Η κυβέρνηση που εκλέχτηκε με σημαία της την αριστεία, και που πολύ γρήγορα φάνηκε πως αντί για κυβέρνηση αρίστων είναι κυβέρνηση ημετέρων, κάτι που υψηλόβαθμα στελέχη της παραδέχονται ανερυθρίαστα, εχει προτεραιότητά της όσον αφορά την εκπαίδευση, τι άλλο; την «αριστεία».
Έχοντας προφανώς λυμένα τα κρίσιμα και βασικά της προβλήματα όπως, για παράδειγμα, την υποχρηματοδότηση που μέσα στα χρόνια της κρίσης (αλλά και πιο πριν) έχει αφήσει τα σχολεία χωρίς υποδομές, χωρίς εξοπλισμό, με σχολικά κτίρια ασυντήρητα, και κυρίως χωρίς καθηγητές , ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε το υπουργείο παιδείας της κυβέρνησης των αρίστων ηταν η κατάργηση της κλήρωσης για την επιλογή σημαιοφόρου στα δημοτικά. Στην εκπαιδευτική βαθμίδα που αμφισβητείται από πολλούς ειδικούς η ανάγκη ύπαρξης βαθμολόγησης, που στο πρότυπο για πολλούς φινλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν υπάρχει βαθμολόγηση, που στην πράξη πάνω από το 70% των μαθητών παίρνει 10, προτεραιότητα του υπουργείου δεν ήταν τα τόσα προβλήματα που υπάρχουν αλλά το να μην συμμετέχει εκείνο το 30% των μικρών μαθητών που παίρνει 9 ή 8 στην κλήρωση. Αυτό το 30% που πολύ πιθανά αποτελείται από παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, με οικογενειακά, οικονομικά ή κοινωνικά προβλήματα, με προβλήματα γλώσσας, αυτό το 30% που πολύ πιθανά ξεκινάει το άκρως ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό του ταξίδι από μειονεκτική θέση, δεν πρέπει να κρατήσει τη σημαία της αριστείας. Τα ΜΜΕ τους έσπευσαν να χειροκροτήσουν το μέτρο και να το παρουσιάσουν σαν θέμα υψίστης σημασίας, με παραπλανητικά ρεπορταζ στα οποία ρωτούσαν μαθητές λυκείου (βαθμίδας όπου τίποτα δεν άλλαξε) πως νιώθουν που επιτέλους επιβραβεύεται η αριστεία τους με την τιμητική θέση του σημαιοφόρου.
Χθες ανακοινώθηκε πως «Η ανησυχία που επικρατεί στην πολιτική ηγεσία (του υπουργείου παιδείας ) είναι ότι: Α. Στα Δημοτικά δεν τηρείται η κλίμακα βαθμολογίας από 5 έως 10. Και Β. Στα Γυμνάσια και Λύκεια τα “άριστα” δίνονται με το “τσουβάλι” , καθώς 1 στους 4 μαθητές έχει Μέσο Όρο Βαθμολογίας από 18,5 έως 20.». Και μάλιστα, η αντικειμενική βαθμολόγηση των μαθητών θα αποτελέσει κριτήριο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Αν δηλαδή ο εκπαιδευτικός βαθμολογεί λαμβάνοντας υπόψη του ευρύτερα παιδαγωγικά κριτήρια, δεδομένου ότι γνωρίζει τους μαθητές του προσωπικά, γνωρίζει τις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες τους, γνωρίζει το αν και πόσο προσπαθούν, το αν έχουν υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον και μια σειρά άλλων παραμέτρων, αντί να αξιολογεί ξερά και αντικειμενικά την σχολική επίδοση, αυτό τον καθιστά κακό εκπαιδευτικό και πρέπει κάποιος να τον μαλώσει. Αυτόν τον εκπαιδευτικό τον υποαμοιβόμενο, τον επιφορτισμένο με διάφορες εξωδιδακτικές υποχρεώσεις, που εκτός από την κούρασή του έχει να αντιμετωπίσει την ολοένα αυξανόμενη απαξίωσή του , την υποβάθμιση του ρόλου του και του θεσμού τον οποίο υπηρετεί, αυτόν θα τον αξιολογήσει το υπουργείο των αρίστων και στην περίπτωση που τα καταφέρνει να κάνει το σωστό, να βαθμολογεί δηλαδή ανάλογα με τις ειδικές συνθήκες που βιώνει ο κάθε μαθητής του, «θα τον παραπέμπει σε συγκεκριμένη επιμόρφωση» (βλ προηγούμενο λινκ).
