Η στυγνή δολοφονία της 21χρονης φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη στη Ρόδο, αποτελεί ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα στη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Οι δράστες καταπάτησαν όχι μόνο το ιερό δικαίωμα στη ζωή, αλλά και το ιερό δικαίωμα μιας γυναίκας στη σωματική της ακεραιότητα και αξιοπρέπεια. Ένας τέτοιος συνδυασμός εγκλημάτων, μια σύγχρονη ύβρις, βρίσκει όμοιό του μόνο σε περιστατικά που έχουν καταλογισθεί σε ‘’δράκους’’, όπως πολύ εύστοχα χαρακτηρίζονται στην καθομιλουμένη οι βιαστές δολοφόνοι γυναικών. Πώς όμως έφτασαν οι δράκοι να μεταμορφωθούν σε ‘’καλά παιδιά της διπλανής πόρτας’’;
Αν ρίξουμε μια ματιά στα σεξουαλικά ήθη της δεκαετίας του ’50, στα σπάργανα της νεοελληνικής κοινωνίας, τότε που οι δράκοι έδιναν και έπαιρναν και καταγράφονταν σαν πραγματικά μυθολογικά τέρατα, ως αστικοί μύθοι βαναυσότητας στο κοινωνικό θυμικό, θα δούμε μια οπωσδήποτε συντηρητική κοινωνία. Η σεξουαλική πείνα θέριζε, οι άντρες βίωναν ή φαντασιώνονταν την σεξουαλική πράξη ως ταμπού, ακόμα και στην απλή της μορφή και ο περιορισμός των ηθών ανήγαγε τον μη αναπαραγωγικό έρωτα στο επίπεδο της αμαρτίας, ένας παράδεισος που οδηγεί στον Κόλαση. Η ενδοοικογενειακή βία ήταν πανταχού παρούσα και όλα όσα χαλούσαν τη σούπα θάβονταν κάτω από το χαλί. Οι γυναίκες, πλάσματα αδύναμα και εξορισμού κολοβά, έπρεπε να προστατευτούν ως εμβλήματα τιμής και αγνότητας από την πατριαρχική οικογένεια, γιατί αλλιώς κινδύνευαν να εκπέσουν, είτε ως θύματα είτε ως θύτες αυτής της αμαρτίας. Η ίδια η συνθήκη που μετέτρεπε τις γυναίκες σε μισητά αλλά πολυπόθητα σύμβολα του κακού, η ίδια τις τοποθετούσε σε μια βιτρίνα με ακριβά και πολύτιμα μπιμπελό, που έπρεπε να προστατευτούν από τα βίαια χέρια του κόσμου αλλά όχι από τα βίαια χέρια των οικείων τους. Ο δράκος ήταν το προφανές τέρας που κατασπάρασσε την αγνότητα και την ιερότητα της (συχνά ανίερης) ελληνικής οικογένειας.
