Γαλιλαίος: Λεπτομέρεια της σελήνης, 1605
Μοιραίοι πρωτοπόροι
04-10-2018

«Για ποιον τάχα να ‘γραφε ο παθητικός αυτός συνθέτης;»

 

Αν εξαιρέσουμε τα δυο αφιερώματα σε δυο τόμους της επετηρίδας  «Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών» (Γ’ τόμος, Αθήνα 1954, 24 σελίδες, και ΙΕ΄ τόμος, Αθήνα 1969, 60 σελίδες), το «Μικρό Αφιέρωμα στον Νίκο Σκαλκώτα» του τεύχους 10-13, Αθήνα, Ιούλιος 1973-Ιούλιος 1974, του «Δελτίου Κριτικής Δισκογραφίας» της «Λέσχης του δίσκου»  (η «Λέσχη» ιδρύθηκε το 1966 και έκλεισε το 2011), με κείμενα των Γ.Γ. Παπαϊωάννου, Γ. Χατζηνίκου και Μ. Δούνια, σε 15 σελίδες, απευθυνόμενο προς το ευρύτερο κοινό, αλλά και με αρκετή εμβρίθεια, καλούσε, μοναχικά στο χώρο των περιοδικών, σε συντονισμένο πρώιμο εγερτήριο του μουσικού ενδιαφέροντος. Ήταν κι αυτό, ανάμεσα σε κάποια άλλα (π.χ. το πρώτο ελληνικό αφιέρωμα περιοδικού, του «Δελτίου» της, στον Ίγκορ Στραβίνσκι, το 1970,  την πρώτη μεταφρασμένη στα ελληνικά βιογραφία του Γκούσταβ Μάλερ, το 1978, την πρώτη μεταφρασμένη στα ελληνικά εργοβιογραφία του Κλοντ Ντεμπισί, το 2004, τον πρώτο μακράς διαρκείας [LP] τυπωμένον στην Ελλάδα δίσκο αφιερωμένον αποκλειστικά σε έργα  του Νίκου Σκαλκώτα, το 1966),  μια από τις «πρωτιές» της «Λέσχης». Πρέπει να πω πως εκτός από το εξοργιστικό αίσθημα απαξίας του έργου του Σκαλκώτα  που προκαλούσε η απουσία δραστήριας εκδοτικής φροντίδας του αρχείου του, 25 χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατο του συνθέτη, βασικό κίνητρο του μικρού μας «Αφιερώματος» στάθηκε και η κατάχρηση  του «Κλέφτικου» (αν θυμάμαι καλά) από τα χουντικά κινηματογραφικά «Επίκαιρα» (για τους νεότερους, και για τις κινηματογραφικές ταινίες  «επικαίρων» βλέπε κατ΄αρχήν http://mam.avarchive.gr/portal/)—ήταν τρίδιπλα εξοργιστικό μέσα στη φίμωση του απέραντου μουσικού κόσμου του Σκαλκώτα να επιπλέει πατριδοκαπηλικά και μόνο πατριδοκαπηλικά  ο «Κλέφτικος» των «Ελληνικών Χορών»  για να συνοδεύει το μυστρί του Παττακού.  Στα 50χρονα από το θάνατο του συνθέτη, το 1999, τα πράγματα είχαν βελτιωθεί θεαματικά και χάρις και σε μια δράκα εξαιρετικών Ελλήνων μουσικών νεότερης γενιάς (και με την ανεκτίμητη κριτική συμβολή στην ουσιώδη ανάγνωση-αντιγραφή-κάποτε διόρθωση των χειρογράφων μουσικών κειμένων του Σκαλκώτα από τον αφανή ήρωα-αντιγραφέα κλαρινετίστα, μουσικολόγο, ενορχηστρωτή  Γιάννη Σαμπροβαλάκη  [συνιδρυτή, το 2007,  με τον Γιάννη Τσελίκα, του Κέντρου Ελληνικής Μουσικής www.hellenicmusiccentre.com] ) προχωρούσε τουλάχιστον δρέποντας θριαμβευτικά όλο και πιο ενθουσιώδεις κριτικές η δισκογραφία των Απάντων του συνθέτη από την σουηδική δισκογραφική εταιρεία BIS που την υποστήριζε,  με πάθος που άγγιζε τη μεροληψία, η διανομή της από τη «Λέσχη». Και τότε πάλι η «Λέσχη» αφιέρωσε ένα τρισέλιδο μεγάλου σχήματος του δεύτερου φύλλου των —πρωτότυπων για την εποχή —μουσικών «Εφημερίδων» της στα 50χρονα παρουσιάζοντας τις ηχογραφήσεις που λάμπρυναν τα εν προόδω δισκογραφικά «άπαντα».  Στην πρώτη σελίδα του δεύτερου αυτού φύλλου των αναγκαστικά άτακτων σε κυκλοφορία «Εφημερίδων» (δεν υπήρξε ποτέ τρίτο) δεσπόζει σαν εισαγωγικό μότο η ρητορική ερώτηση που απευθύνει σε άγνωστο αποδέκτη ένας από τους οξυδερκέστερους, βαθύτερους, συνθετικότερους κριτικούς παραλήπτες τής—προσοχή, της διαθέσιμης τότε, της ελάχιστης διαθέσιμης τότε—μουσικής του Σκαλκώτα, ο «δημιουργικός κριτικός» Μίνως Δούνιας (Τσετάτε Ρουμανίας, 1900 – Αθήνα, 1962 :
https://dspace.mmb.org.gr/mmb/handle/123456789/6802): «Για ποιον τάχα να ‘γραφε ο παθητικός αυτός συνθέτης;»  Η ερώτηση έρχεται φυσικά και κατατίθεται στην «Καθημερινή» της 23ης Οκτωβρίου 1949, στο τέλος ενός κειμένου όπου ο συντετριμμένος Δούνιας περιγράφει την επίσκεψή του στο σπίτι του συνθέτη λίγο μετά το θάνατό του —εκεί ακατάβλητη ανασαίνει η μουσική του, γνωστή και άγνωστη σε «τρεις πελώριες δεσμίδες χειρογράφων» που υψώνονται μπροστά του.