Έχεις, λοιπόν, ένα εκπαιδευτικό σύστημα που εδώ και δεκαετίες έχει ανάγκη επικαιροποίησης, που στα χρόνια της κρίσης ειδικά πάσχει όσο ποτέ από την υποχρηματοδότηση, με χιλιάδες ελλείψεις και χιλιάδες κενά, έχεις την διαπιστωμένη απαξίωση αυτού του συστήματος από τους πάντες και ειδικά από τους μαθητές, έχεις εκπαιδευτικούς υποαμοιβόμενους και κουρασμένους, και αντί να αναζητάς λύσεις σε όλα αυτά τα προβλήματα, αντί να αναζητάς «πολιτικές εμβάθυνσης στη δωρεάν υποχρεωτική εκπαίδευση, επιδίδεσαι σε ακραίες ταξικές διευθετήσεις που βαθαίνουν τις κοινωνικές διακρίσεις και αποκλεισμούς» (Γ.Μαυρογιώργος, καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων).
Λίγες μέρες πριν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα του διαγωνισμού του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση, δηλαδή του PISA 2018, όπου η Ελλάδα «πάτωσε».
«Μεταξύ των 37 χωρών του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είναι μόνιμα ουραγός: στην 34η θέση. Μεταξύ των 79 χωρών που μετείχαν στον διαγωνισμό, η Ελλάδα βρέθηκε στην 43η/44η θέση. Μάλιστα, η ποιοτική ανάλυση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού καταδεικνύει την αδυναμία του ελληνικού σχολείου να αμβλύνει τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες. Οι μαθητές από ευνοϊκό κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις στην κατανόηση κειμένου από όσους προέρχονται από χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, με διαφορά 84 μονάδων.» γράφει ο Α.Λακασάς, και είναι αυτονόητο.
Η εκπαιδευτικός Μάρθα Πασχαλίδου συνδέει τα δύο θέματα: «Πρέπει να είναι κανείς εντελώς κοντόθωρος για να μην συνδέσει τη χαμηλή θέση της Ελλάδας στον διαγωνισμό με τη γενικότερη δυσπραγία που βιώνουμε στην εκπαίδευση και την κοινωνία από την κρίση και μετά. Το ήδη εξαιρετικά μικρό ποσοστό του ΑΕΠ που διατίθεται από τη χώρα μας για την παιδεία, συρρικνώθηκε έτι περαιτέρω (μαζί με το ΑΕΠ φυσικά), ενώ παράλληλα η εκπαίδευση πρέπει να είναι ο μόνος τομέας του δημοσίου όπου οι προσλήψεις πάγωσαν εντελώς εδώ και δέκα (10) χρόνια.
Όποιος δοκιμάσει να απαντήσει σε ένα τεστ PISA, μπορεί πολύ εύκολα να αντιληφθεί γιατί πατώνουν οι μαθητές μας. Οι ερωτήσεις δεν βασίζονται στην αποστήθιση αλλά στην κρίση, στις γενικές γνώσεις για τον κόσμο, στη δημιουργικότητα και στη σύνδεση της γνώσης με την πραγματική ζωή, όλα αυτά δηλαδή που το ελληνικό σχολείο (αλλά και όχι μόνο, αν δούμε τι “διδάσκονται” από ΜΜΕ και κοινωνία τα παιδιά) αποστρέφεται μετά μανίας.
Σε όλα αυτά το Υπουργείο αποφάσισε να απαντήσει όχι με προσλήψεις καθηγητών, όχι με ενίσχυση υποδομών (αλήθεια, τι περίεργο που στην ενότητα “science” οι μαθητές μας, που από φυσική και χημεία ξέρουν μόνο να λύνουν τυποποιημένα προβλήματα, δεν τα πηγαίνουν καλά, τι να φταίει άραγε), όχι με επιμορφώσεις, αλλαγή στοχοθεσίας αναλυτικών προγραμμάτων ή έστω μείωση της θηριώδους και ανεδαφικής ύλης ώστε να μπορούν να εμπεδωθούν τα βασικά, αλλά με έναν νέο καταιγισμό εξετάσεων ολούθε, που θα στηρίζονται όπως πάντα στην αποστήθιση, με εμμονή στην “αντικειμενική βαθμολογία” – (ανησυχούν λέει που στο δημοτικό δεν μπαίνουν βαθμοί από το 5 και πάνω, αλλά “χαϊδεύουν” τους μαθητές με δεκάρια), με τράπεζα θεμάτων – που θα ισοπεδώσει ό,τι απέμεινε από δημιουργική διδασκαλία σε λογοτεχνία και λοιπά μαθήματα ανθρωπιστικών επιστημών, και φυσικά σε “αξιολόγηση” των εκπαιδευτικών, διότι αυτοί εννοείται φταίνε για τις επιδόσεις των παιδιών. Πάντα.»
