«Μιλώ από ένα υπόγειο· μιλώ απ’ το υπερώο της Ελλάδας»
Νίκος Καρούζος, Γίγνεσθαι, 1988.
Μία από τις χρήσεις της οικίας Πάτρικ Λι Φέρμορ θα είναι, διαβάζω, και αυτή του «καταφυγίου συγγραφέων». Με αφορμή τις φωτογραφίες που κατέκλυσαν τα μέσα πριν από δύο εβδομάδες, λόγω των εγκαινίων του ανακαινισμένου οικήματος, είχα γράψει ένα σχόλιο. Είχα θαυμάσει την ομορφιά του χώρου και είχα αναρωτηθεί για τη δυσκολία που θα συναντούσαν εκεί οι συγγραφείς. Προσπαθούσα να μπω στη θέση του συγγραφέα και να νιώσω τα εμπόδια περισπασμών που θα έπρεπε να υπερπηδήσει. Πώς δηλαδή, είχα απορήσει, θα συγκεντρωθεί ο έρμος ο δημιουργός στα του κεφαλιού του όταν η φυσική ομορφιά τού οικήματος και του περιβάλλοντα χώρου κυμαίνεται σε αυτά τα επίπεδα; Και μάλιστα, με μια μικρή δόση ειρωνείας, είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας είναι τελικά ένα τέρας πειθαρχίας.
Μετά όμως το σκέφτηκα ξανά, και ένιωσα ότι ήμουν ίσως άδικος. Και η αδικία επικεντρωνόταν σε ένα αβάσιμο συμπέρασμα: η δημιουργία έχει να κάνει με το περιβάλλον στο οποίο αυτή λαμβάνει χώρα. Και μάλιστα, η ποιότητα του παραγόμενου έργου είναι αντιστρόφως ανάλογη της φυσικής, ή γενικότερα αισθητικής, ομορφιάς του περιβάλλοντα χώρου. Όσο πιο όμορφο είναι δηλαδή το περιβάλλον, τόσο λιγότερη και κυρίως υποδεέστερης ποιότητας είναι η εργασία που παράγεται σε αυτό. Τώρα, αυτό φαίνεται και ίσως είναι ένα εξωφρενικό συμπέρασμα. Το ότι έχει σχέση το περιβάλλον με την ποιότητα του παραγόμενου έργου είναι νομίζω κάτι που κανείς δεν θα αμφισβητούσε. Ποια ακριβώς όμως είναι αυτή η σχέση, είναι μια άλλη ιστορία που δύσκολα μπορεί να εξακριβωθεί και να αποτυπωθεί εμπεριστατωμένα. Θα εκθέσω την ορθόδοξη πεποίθηση, θα σας δώσω λόγους που εγώ στάθηκα στον αντίποδα αυτής, και θα τελειώσω με μια τρίτη, διαφορετική θέση, που θα ήθελα να πιστεύω ότι είναι προϊόν του παρόντος κειμένου. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, λίγο την ορθόδοξη πεποίθηση. Υπάρχει ένα στερεότυπο που έχει μάλλον καλλιεργηθεί από την ίδια τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, αλλά και από καταστάσεις όπως της αναπαλαιωμένης οικίας του Πάτρικ Λι Φέρμορ, την αφορμή μου για να γράψω αυτό το κείμενο. Ποιο είναι αυτό το στερεότυπο; Ο δημιουργός αποδίδει καλύτερα όταν είναι απομονωμένος σε κάποιο ειδυλλιακό περιβάλλον. Δύο παράγοντες δηλαδή συντελούν στη βελτιστοποίηση της απόδοσης του δημιουργού: α) απομόνωση και β) αισθητική υπεροχή τού περιβάλλοντα χώρου. Ο δημιουργός, αποκομμένος από τους περισπασμούς της καθημερινότητάς του, έχοντας εναποθέσει εαυτόν μέσα σε έναν θύλακα φυσικής (ή άλλης) ομορφιάς θα μεγαλουργήσει. Αυτή είναι η ορθόδοξη πεποίθηση, στην οποία έρχεται να δώσει νέα ώθηση η προσοχή που δόθηκε ξανά στην οικία του Πάτρικ Λι Φέρμορ. Πεποίθηση που στέκεται στον αντίποδα του δικού μου συμπεράσματος.
