“Ποτέ δεν είναι κανένας ούτε όσο ευτυχισμένος ούτε όσο δυστυχισμένος φαντάζεται.” ΛΑΡΟΣΦΟΥΚΟ, ΗΘΙΚΑ ΑΞΙΩΜΑΤΑ, 49
Ξεκαλοκαίριασα κι εγώ στην Αρκαδία. Το Σεπτέμβρη του 1965, το Μάη του 1997, το Μάη του 2005. Επέστρεψα πάλι στα χρόνια αυτά τώρα. Και κοντά σ’ αυτά επέστρεψα και στο χειμώνα του 1962-63 και στην άνοιξη του 2006. Μιλάω όμως για τον αρκαδικό παράδεισο του βλέμματος. Την αναστάσιμη όραση. Όχι για άλλο είδος ευδαιμονίας. Άλλο αν οι αισθήσεις συνεγείρονται.
Το Σεπτέμβρη του 1965, λίγες εκατοντάδες μέτρα με χώριζαν από την Αρκαδία «της απόλαυσης των αισθήσεων». Τα διέσχιζα και βρισκόμουν στο λόφο του Φιλοπάππου. Στην «προσώρας ανεπανάληπτη [και πολύ αισιόδοξα, “Πρώτη”] διεθνή έκθεση γλυπτικής που οι “φαυλοκράτες” είχαν στήσει», όπως γράφει στις 18 Νοέμβρη του 1972 ο Γ.Π. Σαββίδης. Η έκθεση παραμένει προσώρας ανεπανάληπτη. Τα περισσότερα ωραία πράγματα παραμένουν ανεπανάληπτα. Σε αντίθεση με τα άσκημα ή τα βλακώδη που κάποιος μας καταράστηκε να επαναλαμβάνονται διαρκώς: το 95% των κριτικών και άκριτων αντιδράσεων για την Έκθεση υπήρξαν θετικές—το 5% της γκρίνιας, της μεμψιμοιρίας και της απόρριψης υποκινήθηκε πολιτικά, ιδεολογικά και, σχεδόν, κομματικά. Χωρίς τεχνοκριτικά επιχειρήματα. Με κορύφωμα την απερίγραπτη αντίδραση της «Εστίας» που όταν ένα παιδάκι παίζοντας σκόνταψε πάνω στην κεραμική «Γυναίκα» του Μιρό που έπεσε κι έσπασε, θριαμβολόγησε και καταράστηκε: «Μεταξύ των εκτιθεμένων, κάτω από την Ακρόπολιν, έργων υπάρχουν και μερικά παλαιότερα και πράγματι ωραία· αλλά υπάρχουν και «μοντέρνα», με χαινούσας οπάς και διάφορα σιδηρικά, που θα ήτο ευχής έργον αν εκομματιάζοντο, όπως το θραυσθέν υπό του παίζοντος παιδίου—και μάλιστα όχι εις τέσσαρα, αλλ’ εις 444 τεμάχια! Ας κληθήι, λοιπόν, ο χθεσινός ένοχος να φέρηι και μερικούς φίλους του εις την έκθεσιν!» Την ίδια ώρα το τεύχος αρ. 128, Σεπτέμβρης 1965 της «Επιθεώρησης Τέχνης» (προσιτό, όπως και όλα τα τεύχη της χάρη στην ψηφιοποίηση που φιλοξενούν τα ΑΣΚΙ) κυκλοφορούσε με εξώφυλλο τη χάλκινη «Όρθια φιγούρα» του Χένρι Μουρ και τον επικολυρικό χάλκινο «Ορφέα» του Οσίπ Ζατκίν. Έτσι διαπερατά φωτοσυνθεμένον, στο απροσωπόληπτο φως, πού τον εξέθετε αδυσώπητα πάνω στην πιο κρίσιμη απόπειρα μεταμόρφωσης-μετεμψύχωσης από μύθο σε άνθρωπο σε μουσικό όργανο, από ιδέα σε μουσική ύλη, ή το αντίστροφο, ήρθε στον ύπνο και στον ξύπνο μου κάμποσες φορές από τότε, πλάσμα μοναδικό, αυτεξούσιο, γνωμικό και αμετάπτωτο, άπιαστο και οστινάτο, δώρο της ακοής στην όραση, σαν το τραγούδι των γεροτζιτζίκων στο ξέφωτο απέναντι από το Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού, τα Προπύλαια και τον Παρθενώνα. Θα ήταν μικρόψυχο να μην πω πως η Μπιενάλε του Φιλοπάππου συνέβαλε και αυτή να γίνω η ύλη που καλώς ή κακώς είμαι.
