Οι εξετάσεις των γιορτών
26-12-2018

Στην προπαίδευση του Ναυτικού στον Πόρο, ένα βράδυ θα είχαμε γιορτή. Ζωντανή μουσική, λαϊκά αλλά και κάποια πιο σύγχρονα τραγούδια (θυμάμαι το «Σε ένιωσα μέσα μου παντού, σαν να μην πέρασε μια μέρα»), από μια μπάντα του Ναυτικού. Με την χαρακτηριστική καμπάνα φωνή του ο Αρχικελευστής που κάθε πρωί μας μάλωνε, προειδοποιούσε και εμψύχωνε μαζί, μας εξήγησε ότι δεν είναι υποχρεωτική μόνο η παρουσία μας στη γιορτή, αλλά και η ενεργός συμμετοχή μας. Μας έδωσε εντολή να διασκεδάσουμε. Όπως όταν τρώγαμε μας φώναζαν «το φαγητό είναι κίνηση», για να μας εξηγήσουν ότι το φαγητό δεν είναι ούτε χαλάρωση, ούτε απόλαυση, ούτε χαβαλές, αλλά μια ακόμη προβλεπόμενη υποχρέωση στο ημερήσιο πρόγραμμα, έτσι κι εδώ ήταν η γιορτή η προβλεπόμενη υποχρέωση, υποχρέωση η οποία ακριβώς επειδή δεν εντασσόταν στο ημερήσιο πρόγραμμα, αλλά ήταν κάτι το εξαιρετικό, όφειλε να εκπληρωθεί με συμμετοχή όχι μόνο σωματική αλλά και ψυχική. Αν με το φαγητό ο στρατός σε κρατούσε σωματικά ζωντανό (επειδή έτσι είχε κρίνει ότι είναι το πρέπον) και άρα εσύ όφειλες να καταπιείς την τροφή για να παραμείνεις ζωντανός και να εκπληρώσεις την υποχρέωσή σου απέναντί του, με τη γιορτή ο στρατός σου προσέφερε ψυχική ανάταση, χαλάρωση, κέφι, ψυχαγωγία και άρα εσύ όφειλες να ψυχαγωγηθείς και να εκπληρώσεις την υποχρέωσή σου απέναντί του.

Ωστόσο ο στρατός είναι εξ ορισμού μια κατάσταση εξαίρεσης. Και μια κατάσταση εξ ορισμού στα σύνορα ρεαλισμού – σουρεαλισμού. Μια κατάσταση που εξ ορισμού η ακραία σοβαροφάνεια της επίσημης, τυπικής κανονικότητας είναι στα όρια της αυτοπαρωδίας. Μια θεατρική παράσταση, με στολές, σκηνικά και καθορισμένους ρόλους. Όταν υπηρετείς σε καιρό ειρήνης, τίποτα από ό,τι κάνεις εδώ δεν το κάνεις ακριβώς στα σοβαρά. Το κάνεις επειδή προβλέπεται, το κάνεις επειδή σε διατάζουν, το κάνεις μέχρι να τελειώσει η θητεία σου (κι αν την υπηρετείς και με τα κατάλληλα βύσματα τότε οι ιστορίες που θυμάσαι να λες έχουν να κάνουν με εντολές για διασκέδαση και δεν βρίθουν ακριβώς από κακουχίες και ζόρια).

Όπως και να ΄χει, αφού εκεί που τελειώνει η λογική αρχίζει ο στρατός, πριν και μετά τον στρατό η λογική είναι πάλι παρούσα (αν το πάρεις λογικά δηλαδή). Οπότε στις δικές της γιορτές κανείς δεν σε υποχρεώνει να συμμετέχεις, ούτε σωματικά ούτε ψυχικά. Δεν υπάρχει τίποτα το επιβεβλημένο απ΄έξω, καμία κοινωνική πίεση να εσωτερικευθεί, δεν υπάρχουν σουρεαλιστικές διαταγές ανωτέρων, τίποτα δεν στέκεται πάνω από σένα, κανείς δεν μπορεί να σε διατάξει. Άμα θες συμμετέχεις. Άμα θες γιορτάζεις. Κι άρα άμα δεν θες, δεν νιώθεις υπό καμία έννοια κι άσχημα. Δεν νιώθεις ότι όλοι οι άλλοι γύρω σου γιορτάζουν κι εσύ είσαι ο διαφορετικός, ο περίεργος, ο που κάτι έχει κάνει λάθος, ο μη κανονικός.