Πώς όμως έφτασα στο δικό μου συμπέρασμα; Κατ’ αρχάς, από τον πιο πεζό και τετριμμένο δρόμο: από προσωπική εμπειρία. Όταν χρειάστηκε να γράψω ένα μεγάλο κείμενο, μη δημιουργικής γραφής, για να ικανοποιήσω τις απαιτήσεις ενός διδακτορικού, έπεσα πάνω στον τοίχο της ορθόδοξης πεποίθησης. Και λέω «τοίχο» γιατί όταν με τοποθέτησα σε ειδυλλιακή τοποθεσία και με απομόνωσα αρκούντως, το σύστημα αρνήθηκε να υπακούσει. Έκπληκτος συνειδητοποίησα ότι καλύτερα εργαζόμουν σε κεντρικό καφέ της πόλης παρά εκεί που βρισκόμουν με θέα τη θάλασσα. Έκπληκτος συνειδητοποίησα ότι η ειδυλλιακή τοποθεσία δούλευε εναντίον μου, ή τουλάχιστον εναντίον της εργασίας μου, και ότι η απομόνωση είναι μια σχετική έννοια. Η ευρηματικότητα στο να επινοούμε νέους περισπασμούς είναι αληθινά αστείρευτη. Το νησί στο οποίο βρισκόμουν ήταν ένα υπέροχο μέρος για να αφοσιωθώ σε ένα σωρό πράγματα εκτός από το να συγκεντρωθώ στο αντικείμενο που με κόπο είχα δουλέψει μέχρι τότε.
Η δική μου αρνητική εμπειρία δεν αξιώνει φυσικά γενικεύσεις, και άρα δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί για την εξαγωγή συμπερασμάτων σε κανέναν πέρα από μένα. Επειδή εγώ δεν είχα τη δυνατότητα να με πειθαρχήσω δεν σημαίνει ότι δεν θα το κατάφερναν και πολλοί άλλοι. Αφήστε που είναι χειρότερο καθότι μπορεί, σε μια διαφορετική χρονική στιγμή, αυτό το συμπέρασμα, να μην ισχύει ούτε για μένα. Ποιος ξέρει; Μπορεί αν πήγαινα τώρα να μπορούσα να εκμεταλλευτώ το περιβάλλον και την απομόνωση προς όφελος πνευματικής εργασίας. Αλλά για να ευλογήσω τα γένια μου θα επισημάνω ότι μια μικρή έρευνα στο συγγραφικό έργο του Πάτρικ Λι Φέρμορ σε σχέση με τις ημερομηνίες που αρχίζει να χτίζεται το υπέροχο αυτό σπίτι στην Καρδαμύλη αποκαλύπτει ότι τα έργα που τον έκαναν διάσημο δεν γράφτηκαν στο σπίτι αυτό. Το The Traveller’s Tree, για παράδειγμα, εκδόθηκε το 1950, ενώ το σπίτι χτίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ‘60. Επιπροσθέτως, ο Φέρμορ, υπήρξε μια larger than life περσόνα που ταξίδεψε πάρα πολύ στη ζωή του και έζησε περισσότερο ως νομάς παρά ως κάποιος που ρίζωσε κάπου. Το συγγραφικό του έργο φαίνεται να αντλεί περισσότερο από την περιπετειώδη ζωή του παρά από τις μηχανεύσεις και τους ακροβατισμούς τού νου του. Έτσι, το σπίτι στην Καρδαμύλη συνάδει, για τον Φέρμορ, περισσότερο με μια καβαφική, φτωχική, Ιθάκη παρά με το περίτεχνα ανακαινισμένο οίκημα που απέκτησε, μεταξύ άλλων, κεντρική θέρμανση και πισίνα για να ικανοποιήσει τις ανάγκες κάποιου άλλου, σεβαστού, αφηγήματος που έχει όμως να κάνει περισσότερο με το μάρκετινγκ της πνευματικής εργασίας παρά με την ουσία της.