Οι εποχές αυτές, θεωρητικά έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η ελληνική κοινωνία, ακολουθώντας έστω και καθυστερημένα τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς της Δύσης, στην οποία επιθυμεί οπωσδήποτε να ανήκει, έχει περάσει στην εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Πρόκειται όμως για πραγματική απελευθέρωση ή για κακέκτυπο; Και πώς αυτή αποτυπώνεται στη νεοελληνική συλλογική συνείδηση;
Οι μεγάλες κοινωνικές αλλαγές, αυτές που μεταβάλουν εκ βάθρων τη μορφή της κοινωνίας και επηρεάζουν πρακτικά και ουσιαστικά την καθημερινότητα των μελών της, απαιτούν πολύ χρόνο. Συνήθως ωθούνται από κοινωνικές εκρήξεις, κινηματικές διαδικασίες ή ακόμα και εξεγέρσεις και αποτελούν ταυτόχρονα αιτία και συνέπεια μιας ευρύτερης αναγέννησης, πνευματικής, οικονομικής, πολιτικής, από αυτές που σπρώχνουν την ανθρωπότητα σε άλλο επίπεδο. Το πιο πρόσφατο ιστορικό αντίστοιχο στο δικό μας μήκος βίου είναι η δεκαετία του ‘60, με συμβολικό αποκορύφωμα τον Μάη του ΄68 και απότοκο την πνευματική αφύπνιση της δεκαετίας του ’70. Σημαντικό κομμάτι όλης αυτής της διαδικασίας, υπήρξε και η σεξουαλική επανάσταση. Ο έρωτας απενοχοποιείται ως διαδικασία, αποκτά φυσικότητα και μετατρέπεται σε βασικό δικαίωμα για όλα τα φύλα. Οι γυναίκες βγαίνουν από το σπίτι, διεκδικούν τις ζωές τους στους χώρους εργασίας, στα πανεπιστήμια, στο οικογενειακό τους περιβάλλον, επιζητούν την ελεύθερη βούληση, το δικαίωμα στη γνώμη τους, την σεξουαλική αυτοδιάθεση. Οι ομοφυλόφιλοι αρχίζουν σιγά σιγά να βγαίνουν από τη ντουλάπα, αρχίζουν να υπενθυμίζουν πως είναι άνθρωποι σαν όλους τους υπόλοιπους και όχι εξτραβαγκάντ καρικατούρες ή ανώμαλοι περιθωριακοί. Τα φύλα επιτέλους αποκτούν υπόσταση.
Το φεμινιστικό κίνημα της Ευρώπης και της Αμερικής φτάνει μαζικά στη χώρα μας την εποχή που είχε αρχίσει να εκφυλίζεται στη Δύση (και αποκομμένο από το ΛΟΑΤΚΙ κομμάτι του,που έκανε την εμφάνισή του σαν ξεχωριστό κίνημα αρκετά αργότερα). Αν και πολλά κορίτσια συμπαρασύρθηκαν από το ρεύμα του ‘60 και του ‘70 να βγουν δυναμικά εμπρός, στην Ελλάδα ο φεμινισμός μαζικά αντιμετωπίστηκε ως μια ”λόξα” των γυναικών και ήθελε τις φεμινίστριες είτε ως στερημένες γεροντοκόρες που απέφευγαν το άλλο φύλο, είτε ως σκληρές, εξουσιαστικές και βίαιες ευνουχίστριες, με απόλυτο σύμβολο τη Σιδηρά Θάτσερ. Η κυρίαρχη νοοτροπία γύρω από το γυναικείο ζήτημα, με την απειλή της μετάλλαξης σε αυτό το ομολογουμένως τρομακτικό ον, κράτησε από την άλλοτε πρωτοπόρα Τζέιν Φόντα μόνο τις κινήσεις του αερόμπικ, διεκδίκησε τη φινέτσα και το στυλ των περιοδικών μόδας που άρχισαν να κατακλύζουν τον μηνιαίο Τύπο και διατήρησε τη σεξουαλικότητα μόνο ως ανάχωμα απέναντι στην πλήρη κοινωνική επικράτηση του άλλου φύλου, ένα ενέχυρο διεκδίκησης ενός καλύτερου ευ ζην χωρίς κόπο και ιδρώτα. Ο σύγχρονος μέσος Έλληνας, από την άλλη, κουρδισμένος κατάλληλα από τις lifestyle επιταγές γύρω από το προφίλ του επιτυχημένου και δυναμικού άντρα, το μόνο που κατάλαβε από τη σεξουαλική ελευθεριότητα είναι το δικαίωμα να συνευρίσκεται ερωτικά με όποια γυναίκα επιθυμεί, χωρίς συναισθηματικές δεσμεύσεις, χρησιμοποιώντας τις ερωτικές συντρόφους σαν λάφυρο πολέμου, απόδειξη ανδρισμού και εξουσίας, ακλόνητο ατού στην ανάδειξη του ως ισχυρού.
