Κείμενο με επιρροές από τα μεσαιωνικά «τακτικά», τα «στρατηγικά» και τις «εκθέσεις»
Nα είσαι παιδί, να σου λένε να διώχνεις ή να αποφεύγεις τους γύφτους και παράλληλα να κυκλοφορεί στο παιδομάνι ο αστεϊσμός πως σε πήραν από τους γύφτους αν δεν έμοιαζε η μάπα σου με Άριου ναζιστή, ήταν ένα αφανής αλλά εύπλαστος πυλώνας ανά τους αιώνες.
Κι όταν η ατομική καθαριότητα έμοιαζε με ακατόρθωτη αρετή, οι περουκοφόροι ευγενείς είχαν επινοήσει μιας μορφής φιλοσοφική οπτική της βρωμιάς (θεωρούσαν πως η μπίχλα πέριξ του δέρματος προστάτευε από ασθένειες) ενώ αρωματίζονταν αβέρτα με πλήθος μυρωδικών. Επίσης υπήρχαν και κινήσεις που καθιστούσαν αβρό και ευγενές το σμερδαλέον: οι κυρίες έκαναν γάντζο το δείκτη του χεριού τους και χτυπούσαν άπαξ το υποκάτω της περούκας τριχωτό της κεφαλής, πράγμα θεμιτό, που οι πάντες εκτιμούσαν. Βέβαια, εκτελούσαν αποικίες από ψείρες, αλλά παράλληλα ήταν και πολύ σικ.
Σκαλί σκαλί , οι κοινωνίες βολεύονται. Ενίοτε με φρικτά κενά στην δομή τους.Που τα καλύπτουν εξωθώντας πλήθος άτυχων στην μοίρα του χρήστη μιας «αυλής των θαυμάτων».
Σήμερα δεν είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε την βαθειά ταξικότητα των κατά καιρούς πολεοδομικών ρυθμίσεων, των τρόπων εκβλάστησης και μάστευσης της γεωργικής παραγωγής, τον επίμονο τάπητα των τυποποιημένων χώρων, από το εργαστήριο στην μανιφατούρα, στη βιομηχανία, έως την ρομποτική.
Κάθε γενιά θα ξαφνιάζεται με τις επινοήσεις που μεταφράζουν κατά το δοκούν στις πόλεις. Δύσκολα μπορούμε να κατανοήσουμε για παράδειγμα στην Ελλάδα, πως η δημιουργία τριακοσίων και βάλε Δήμων, οδήγησε στην ανάκτιση τριακοσίων κτισμάτων, συν εκατοντάδων επιμέρους υπηρεσιών, που στεγάζουν μοιρολατρικώς, Δημαρχεία.
Κανένας δε νοιάστηκε να υπενθυμίσει, στα χρόνια της ακμής των Ολυμπιακών έργων, τι κόστος συντήρησης θα απαιτούσαν οι μεταλλικές κατασκευές και ο χάλυβας.Τα κοντέινερ που δημιουργήθηκαν για να δουλεύουν εργοτάξια, δεν είναι ακριβώς η κατάλληλη στέγαση για πρόσφυγες. Η εύπλαστη τεχνική της παραγωγής οικιστικών μονάδων πολύ χαμηλού κόστους, που την ήξεραν μια χαρά στον μεσοπόλεμο, δεν άγγιξε την ευρηματικότητα των σχεδιαστών, παρά για να περηφανεύονται στα επί διπλώματι εργαστήρια.
Και οι υπερτιμολογήσεις στα πάντα, κρύβουν στην κοιλιά τους τον δίσκο με τα φλουριά , τυπικό ρεγάλο για κάθε διορισμό, για κάθε «κάλυψη αναγκών». Μα το θεό σας, λέγω, έχω επισημάνει ευφυείς νομαδικές και παροδικές κατασκευές που θα ήταν φτηνότερο να καλυφθούν με πλαστικοποιημένα χαρτονομίσματα.
