Νοσταλγία
11-01-2019

… Russians love their children too – Sting

Πέρασε ενάμιση χρόνος από τις αντιδράσεις σαν ήρθαν στη δημοσιότητα τα σχέδια για ανέγερση έξι ουρανοξυστών το Ελληνικό. Θυμάμαι υπερβολή, την επίκληση του «Γαίας ατίμωσις» του Πικιώνη, το φαρισαϊσμό μπροστά στα «φαραωνικά» σχέδια. Σεβαστή η άρνηση αναφορικά με κτίρια μεγαθήρια στο κέντρο της Αθήνας. Θα ακύρωναν το τοπίο, φυσικό και πολιτισμικό, των διάσπαρτων λόφων εκεί. Άλλη όμως η κλίμακα του βράχου της Ακρόπολης, άλλη η κλίμακα του λεκανοπεδίου. Προφανές, το οποίο διαφεύγει σ’ όσους έβλεπαν καταστροφή του αστικού τοπίου από τους ουρανοξύστες και που επί της ουσίας επικύρωναν την πολυκατοικία, τη «μισητή» μονάδα του. Πρώτη η πολυκατοικία, επαναλαμβανόμενη σε τείχη, μπλοκάροντας τον ορίζοντα, ακύρωσε και ατίμωσε το αττικό τοπίο. Το λεκανοπέδιο μοιάζει, στο σύνολό του, καλλιέργεια βακτηρίων απλωμένη σε πιατάκι εργαστηρίου – αυτό είναι το αττικό τοπίο στην Αθήνα. Μόνο οι προνομιούχοι, κάποιοι από τύχη, κάποιοι υπό αίρεση, έχουν θέα τον Παρθενώνα.

Και αν το σκεφτεί κανείς, το πραγματικό μπόι του Υμηττού, μισο-κρυμμένο κάτω από τον τσιμεντένιο αφρό, θα αναδειχτεί εκ νέου αν αναμετρηθεί με γίγαντες, θεμελιωμένους στο υψόμετρο της θάλασσας.

Με ενδιαφέρει η αντίφαση σε όλη εκείνη την υπερβολή: προεξοφλούσε μια μελλοντική μεταμοντέρνα νοσταλγία για την πολυκατοικία, σε εποχή που βιώνουμε ακόμα, δεκαετίες τώρα, νοσταλγία για το νεοκλασσικό.

Δύσκολη η σχέση μας με την Αθήνα, όλο γκρίνια και νοσταλγία. Μεγάλες οι επιφυλάξεις μου όσον αφορά στη νοσταλγία. Όσο για τη γκρίνια, είμαι εντάξει και με το παρόν και με τις πολυκατοικίες.

Το γράφω αυτό με αφορμή το αξιόλογο (το εννοώ) βιβλίο «η Παλιά Γειτονιά», στο οποίο ο Κώστας Χατζιώτης καταγράφει λεπτομερώς την ιστορία της περιοχής της Πλατείας Βάθης, του Αγίου Παύλου και των Σιδηροδρομικών Σταθμών. Αρχή γίνεται από εξοχικά τοπωνύμια χειμάρρων για να προχωρήσει στον οικοδομικό και στον οικονομικό χαρακτήρα της γειτονιάς, με καταλόγους επιχειρήσεων, καταστημάτων και κατοίκων (ηθοποιών, δικηγόρων…). Αναδεικνύεται η χαμένη μεσοαστικότητα της περιοχής, κάτι που ο συγγραφέας υπογραμμίζει στην εισαγωγή με διάχυτη λύπη. Όπως για χαμένη πατρίδα.