Αν σε ένα περιβάλλον οικονομικής ευμάρειας, έστω και επίπλαστης, ο ισχυρός είναι αυτός που κατέχει τα μέσα παραγωγής, όταν αυτά εκλείψουν, η δύναμη πλέον αντικαθίσταται από άλλα μέσα, πιο πρωτόγονα, πιο ενστικτώδη, πιο βίαια. Η ισχύς, αν δεν μπορεί να εκφραστεί από το χρήμα και τις εξουσιαστικές δομές που αυτό αναπαράγει, εκφράζεται μέσα από το ‘’δίκαιο’’ του δυνατού απέναντι στον αδύνατο και ο άνθρωπος γίνεται ζώο που μπορεί να ανακινήσει τα πιο ταπεινά και αιμοβόρα ένστικτά του προκειμένω να σβήσει αυτή τη δίψα για επιβολή και αυτοεπιβεβαίωση. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, η γυναίκα αντικειμενικοποιείται σε σεξουαλικό εργαλείο, σε ένα ον χωρίς βούληση και χωρίς δικαίωμα στην επιλογή. Ο αδύναμος συμφοιτητής ή συμμαθητής μετατρέπεται σε σάκο του μποξ που απορροφά την οργή που δημιουργούν τα διάφορα συμπλέγματα. Ένα ομοφυλόφιλο άτομο γίνεται ο καθρέφτης της αντιερωτικής μας κατάντιας και πρέπει να σπάσει.
Σε κάθε τέτοιο περιστατικό βίας τα τελευταία χρόνια πολλοί μιλάνε για ‘’καλά παιδιά’’. Υπάρχει ένας ζήλος, σε κάθε βιασμό, σε κάθε φασιστικό έγκλημα, σε κάθε ρατσιστική απειλή, σε κάθε προσπάθεια εκφοβισμού, ο θύτης να ενδυθεί την εσθήτα του θύματος. Είναι σαφές βέβαια πως αν πρόκειται για φτωχοδιάβολους, η αντιμετώπιση δεν είναι η ίδια. Το ζήτημα είναι να μην στιγματιστούν οι στυλοβάτες της κοινωνίας. Οι καλοί αστοί, οι φιλήσυχοι πολίτες, όσοι εγγυώνται την συνοχή, τη συντήρηση, τη σταθερότητα.
Όσοι αγαπάμε την ζωντάνια, την πρόοδο, την εξέλιξη, οφείλουμε να φωνάξουμε την αλήθεια για το ποιος είναι ποιος. Τα παιδιά που αναθρέψατε είναι βιαστές, και όχι καλά παιδιά αξιοσέβαστων οικογενειών. Τα κορίτσια που βιάζονται και δολοφονούνται είναι κοπέλες με όρεξη για ζωή, και όχι ανήθικα παλιοθήλυκα που προκαλούν την τύχη τους. Οι γονείς σας είναι φασίστες δολοφόνοι, και όχι φιλήσυχοι πολίτες που αυτοπροστατεύονται από την ανομία. Οι δολοφονημένοι gay είναι αξιοσέβαστοι ακτιβιστές, και όχι κλέφτες πρεζάκηδες που απειλούν ζωές με μαχαίρια. Οι πιστολέρος που τη στήνουν σε σκοτεινές γωνιές για να σκοτώσουν αλλοεθνείς είναι μέλη φασιστικών ομάδων και όχι φρουροί της καλοί πατριώτες. Οι μετανάστες που ζουν και εργάζονται σε αυτή τη χώρα είναι ελεύθεροι πολίτες που έχουν κάθε δικαίωμα να εκφράζονται ελεύθερα, όσο σέβονται τους συμπολίτες τους, και όχι βουβοί σκλάβοι. Οι φίλοι σας είναι θρασύδειλοι νταήδες, και όχι νέοι που απλά σπάνε πλάκα. Τα παιδιά που υφίστανται bullying και δεν αντιδρούν είναι πλάσματα εσωστρεφή και ευαίσθητα, και όχι κότες. Όλα αυτά τα ζητήματα έχουν κοινό παρανομαστή, τις φασιστικές νοοτροπίες και με αυτές έχουμε να παλέψουμε. Το πρόσωπο που έχουμε να διαλέξουμε γι’ αυτόν τον κόσμο είναι ή αυτό ή εκείνο. Θα επικρατήσει αυτό που θα υπερασπιστούμε.