Και εδώ να πω ότι ίσως να μην έπιανα ξανά αυτή τη συζήτηση αν δεν είχα πέσει πάνω σε ένα πρόσφατο κείμενο με αφορμή την αναπαλαίωση της «καλύβας» του Βιτγκενστάιν στη Νορβηγία. Μπορεί η «καλύβα» λοιπόν να μην ήταν ακριβώς καλύβα, αλλά το μικρό σπίτι στην πλαγιά ουδεμία σχέση έχει με την οικία Φέρμορ. Τι έργο παρήγαγε ο Βιτγκενστάιν σε αυτό το σπίτι; Λίγο πολύ τη βάση του σημαντικότερου βιβλίου του, το Philosophical Investigations, που συνοψίζει ένα σώμα σκέψεων από μια σειρά διαλέξεών του που σηματοδοτούν και μια τομή από τον πρότερο φιλοσοφικό εαυτό του. Αλλά δεν έχει σημασία, για τον σκοπό μας εδώ, να αναφέρουμε λεπτομέρειες ουσίας. Σημασία έχει ότι ένα σπαρτιάτικο οίκημα συνέτεινε στην παραγωγή σημαντικού φιλοσοφικού έργου. Και προσέξτε και κάτι άλλο, ακόμη πιο κραυγαλέο. Το διασημότερο έργο του Βιτγκενστάιν, το Τρακτάτους, υποτίθεται ότι γράφτηκε στα χαρακώματα των μαχών τού Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δηλαδή αν θέλουμε να παραπλανήσουμε κάποιον στο να πιστέψει τη θέση που υποστηρίζω, διαθέτουμε στο οπλοστάσιό μας ένα από τα πιο ακραία παραδείγματα παραγωγής έργου, ανυπολόγιστης εμβέλειας, στις πιο αντίξοες συνθήκες, στο πιο αφιλόξενο περιβάλλον. Αλλά γράφω «παραπλανήσουμε» γιατί, και πάλι, το συγκεκριμένο παράδειγμα δεν αξιώνει γενικεύσεις. Όσο κι αν κάποιος θα ήθελε να δείξει ότι το περιβάλλον συνέτεινε στην παραγωγή και των δύο αυτών έργων δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να στοιχειοθετήσει τη θέση από μερικά, ομολογουμένως εντυπωσιακά, παραδείγματα ανθρώπων (Ζαν Ζενέ, Ζυλιέν Γκρακ) που παρήγαγαν έργο σε αφιλόξενο περιβάλλον, κάτω από αντίξοες συνθήκες. Ούτε φυσικά και το αντίστροφο έχει κάποια ισχύ: το ότι ένας χώρος σαν το οίκημα Φέρμορ μπορεί να ξελογιάζει κάποιους φυγόπονους, και να συνιστά τροχοπέδη για την παραγωγή πνευματικού έργου, δεν έχει να κάνει παρά μόνο με τα υποκείμενα αυτής της ακρασίας.
Το ορθό λοιπόν είναι ότι το περιβάλλον είναι, ουσιαστικά, τελικά, αδιάφορο προς την ποιότητα του παραγόμενου έργου. Τόσο η ορθόδοξη πεποίθηση, όσο και η δική μου, πρότερη, που στέκεται στον αντίποδά της, δεν είναι παρά χαριτωμένα παραμύθια που λίγη σχέση έχουν με την ουσία της δημιουργίας.
«Μιλώ από ένα υπόγειο· μιλώ απ’ το υπερώο της Ελλάδας», γράφει λοιπόν κάπου ο Νίκος Καρούζος από το υπόγειο της Δημητρίου Σούτσου, στην πλατεία Μαβίλη όπου διέμενε. Φανταστείτε για λίγο τον Καρούζο να ζει σε ρετιρέ στον Λυκαβηττό. Να γράφει και να έχει θέα μέχρι τον Σαρωνικό και τα νησιά του.
«Μιλώ από ένα ρετιρέ· μιλώ απ’ το υπόγειο της Ελλάδας».