Συμπτώματα που προκαλεί η ποίηση κατά τον διάσημο καθηγητή της Λατινικής Φιλολογίας Άγγλο ποιητή Άλφρεντ Έντουαρντ Χάουσμαν σε γνωστή διάλεξή του με τίτλο «Το όνομα και η φύση της ποίησης», το 1933, στο Κέμπριτζ , όπως παρατίθενται από τον Γ.Π. Σαββίδη (Μεσόκοπη ποίηση, Τα Νέα, 22.3.1994 και Εδώδιμα αποικιακά, Ερμής, 2000): «Αναγνωρίζω την ποίηση βάσει των συμπτωμάτων που μου προξενεί (…). Η πείρα με δίδαξε, όταν ξυρίζομαι το πρωί, να ελέγχω τις σκέψεις μου, διότι αν ένας στίχος περάσει τυχαία από τη μνήμη μου, το δέρμα μου ανατριχιάζει, έτσι που το ξυράφι παύει να λειτουργεί. Το σύμπτωμα αυτό συνοδεύεται από ένα σύγκρυο στη ραχοκοκαλιά μου. Υπάρχει και άλλο ένα, που συνίσταται σε σύσπαση του λάρυγγα και σε κατακλυσμό των ματιών (…). Έδρα αυτών των αισθημάτων είναι τα σπλάχνα». Στην Ευρώπη ταξίδεψα αργοπορημένα· έτσι συναντήθηκα με τα μυθικά πλούτη της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, γλυπτικής, αρχιτεκτονικής τραγικά ώριμη για το συγκλονισμό της πρόσκρουσης. Ήταν πρόσκρουση συντριπτική: μέσα στην τιμωρητική σχεδόν, νοσηρή απουσία εικαστικού πολιτισμού στην Ελλάδα, μέσα στην τραγική επικήρυξη του πολιτισμού του ματιού στις καθημερινές διαδρομές μας στις ελληνικές πόλεις, ζούσα αναγκασμένη να τρέφομαι με φαντασιώσεις και τις λίγο ως πολύ καταστροφικές έντυπες αναπαραγωγές έργων σε λευκώματα που είτε να άντεχε να τα αγοράσει η τσέπη μου είτε να άντεχα να τα ξεφυλλίσω στα βιβλιοπωλεία χωρίς να μπορώ να τα αποκτήσω. Η κοντινότερη αντιστοιχία μιας τέτοιας θρέψης του ματιού που μπορώ να σκεφτώ, είναι με την ποίηση: να σου εκφωνούν σε κατατακτήριες εξετάσεις σε πανεπιστήμιο από τα μεγάφωνα το «νόημα» ενός ποιήματος απαιτώντας να το αναλύσεις αισθητικά. Η ίδια πάντα αδιέξοδη και βάρβαρη, επίσημη κι ανεπίσημη, κούφια, κατεστημένη εκπαίδευση. Αλλά το θέμα μας είναι το ρίγος, η ανατριχίλα, ο λαρυγγόσπασμος και τα δάκρυα που προκαλεί η ποίηση, όταν είναι ποίηση, και βεβαίως η ζωγραφική όταν είναι ζωγραφική, και ιδίως ο Καραβάτζο όταν είναι Καραβάτζο. Γιατί, εκτός από όλα τα άλλα, είναι γνωστό πως το δυσκολότερο χρώμα στην εκτύπωση είναι το μαύρο, και μάλιστα το μαύρο της καπνιάς, το διαβολικό καρβουνιάρικο μαύρο, μια υπερθετική φαντασίωση του νέρο αντίκο, πιο μαύρο από μαύρη τρύπα, σατανική παγίδα φωτός με ορίζοντα άπειρων γεγονότων, δυσπερίγραπτη πολυδαίδαλη σήραγγα χωροχρόνου, το φούμο, το διάσημο καραβατζιανό nerofumo της κόλασης· άσε πια τον εξουθενωτικό ξεπεσμό της ζωγραφικής ποιότητας που προκαλείται με την αναγκαστική σμίκρυνση των κατά κανόνα τεράστιων διαστάσεων των έργων του. Το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη «Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» το Μάη του 1997 δεν έγινε για την «πολιτιστική πρωτεύουσα» αλλά