Τη γειτονιά τη γνώρισα έφηβος, τη δεκαετία του 70, σε βόλτες με την κοπέλα μου από την πλατεία Βικτωρίας ως τον Άγιο Παύλο και το σταθμό των τραίνων, τότε που παρά την έξοδο προς τα προάστια είχε ακόμα μεσοαστική ταυτότητα. Την επισκέφτηκα εκ νέου, («)υποβαθμισμένη(»), ύστερα από παρότρυνση φίλου στις αρχές της νέας χιλιετίας, όταν έψαχνα να αγοράσω διαμέρισμα. Διαπίστωσα ότι σε πολυκατοικία στο Παγκράτι το τετραγωνικό πουλιόταν σε τιμή κατά 70% περισσότερο απ’ ότι στον Άγιο Παύλο. Πολυκατοικία ίδιας χρονιάς και ιδίου κατασκευαστή. Αγνοώντας την προειδοποίηση ότι πάω να ζήσω «εκτός των τειχών», προχώρησα σε αγορά. Ανακάλυψα την περιοχή εκ νέου κι έμαθα να την αγαπώ όπως είχε διαμορφωθεί μετά το αρχικό μεταναστευτικό κύμα στην Ελλάδα. Έφυγα στη συνέχεια στο εξωτερικό για να επιστρέψω με το ξέσπασμα της κρίσης. Το «εκτός των πυλών» στοίχειωσε στην αντίληψη της πλειοψηφίας των μεσοαστών Αθηναίων ως τόπος εξορίας και κατάρας. Όταν παραπονέθηκα σε υδραυλικό για εγκατάλειψη στο στενό που μένω, πρότεινε ν’ απευθυνθώ στη Χρυσή Αυγή (όχι στο Δήμο). Ο φόνος του Καντάρη στην Ηπείρου το 2011, από αλλοδαπούς, έφερε τις μέρες των σπασμένων τζαμιών σε μικρομάγαζα που σύχναζαν αλλοδαποί και άλλο φόνο. Και μια νύχτα, πριν το χάραμα, άκουσα παρέλαση, χτύπημα μπότας με παλμό, σύνθημα και βοή, να περνάει από τη μεριά της Ηπείρου, ν’ απομακρύνεται και να χάνεται στη σιωπή. Όχι αόρατος καβαφικός θίασος που θα με τραβήξει στο παράθυρο να δω, αλλά να με σπρώξει να κρυφτώ κάτω από το σκέπασμα.

Σε πείσμα αυτού που βίωνα ως κατάρρευση της ασφαλούς καθημερινότητας, σε πείσμα του φόβου, του θυμού και της έντασης, εξακολούθησα να αγαπώ τη γειτονιά μου. Τα παλιά νεοκλασικά (ερείπια ή αναπαλαιωμένα), τις πολυκατοικίες. Τα καλοκαίρια στην πλατεία. Τους δυνατούς άντρες με τις γυναίκες, θηλυκές και σκληρές, στα γύρω εστιατόρια και στις καφετέριες. Ή στα παγκάκια με πασατέμπο, να προσέχουν τα παιδιά με τη μπάλα και τις βοηθητικές. Τη λαλιά τους, γλώσσες βαλκανικές και της Μαύρης Θάλασσας, ακατανόητες αλλά ολοένα πιο οικείες στο αυτί μου. Τη χροιά της στο σβέρκο μου. Τους Έλληνες που ζουν στη γειτονιά, που μου διηγούνται στο καφενείο παλιές ιστορίες.

Εκτρέπομαι όμως.

Η γειτονιά κράτησε. Με αυξανόμενες αντοχές καλυτερεύει η κατάσταση. Στα πέριξ η Ομόνοια κερδήθηκε και η πλατεία Καραϊσκάκη ανέλαμψε, στα ξενοδοχεία επισκέπτες απ’ την επαρχία και ξένοι τουρίστες. Δυστυχώς όμως η προκατάληψη και η παρερμηνεία παρέμειναν. Γνωστή μου πήρε τις κορούλες της στο Εθνικό, σε παιδική παράσταση και ομολόγησε ότι τις προειδοποίησε να μην πιάνουν «δεξιά και αριστερά» και κολλήσουν κάτι. Προκατάληψη που συντηρεί η νοσταλγία, η αντίληψη ότι όλα είναι χαμένα, ότι η γειτονιά δεν είναι αυτό που ήταν, εφόσον καταστράφηκε η αρχιτεκτονική της ταυτότητα (από την πολυκατοικία), στη συνέχεια μεταβλήθηκε η δημογραφία της απ’ τους αλλοδαπούς και παραδόθηκε στην παραβατικότητα.

