Οι δυο όψεις της γηπεδικής εκκλησίας
20-04-2018

Είναι το διάστημα που η Ρεάλ δεν πάει καλά στο χθεσινό παιχνίδι και που ο Παναθηναϊκός έχει ένα μικρό προβάδισμα, αλλά που με τους ως τότε οιωνούς ενάμιση αγώνα δείχνει ισχυρό. Ένας από τους βοηθούς του Λάσο γυρνά προς την εξέδρα κι αρχίζει να μανουριάζει με τους οπαδούς. Κάτι προφανώς θα προηγήθηκε για να μανουριάσει, αλλά βλέποντας τη σκηνή από το γήπεδο, καταλαβαίνει κανείς ότι δεν είναι μια αντίδραση παροδικής έκρηξης. Είτε έχει μάθει μια ζωή σε γήπεδα εκκλησίες, με αποτέλεσμα και το κερί που θα στάξει να του φαίνεται σκανδαλώδες, είτε μανουριάζει προβοκατόρικα προκειμένου να αρχίσουν να του πετάνε την Άρτα και τα Γιάννενα, την Τενερίφη και το Αλμπαθέτε.

Αλλά δεν με αφορούν τα δικά του κίνητρα, τα οποία μπορεί να τα διαβάζω και λάθος. Με ενδιαφέρει ότι έχει γυρίσει φάτσα με τους οπαδούς και τσαμπουκαλεύεται μαζί τους. Κι αυτοί προφανώς μπινελικώνουν, χειρονομούν, ωρύονται, αλλά δεν πέφτει προς την πλευρά του ούτε η Άρτα ούτε τα Γιάννενα ούτε η Τενερίφη ούτε το Αλμπαθέτε. Δεν στάζει καν κερί στην εκκλησιά του ΟΑΚΑ.

Στο τέλος του αγώνα ο Ρούντι (κι αφού έχουν προηγηθεί στη διάρκεια του κάτι βούτες του και διάφοροι άλλοι αρλεκινισμοί) στήνει επεισόδιο. Ορμάνε πάνω στο σαματά οι παίκτες των δύο ομάδων, τα χειρότερα αποφεύγονται, αλλά είναι η στιγμή που μόλις έχει οριστικοποιηθεί μια ήττα που πονάει πολύ και καπάκι πάνω της βλέπεις τους παίκτες έτοιμους να πλακωθούν. Και πάλι δεν στάζει κερί στην εκκλησία του ΟΑΚΑ.

Ένας γενικός κανόνας της ζωής είναι πως κάνουμε ό,τι μας παίρνει. Πως η συμπεριφορά μας καθορίζεται σε τεράστιο βαθμό από το όριο που μας έχει τεθεί, από τις συνέπειες που θα έχει η πράξη ή η παράλειψή μας. Κι ίσως κάθε φορά που προσπαθούμε να εξηγήσουμε τη δράση του ενός ή του άλλου ανθρώπου, πέραν από τη διερεύνηση του χαρακτήρα του και του ψυχισμού του, καλό είναι πρώτα να αναρωτιόμαστε πόσο τον έπαιρνε να κάνει ό,τι έκανε. Γιατί προφανέστατα και εντός των ίδιων ορίων δέκα διαφορετικοί άνθρωποι μπορεί να λειτουργήσουν διαφορετικά, αλλά το όριο είναι σαν να πλαισιώνει τη συμπεριφορά και των δέκα. Όχι γιατί τα όρια δεν δοκιμάζονται και ενίοτε δεν παραβιάζονται. Αλλά γιατί η έλλειψή τους βάζει τον καθένα αντιμέτωπο μόνο με τη συνείδησή του και το αξιακό του σύστημα (τρέχα – γύρευε δηλαδή), ενώ η ύπαρξή τους βάζει τον καθένα αντιμέτωπο με συγκεκριμένες δυσμενείς εις βάρος του επιπτώσεις (στάσου να γευτείς τη γλύκα της μαγκιάς σου δηλαδή).

Και φαίνεται ότι αυτό που ισχύει σε ατομικό επίπεδο, μπορεί να ισχύσει και σε επίπεδο εξέδρας. Και χωρίς δικαιολογίες περί όχλου. Γιατί εδώ και πολλά χρόνια στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις ποδοσφαίρου και μπάσκετ οι Έλληνες οπαδοί έχουν μάθει. Ότι αν κάνουν καφρίλες, οι καφρίλες θα τιμωρηθούν.

Και κάπως έτσι, αν έπαιζε ΠΑΟΚ – ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ή ΠΑΟΚ – ΑΕΚ στο Europa League, το εντελώς πιθανότερο είναι πως δεν θα είχε συμβεί κανένα από όλα τα δεκάδες επιμέρους στάδια της φαρσοκωμωδίας της ελληνικής σκηνής. Κανένα όμως. Κι από κανέναν εμπλεκόμενο. Θα φέρονταν όλοι αλλιώς. Άλλα τα όρια εκεί, άλλα τα όρια εδώ. Είναι τόσο απλό. Και τόσο αυτονόητο, που αν αναρωτιέσαι φίλε αναγνώστη, τι νόημα είχε αυτό το κείμενο, ίσως δικαίως αναρωτιέσαι.

Θα κλείσω με κάτι πιο προσωπικό. Έχω πάρει τον δεκάχρονο γιο μου στο γήπεδο να ζήσει την εμπειρία ενός τέτοιου αγώνα. Δεν είναι κάτι που συνηθίζω – το ακριβώς αντίθετο. Κι ενώ με καταλαμβάνει η αναμενόμενη συγκίνηση, ταυτόχρονα συνειδητοποιώ ότι τον εκθέτω σε ένα περιβάλλον το οποίο μάλλον παραέχω ρομαντικοποιήσει και εξιδανικεύσει, συνειδητοποιώ ότι τον εκθέτω σε ένα περιβάλλον στο οποίο ακριβώς η έννοια «όριο» αποκτά μια εντελώς άλλη σημασία για ένα δεκάχρονο παιδί: εδώ μέσα, σε αυτόν τον χώρο, σε αυτή την εκκλησία, είκοσι χιλιάδες άνθρωποι (κάντο σχεδόν είκοσι χιλιάδες άντρες για να είσαι πιο μέσα) μπορούν να μπινελικώνουν νον στοπ, μπορούν να τραγουδάνε εν χορώ για μουνιά μανάδων και για τα πιο σκληρά ναρκωτικά. Μαζί με την αναμενόμενη συγκίνηση, με καταλαμβάνει και μια αμφιβολία που μάλλον άργησε πολύ να έρθει.