για κάποιους άλλους μουσικούς λόγους. Όμως όλα τα λίγα ταξίδια σε μια πόλη που θα ήθελα να είναι, και την αισθάνομαι να είναι, πατρίδα μου, μαγικά ήταν και από αλλού ξεκινούσαν και αλλού έφταναν. Το 1997 το ταξίδι με έφερε στο σταυροδρόμι δρόμων αντίθετων προς τον Παράδεισο και την Κόλαση, προς την Ηλύσια μακάρια αχρονία και την πυρίκαυστη, φλεγόμενη ακόμα χρονικότητα. Στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού ήταν η Έκθεση «Από τα Ηλύσια Πεδία στο Χριστιανικό Παράδεισο» και στο Κυβερνείο, «Ο Καραβάτζο και οι πρώτοι συνεχιστές του». Στον πηγεμό στο Κυβερνείο στο γέρσιμο του ήλιου—η Έκθεση ήταν ανοιχτή καθημερινά, και τα σαββατοκύριακα, 9 με 9—άρχισαν τα πρώτα συμπτώματα ιογενούς ποίησης: ένα περίεργο τικ στο αριστερό μου μάτι που προκαλούνταν από ξαφνικές ριπές πνευμάτων που ανατάραζαν την ατμόσφαιρα σαν εκείνο που έκανε τον Ελιφάζ Θαιμανίτη να φρίξουν οι τρίχες της κεφαλής του και οι σάρκες του και να μην αναγνωρίζει τίποτα. Ήταν φανερά η απέραντη θαλασσινή βίστα μπροστά μου που σκόνταφτε γλυκά στα θεϊκά βουνά και υποχωρούσε διαρκώς για να μην ενοχλείται το ξεμοναχιασμένο μικρό παλάτι. Ψυχή ζώσα. Μόνο εγώ και η προσμονή του Καραβάτζο. Εννιά πίνακες! Εννιά αριστουργήματα, φερμένα σε ένα παλατάκι, απ΄ όπου είχε αποσυρθεί ανάστατη, βιαστική σαν ντροπιασμένη και πανικόβλητη η μάταιη κοσμική εξουσία του πανίσχυρου μα πρόσκαιρου θνητού και τιποτένιου ιδιοκτήτη (που χρονικός και πεπερασμένος ξέχασε πάνω στο φευγιό του κρεμασμένα και κάποια συγκαιρινά δείγματα της δικής του αισθητικής περιωπής), παραμερίζοντας ογκώδη γραφεία, σπρώχνοντας έπιπλα κοντά στους τοίχους, σκεπάζοντας βιαστικά με προστατευτικά καλύμματα τη ματαιόδοξη οικοσκευή της, κάνοντας χώρο για να χωρέσει ο αχώρητος, υπερφυής και υπέρθεος ζωγράφος: η απαρίθμησή τους είναι ένα μαυλιστικό σεργιάνισμα ελιγμών φλάουτου πάνω απ’ τα νερά της μνήμης—«Παιδί που δαγκώνεται από σαύρα» (68,8 Χ 52,3 εκ.), «Στέφανος εξ ακανθών» (178 Χ 125 εκ.), «Η θυσία του Ισαάκ» (116 Χ 173 εκ.), «Ο ιππότης της Μάλτας» (118,5 Χ 95,5 εκ.), «Ο οδοντίατρος» (139,5 Χ 194,5 εκ.), «Άγιος Ιερώνυμος» (137 Χ 100 εκ.), «Η Καλή Μοίρα» (115 Χ 150 εκ.), «Δαβίδ και Γολιάθ» (125 Χ 101 εκ.), «Άγιος Φραγκίσκος» (90 Χ 128 εκ.). Δίπλα σε οχτώ πίνακες ζωγράφων της σχολής του.
Επειδή η κλεψύδρα του παρόντος χρόνου, όπως τον ορίζουν οι οθόνες, δείχνει τέλος, θα συμπληρώσω μόνο πως εμβριθή και νηφάλια κριτική (που όμως υποκύπτει από καθήκον στην μεμψιμοιρία και αρνείται να ενθουσιαστεί—κακορίζικα και άστοχα, κατά πως πιστεύω από την σκηνογραφική παρουσίαση των έργων, και η κακία θα της μείνει) υπάρχει από τον Ν. Χα(ν)τζηνικολάου, στο «Βήμα» της 11ης του Μάη 1997. Εγώ το μόνο που μπόρεσα να κάνω είναι να υποκύψω στο στρέτο που ακολουθεί.