Στο όντως (επαναλαμβάνω) αξιόλογο ως ιστορική καταγραφή βιβλίο του Χατζιώτη, η κατακλείδα αποτελεί θρήνο μπροστά σε ταφόπλακα (μεσοαστικής και νεοκλασσικής) ελληνικότητας. Αντιγράφω: «…είδαν ξαφνικά να κατοικούν δίπλα τους κάποιοι ξένοι, που όπως λέει και το σοφό λαϊκό ρητό δεν γνώριζαν ούτε από που κρατάει η σκούφια τους» και «…Κυριακή πρωί, 28 Μαΐου 2016. Αντικρίζω ένα κόσμο άγνωστο. Καθώς μάλιστα φαίνεται ότι σήμερα έχουν εκλογές οι Πακιστανοί (;) και το εκλογικό τους κέντρο βρίσκεται στην οδό Ψαρών, η εικόνα που βλέπω παραπέμπει σε μνήμες κάποιων χωρών της Ανατολής…». Το ερωτηματικό μετά το Πακιστανοί του συγγραφέα.

Τώρα οι αλλοδαποί, εφόσον ψηφίζουν σε δικό τους εκλογικό κέντρο, ξέρουν προφανώς από που κρατάει η σκούφια τους. Ο συγγραφέας είναι που αδιαφορεί να μάθει, που σνομπάρει. Επίσης, όσο γνωρίζω, η γειτονιά διοικητικά ανήκει ακόμα στην Ελλάδα.

Επικίνδυνο πράμα η άκριτη νοσταλγία. Ύπουλο.

Αυτό που συντηρεί τους φασίστες δεν είναι η από σπόντα εμφάνιση χρυσαυγίτη μαζί με υποψήφιο δήμαρχο της Αθήνας. Εύκολα το στοχεύεις κι εύκολα δικαιολογείται. Είναι η παραίτηση, η ταφόπλακα που έβαλες σε γειτονιές της Αθήνας, εφόσον δεν μπορούν να είναι πλέον «η παλιά γειτονιά». Η μεσοαστική προειδοποίηση στα παιδιά σου, στην Αγίου Κωνσταντίνου (έναν πανέμορφο δρόμο), για άγνωστες (ξένες) ασθένειες. Η συστηματική διακριτική αδιαφορία του Δήμου που έχει τη διοικητική αρμοδιότητα και την ευθύνη.

Οι ενταγμένοι μετανάστες είναι αυτοί που βάσταξαν τις τελευταίες δεκαετίες τη γειτονιά, ειδικά τα χρόνια της κρίσης. Είναι αυτοί που αγόρασαν σπίτια σε πολυκατοικίες, έκαναν νοικοκυριά και βγάζουν τα παιδιά τους στην πλατεία να παίξουν. Αυτό που συντηρεί και ενδυναμώνει την Χρυσή Αυγή είναι η πεποίθηση για άβατα, για εστίες μόλυνσης, για χαμένες πατρίδες. Η αντίληψη ότι χρειάζεται ανατροπή στο τωρινό αν είναι να επανακτηθούν.

Όσο για τη μάχη κατά του καπιταλισμού, ας την έδιναν η Κινέζοι όταν σήκωναν skyline στη Σαγκάη. Όχι εμείς με τις υπερβολές για έξι ουρανοξύστες, χιλιόμετρα μακριά από τον Παρθενώνα. Τους Κινέζους (κι όχι μόνο) δεν τους φοβάμαι στο Ελληνικό αλλά στις μαζικές αγορές διαμερισμάτων στο κέντρο της Αθήνας, με τη διαχείριση της πόλης μέσω τηλεχειριστηρίου από ζώνες ώρες μακριά. Η μισή γειτονιά στην Κίνα (κι αλλού) θα βρίσκεται.

Μεσοαστοί κυρίως, Έλληνες, πουλάνε τα διαμερίσματα του κέντρου. Όχι αλλοδαποί.