Κι από την άλλη , οι γύφτοι, μαλακωμένοι υπό την τίτλωση του Ρομά , να λούζονται σε πλαστική λεκάνη μπουγάδας, με έναν γκαζοτενεκέ νερό ,όλη η οικογένεια, από τον αρχηγό έως τα γυφτσέλια, το ίδιο νερό, με ανανεωμένη σαπουνάδα, δημοσίως, προσπαθώντας να αποξενωθούν από την πραγματικότητα, αυτή που είναι, στην περίπτωσή τους, ο πυλώνας για την πιο αδιάκριτη και βάναυση διάκριση.
Δεν έχουμε καταλάβει γιατί ο άστεγος βολεύεται στο πεζοδρόμιο και στο χαρτόκουτο, αρνούμενος να χωρέσει σε μια «δομή φροντίδας» γαημώ το κέρατό μου. Απεναντίας, πλήθος μεταπτυχιακών δπλωμάτων κερδίζεται σε βάρος τους.
Δεν έχουμε καταλάβει πως τις «καταλήψεις χώρων» αγλάισμα της αστικής τάξης αείποτε,οι γύφτοι τις θεωρούν υποψήφιες για πλιάτσικο. Αλλά όλοι έχουμε γελάσει όταν ο Γούντι Άλλεν , μπροστά σε ένα κοσμηματοπωλείο που θέλει να ληστέψει, κόβει με τον κόφτη ένα τετράγωνο κομμάτι βιτρίνας και το παίρνει μαζί του κατευχαριστημένος.
Το αξάν τους, πολύ χαρακτηριστικό, οφείλεται στο ότι μιλάνε πολύ αναμεταξύ τους, όπως συμβαίνει πάντα και παντού. Έχουν παραμείνει στην δομή ρηγάτου, και πολλή από την συμπεριφορά τους μπορεί να ανιχνευτεί στην διαχρονική συμπεριφορά μεσαιωνικών κοινωνιών, διότι είναι σύγκληδες λαοί ηττημένων που συσπειρώθηκαν και όχι ανεπίδεκτοι μαθήσεως καθυστερημένοι όχλοι.
Στις περιπτώσεις που τους εκχωρήθηκε ο κατάλληλος χώρος, σε έναν μαχαλά, σε ένα χωριό, και κυρίως ευγενικοί γείτονες, μοιάζουν με τα φυτά που ευχαριστούν τους φιλανθείς ,επειδή βρήκαν τον κατάλληλο ηλιασμό και τον ήπιο αέρα.
Σε μία περίπτωση που γνωρίζω, ζούνε στην Κέρκυρα, στο Τεμπλόνι, στο ίδιο έδαφος όπου έζησαν οι σκλαβήνοι Βαϊουνίτες, όταν τους έφεραν από την πέρα ακτή οι Ανδηγαυοί ευγενείς (υπάρχει το κιτάπι) για να καλλιεργούν τα κτήματά τους, καθώς έμεναν στο Καμπιέλο.
Εκτός από τις δεδομένες μαρτυρίες, τους ανιχνεύω στους «τήρωνες» του Ιωάννη Λυδού, ήτοι τους εθελόδουλους που είχαν εξουθενωθεί χωρις ηγέτες, ως παράπλευρες απώλειες πολέμων και διωγμών.
Είναι οι τελευταίοι μιας σειράς νομάδων που σώθηκαν επειδή ο πληθυσμός τους ανανεώνονταν από κακότυχους της μεσαιωνικής ζωής.Έχουν ειδικό τρόπο ζωής και αγωγή φάρας, κι όχι ειδικό DNA και παρόμοια. Και «νομάδες» σημαίνει παράλληλα και κριτήρια εισόδου και ενσωμάτωσης.
Ελάχιστοι «προοδευμένοι» συνυπάρχουν στις ίδιες περιοχές- οι πιο «εξελιγμένοι» παίζουν σε παραλλαγές ερυθροδέρμων, παράγοντας το σχετικό φολκλόρι. Δουλεύουν σκυλίσια και τους θεωρούμε μεξικάνους που λιάζονται επειδή αλλάζουν συνεχώς επιτηδευματα. Συνήθως έχουν άτεγκτα ήθη, αλλά όχι σαν τα δικά μας. Εμπορεύονται όταν μπορούνε και δεν έχουν για το χρήμα τις ίδιες απόψεις. Όταν τους δίδεις δάνεια να χτίσουν σπίτι ή τους δίδεις κομμένα χαρτονομίσματα για να πάρουν το άλλο μισό αν τους ψηφίσεις, γι αυτούς είναι απλή οδηγία του στυλ «ξοδέψτε τα». Κι αυτό πράττουν.