Μαύρη αλήθεια
Καντσόνα ντι ρινγκρατσιαμέντο που γύρισε σε κατάρα, μαύρο πείσμα της σκέψης που αρνείται να στρωθεί στο χαρτί, μαύρο αίμα όλων των χρωμάτων, μαύρα πέπλα του σκοταδιού που αρνείται να παραδοθεί στο φως, στο τέλος παραδίνει με αργή απροθυμία τη σκυτάλη στο πρώτο πλάσμα που συναντάει και λέγεται αυγή, στεριές που ξεπηδούν από το πουθενά στον πρώτο υπαρκτόν ορίζοντα της μέρας μέσα από σκότεινους νεροκρημνούς, κάνουν τον ωκεανό λίμνη αταραξίας σφραγισμένη με νησιά, με αβυσσικό βένθος σε ζώνες μοιρασμένο εύφωτο-δύσφωτο-άφωτο· εκδικητικό σκοτάδι δολοφονημένο αιματηρά από την ακτινοβολία του λευκού, την αίγλη του οπάλιου, το κόκκινο του ρουμπινιού, το σμαραγδένιο πράσινο, το λεμονί, το σκοτεινό μπλε· απούσα στίξη σε δυσανάγνωστη γραφή, μνησικακία της μνήμης που αρνείται να αποτυπώσει, μεσοβασιλεία της αγνωσίας, βιαστικά φτερουγίσματα πουλιών που μετακομίζουν μελωδικά κρατήματα στο ράμφος τους σαν πολύτιμο θρεπτικό καρπό για τα στρουθία τους· βιαστική σκοτεινή συνείδηση που πλαγιοέρπει μηχανοκίνητα προσκολλημένη σα λιθοφάγος στα βαθύβια κοράλλια προδίδοντας ζώνες ημίφωτες, ξάφνου θροΐζοντας σαν ξεχασμένο όνομα που έρχεται στην επιφάνεια, σαν κακή πράξη που ξεγλιστράει να κρυφτεί στη φωλιά της έχιδνας και του σκορπιού, σαν χίλια φύλλα ασημιού που μια ανάλαφρη επίπτωση φωτός υψώνει τη φωνή τους, κρουστή λεπτή από άλλον κόσμο, πώς οι ήχοι γκρεμίζουν τείχη φτερώνοντας το μήνυμα που πάει παντού, ανάκουστο εγκώμιο, ηχητικός συναγερμός, μυριόστομα τζιτζίκια που βυζαίνουν εντατικά το φως, σκοτάδι γάλα των φώτων που ρέει άφθονο απ’ την τροφό της καλοσύνης, δύσκολη κακία, μαγική επίπνοια της όρασης, ωχρή κηλίδα του ήλιου, μετέωρη αλήθεια, εύσαρκο μηδέν, ορφανό θεωνύμιο, άπνοια του πνεύματος· κύμα από τριαντάφυλλα στην κόλαση πεσμένα, λάγια του παχνιού θαλπωρή, συνωμοσία πτυχώσεων, εύτονη χορεία κινήσεων, ορατές νευρικές ώσεις, απολιθωμένες στον ασυγκράτητο σάλο της σάρκας, δεντρίτες φυλακωμένοι στον μελί και κέρινο ανταχάτη, σπάνιος χορός αντίχορος, απληστία διάρκειας της επικράτειας του παρόντος, παράταση παρόντος, παρόν εγκόλπιο παρελθόντος, παρόν εγκόλπιου μέλλοντος· σκοτεινός θάλαμος σε χρυσό σφοντύλι τυλιγμένος, θεωρία της λάμψης, αθόρυβη επέλαση υαλουργίας του ήλιου στη σκότεινη κάμαρη, σκύβει-χρυσώνει πρώτα τη χρυσοτυπία μιας βιβλιοδετημένης ράχης, καθυστερεί στη ρίζα του πολύτιμου αυχένα, δείχνει στην ανακλαστική στιλπνότητα του μετώπου, στην ίσαλη διαύγεια της ίριδας όπου νίβονται οι άπληστες κόρες στα αρμυρά βάθη των ματιών· ασπάζεται τη σκόνη, αναλυτό χρυσάφι που σταλάζει μεθοδικά τυχαία απ’ το αφηρημένο πινέλο, μαύρη ενέργεια του φωτός, βασιλεία φωτός, περιωπή φωτός, όραση αστραπής, κινδυνώδης κατείσδυση του φωτός, η ώρα και η εξουσία του σκότους, τελική αφάνεια της εικόνας.