελληνικής μουσικολογικής κοινότητας, που ασφαλώς χρεώνεται την ιστορική συνειδητοποίηση της οφειλής και του δημόσιου ρόλου της.