Τον καίριο χαρακτηρισμό  «δημιουργικός κριτικός» αποδίδει  στον Μίνωα  Δούνια ο Κυριάκος Ντελόπουλος, φιλολογικός επιμελητής του σπαρακτικού «Ημερολόγιου Κατοχής» του Δούνια,  αλλά και της συλλογής αποσπασμάτων επιστολών «Θα νικήσουμε αλλά υπέρ την νίκην δόξα – Το «Σαράντα» μέσα από τις  επιστολές των πολεμιστών και των αμάχων» που είχε ερανιστεί ο Δούνιας παραμερίζοντας μπροστά σε τέτοιους θησαυρούς ιστορικής μαρτυρίας κάθε δισταγμό, όταν υπηρέτησε από το Νοέμβρη του 1940  ως τον Απρίλη του 1941, σε μια από τις επιτροπές λογοκρισίας της αλληλογραφίας, που συστάθηκαν για λόγους εθνικής ασφάλειας.  Στο σημείο αυτό, μια και ο λόγος για χρονικές υστερήσεις στην εκδοτική επιμέλεια αρχείων που απορφανεύονται, ας αναφερθεί και η περίπτωση του Αρχείου Δούνια που από το 2009 βρήκε στέγη στη Μουσική Βιβλιοθήκη του Συλλόγου των Φίλων της Μουσικής, χωρίς όμως ακόμη να έχουν δημοσιευτεί (όλο το corpus ή έστω επιλεκτικά) τα μουσικοκριτικά του σημειώματα.  Η τυπογραφικά καλά φροντισμένη έκδοση (επιμελημένη φιλολογικά από τον Γ.Ν. Πολίτη που εισέφερε και μια σύντομη αλλά ουσιώδη Εισαγωγή) εκλογής μουσικοκριτικών σημειωμάτων από το έργο του από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας τον Δεκέμβρη του 1963, προ πολλού εξαντλημένη και άφαντη (θυμάμαι να μαζεύουμε όσα αντίτυπα μπορούσαν να βρεθούν σε παλαιοβιβλιοπώλες για να τα διαθέσουμε από τη «Λέσχη» συσταίνοντάς τα σαν πρότυπα κριτικού ήθους και στοχασμού), άνοιγε ακόρεστη την όρεξη για τα κριτικά του Άπαντα και σήμερα ο νηφάλιος κριτικός του λόγος και η γλαφυρή ακρίβεια  των ελληνικών του που κυλούν αβίαστα χωρίς να ντρέπονται  καθώς  κάποια σημάδια, σαν γέρικος κισσός που σκεπάζει την πρόσοψη φρεσκοβαμμένου κτιρίου,   μαρτυρούν  τα χρόνια τους—θα ήταν ζωντανά και απαραίτητα περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

Το 2019 συμπληρώνονται τα 70 χρόνια από το θάνατο του Σκαλκώτα. Τα πράγματα μοιάζουν να έχουν πάρει το δρόμο τους—το αρχείο εξασφαλίζεται στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη του Συλλόγου Φίλων της Μουσικής και το έργο του ξεπερνά το κατώφλι του μουσικού κειμένου προς την μουσική εκτέλεση που η συχνότητά της θα πυκνώνει όλο και περισσότερο όσο τα μουσικά κείμενα θα εκδίδονται ικανοποιητικά. Φτάνουμε έτσι και στις 6 συναυλίες με έργα Σκαλκώτα, από τον Νοέμβριο 2018 μέχρι τον Φεβρουάριο 2019, στην καινούργια εξαιρετική  «Αίθουσα Μπουλέζ» του Βερολίνου, πρωτοβουλία υποστηριγμένη από τον Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ (με συμμετοχή και του Λεωνίδα Καβάκου), με γενικό τίτλο-πνεύμα «Σκαλκώτας, Ευρώπη και Δημοκρατία».  Μεμψιμοιρώντας μπορεί να πει κανείς πως τα έργα είναι όλα ή πιανιστικά ή μουσικής δωματίου—απουσιάζουν τα μεγάλα συμφωνικά έργα. Θα είναι όμως απλώς μεμψιμοιρία.