Οι επιδόσεις των μαθητών μας στο διαγωνισμό του ΟΟΣΑ δεν είναι το κύριο ζήτημα για μας. Δεν ξεχνάμε αυτό που λέει και πάλι ο Γ.Μαυρογιώργος, ότι «Το Project PISA είναι μια μονοπωλιακή νεοφιλελεύθερης σύλληψης γενικευμένη εφαρμογή ανταγωνιστικής συγκριτικής αξιολόγησης, σε παγκόσμια κλίμακα. (…) Μια τέτοια διερεύνηση μας βοηθάει να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους εκπαιδευτικοί και μαθητές καλούνται να γίνουν πιο αποτελεσματικοί φορείς πολιτιστικής και κοινωνικής αναπαραγωγής. Επιλέξαμε να σκιαγραφήσουμε το «αφήγημα ΟΟΣΑ/PISA», από την πλευρά αυτών που υφίστανται τη βία των κοινωνικών ανισοτήτων και διακρίσεων στην εκπαίδευση και που αντιμετωπίζουν τον διεθνή ανταγωνιστικό διασυρμό τους, καθώς η χώρα κατατάσσεται σε όλες τις εφαρμογές PISA μιας δεκαπενταετίας (2000-2015) στην τρίτη ομάδα των χωρών της «ουράς». Οι συγκεκριμένοι «ουραγοί», όπως και οι «άριστοι», είναι κατασκευή του ΟΟΣΑ/PISA, με τις περίτεχνες αλλά αναξιόπιστες επινοήσεις συγκριτικής αξιολόγησης των επιδόσεων, τις μετρήσεις, τις στατιστικές αναλύσεις και τις κατατάξεις (Grek, 2009). Δεν έχει τόση σημασία, ποιος κατατάσσεται σε ποια κατηγορία, όσο το ότι υποστηρίζεται ένας ανταγωνισμός πάνω σε ένα δραματικά αναπροσδιορισμένο περιεχόμενο «εκπαίδευσης δια βίου», με επίκεντρο δεξιότητες και ικανότητες που καλύπτουν τις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς.»
Για μας το σημαντικό είναι αυτό που βιώνουμε καθημερινά μέσα στην τάξη: η αδιαφορία και η απαξίωση των μαθητών μας για ένα σχολείο που δεν τους παρέχει αυτό που έχουν ανάγκη σήμερα, τόσο σε επίπεδο οργάνωσης όσο και σε επίπεδο περιεχομένου, ένα σχολείο παρωχημένο. Η αδιαφορία, η βαρεμάρα, η πλήξη που τους οδηγούν να εξαντλούν το όριο των απουσιών και που συχνά μας δημιουργούν την αίσθηση ότι ματαιοπονούμε.
Εμάς μας καίει και μας πονάει αυτό που λέει ο Σεφέρης: «Τα γράμματα είναι από τις πιο ευγενικές ασκήσεις κι από τους πιο υψηλούς πόθους του ανθρώπου. Η παιδεία είναι ο κυβερνήτης του βίου. Κι επειδή οι αρχές αυτές είναι αληθινές, πρέπει να μην ξεχνούμε πως υπάρχει μια καλή παιδεία εκείνη που ελευθερώνει και βοηθά τον άνθρωπο να ολοκληρωθεί σύμφωνα με τον εαυτό του και μια κακή παιδεία εκείνη που διαστρέφει και αποστεγνώνει και είναι μια βιομηχανία που παράγει τους ψευτομορφωμένους και τους νεόπλουτους της μάθησης, που έχουν την ίδια κίβδηλη ευγένεια με τους νεόπλουτους του χρήματος».