Αν αργήσεις να μαζέψεις το μπαμπάκι, φέρνεις μια φυλή και στο καθαρίζουν αστραπιαία δίνοντάς τους ποσοστό. Και στους θάμνους, όπου οι πλατφόρμες σκαλώνουν αφήνοντας φόρτωμα, έρχονται τα γυναικόπαιδα τους ψειρίζοντας τα λευκά ξέφτια, και γεμίζουν χαράρια που τα πουλάνε στο εκκοκιστήριο.
Στην μουσική, έχουν χωθεί παντού στις κομπανίες, ειδικά όπου πρέπει να φυσάνε πνευστά ακούραστοι με τις ώρες και τις μέρες στους γάμους και στα πανυγήρια. Αυτά που ο κόσμος πιστεύει πως είναι τα «γύφτικα» μελίσματα, κοροϊδεύουν την κοινωνία, καθώς παίζουν τεχνητά και πιτσικάτα υποδυόμενοι πως είναι τα δικά τους, ενώ είναι τα αγαπημένα των θαμώνων, συνήθως λιάρδα χοροπηδούκληδων..
Τα «δικά τους» είναι κάτι ψυχοπιαστικά θλιμμένα με σουρντίνα που παραπέμπουν σε αβυσσαλέα προπατορική ερμηνεία και τυχεροί όσοι τους έπεισαν και τα άκουσαν.
Ο τζαμπαμάγκικος εκπολιτισμός μας έχει συνεργήσει ώστε δεν καταλαβαίνουμε το κορασόν τους. Αλλ’ αυτοί έχουν μηχανισμούς που αποκλείουν από τις μαζώξεις τους όσους τους προσεγγίζουν με φιλανθρωπί πολιτικώς ορθή νοοτροπία. Κάτι στον τρόπο που τους μιλάς, στον τρόπο που πίνεις ή τρως μαζί τους, όπως ο Ποιητής σημείωνε το κατιτίς στο χρώμα του μαντηλιού και στην κόψη μιας κραβάτας.
Και τα κελύφη που ρημάζουν είναι διότι δεν θα τα κατοικήσουνε ποτέ. Και στο στρατό, δεν ξέρω σήμερα, αλλ’ όποτε τους έριχναν στα καζάνια, την περνούσανε καλά. Όταν βρούνε επιδόματα, τα λιανίζουν αμείλικτα και επενδύουν στα εμπόρια , όπου υπάρχουν. Αλλάζουν μόνον όταν πειστούν πως τους αγαπάς. Τίποτε άλλο-στα υπόλοιπα, υποδύονται αριστοτεχνικά τον κακομοίρη.
Οι ξύπνιοι κατοικούν σε οχυρωμένους καταυλισμούς κι αφού δεν τους σκεφτήκαμε για σταρτάπια, κλέβουν ομαδικά, και ομαδικά ξεσηκώνονται. Γι’ αυτό και εμπορεύονται πάνω στη θλίψη των ατέκνων, στην διακίνηση σωμάτων και στις πολλές γέννες τους. Κι όπου μυριστούν λεφτά πεταμένα, σε άπαξ επιδοτήσεις και έτσι, έρχονται από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα να εισπράξουν, χάρη σε ένα επουράνιο ίντερνετ, σε άκρα ομοψυχία.
Ηττημένοι λαοί. Όπως είλωτες, όπως Γήπαιδες και Δενθελήτες, παντού, αλλού σε τροχόσπιτα και ποταμόσπιτα, αλλού φανταχτεροί ηθοποιοί, Σαρλώ του παρελθόντος και μέτοικοι του πουθενά.
Αν δεν τους αγκαλιάζεις και δεν τους μιλάς, προκοπή δεν έχεις. Μήτε δική τους, μήτε δική σου.
Την αλήθεια μου λαλώ, δεν παίζω με τις λέξεις και καταλήξας, μένω.