Δεν νιώθεις ότι οι γιορτές είναι εξετάσεις που πρέπει να περνάς κάθε χρόνο. Αν δεν έχεις ανθρώπους γύρω σου να γιορτάσεις μαζί τους ή αν έχεις και δεν θέλεις να γιορτάσεις μαζί τους, δεν νιώθεις ότι παραδίδεις λευκή κόλλα και κόβεσαι στις μεγάλες εξετάσεις της ζωής, της κανονικότητας, της κανονικής ζωής. Κάθε χρόνο οι μεγάλοι μεγαλώνουν λίγο ακόμα, οι μεσαίοι μεγαλώνουν λίγο ακόμα, οι νέοι μεγαλώνουν λίγο ακόμα, τα παιδιά μεγαλώνουν λίγο ακόμα. Έρχονται και φωτογραφίζονται μπροστά στο γιορτινό τραπέζι σε μια φωτογραφία που δεν θα βγει ποτέ. Τους φωτογραφίζει ο χρόνος, καταγράφοντας το μεγάλωμα ως παρακμή και το μεγάλωμα ως ακμή. Ενίοτε φωτογραφίζει και απουσίες: κάποιος αυτόν τον χρόνο πέθανε. Κι αυτό ήταν. Δεν του αναλογούν άλλες γιορτές. Ή κάποιος αυτόν τον χρόνο έφυγε. Δεν είναι πια εδώ. Αποφάσισε να γιορτάζει αλλού. Ή αποφάσισε να γιορτάζει μόνος του. Ή αποφάσισε να μη γιορτάζει πια τις γιορτές με αυτόν τον τρόπο. Έφυγε από το καταφύγιο. Έφυγε από την προστασία. Έφυγε.

Τον «Φάνη» δεν πρέπει να τον είχαν πει στη γιορτή της προπαίδευσης. «Δυο χρόνια είχα να σε δω και σε συνάντησα ξανά μια Κυριακή. Κερνούσες ούζα και κονιάκ στο καφενείο και τα καλά σου φόραγες σαν να `τανε γιορτή». Είναι μια γιορτή που ο ίδιος ο άνθρωπος που κερνά τη νιώθει σαν γιορτή. Σαν γιορτή δική του. Τις εξετάσεις του τις πέρασε πριν. Δεν είναι η γιορτή οι εξετάσεις του. Η γιορτή του είναι γιορτή. Πιθανότατα γιορτές θα κάνει μόνος του. Στην «Γιορτή της Μπαμπέτ», η Μπαμπέτ παραθέτει ένα δείπνο που παίρνει από την έννοια «γιορτή» κάθε τι το θεσμισμένο, κάθε τι το υποχρεωτικό, κάθε τι το προβλεπόμενο, κάθε τι το περιοδικά επαναλαμβανόμενο και της αποδίδει χαρακτήρα μοναδικό, ανεπανάληπτο, αλησμόνητο. Η γιορτή είναι της Μπαμπέτ κι ας μην γιορτάζει η ίδια. Η Μπαμπέτ γιορτάζει τον τρόπο που έμαθε να μαγειρεύει και τον τρόπο που έμαθε να προσφέρει και να αγαπά. Στη «Χώρα Προέλευσης», σε οικογενειακό τραπέζι ο γιος ρωτάει τον πατέραQ «Γιατί δεν μπορεί να είναι μια φορά η χαρά χαρά μαζί σου;». Δεν θυμάμαι τι γιόρταζαν. Πάντως ήταν όλοι μαζί. Δεν θυμάμαι τι έφταιγε στον πατέρα. Ίσως δεν ήταν ποτέ άνθρωπος που του αρέσαν οι γιορτές. Και οι χαρές. Ή ένα συγκεκριμένο είδος γιορτής. Κι ένα συγκεκριμένο είδος χαράς.