Τούρτουρ, τουρτούρα, τιρτιρί και γκάγκαγκα
Η χελώνα, λέει, είναι το παπούτσι του χρόνου. Εγώ λέω είναι η ασπίδα κι ο θώρακας του αρχαίου πολεμιστή που τον περιφρόνησαν όλοι και τώρα βετεράνος μπαφιασμένος απ’ τον πολύ ήλιο και τις ιλιάδες της εφηβείας του, αποτραβήχτηκε στη σκιά στη σπουδή της γης. Η ασπίδα είναι το σπίτι του κάπου στο λόφο του Φιλόπαππου ή στα σύθαμνα του Υμηττού. Μόνο την άνοιξη βγαίνει από παλιό συνήθειο απ’ τα χορτάρια να λιαστεί. Του καλού καιρού τον άλλο χρόνο μελετάει του χώματος τα πυκνά συμβάντα. Εκτός από μένα λίγους έχω δει να νοιάζονται για τις χελώνες—τουλάχιστον νοιάζονταν μέχρι πριν από μερικά χρόνια· τις αγόραζαν μικρές από τα μαγαζιά των κατοικίδιων, «Ελληνίδες χελώνες» που τις μεγάλωναν στους κήπους τους. Είναι τεράστια η ποικιλία της τρυφερότητας που μπορούν να προκαλέσουν τα ζώα. Όπως τεράστια είναι και η ποικιλία της έχθρας, κι ακόμα χειρότερα, της αδιαφορίας ή και της αηδίας που καταφέρνουν να γεννήσουν στον προσώρας κυρίαρχο του ζωικού βασίλειου. Για να μην αναφερθούμε στον κυνηγετικό σαδισμό. Αυτό που οπωσδήποτε κατά κανόνα δεν προκαλούν στον Έλληνα κάτοικο του πλανήτη, είναι ο σεβασμός. Με άλλα λόγια η εν ισοτιμία αποδοχή της ιδιομορφίας ή η πολιτική υποβάθμιση του αισθήματος της ιδιοκτησίας. Μια στάση που να εκφράζει όχι ωμό συναίσθημα ή όποιον θυμικόν πρωτογονισμό, αλλά πνευματικά συνθετότερη γιατί προϋποθέτει από τον σχετικώς πολιτισμένο άνθρωπο πείρα, σοφία και αυτοσυνειδησία, και από τον αρκετά πολιτισμένο, που θεωρητικά διαθέτει τις τρεις προηγούμενες αρετές, πλούσια φαντασία και ευγένεια. Η ευγένεια θα τον κάνει επιφυλακτικότερο μα βαθύτερο στην προσωπική του έκφραση προς τα ζώα γιατί θα του υπαγορεύει διαρκώς ένα προσεκτικότερα και συνειδητότερα δημοκρατικό μείγμα συμπεριφοράς που θα συμψηφίζει μια όλο και βαθύτερη αυτογνωσία με μια όλο και βαθύτερη έγνοια και καθήκον γνωστικής αμοιβαιότητας. Η ευγένειά του θα είναι όχι μόνον ο ορίζοντας των επιθυμιών του αλλά και ο ανοιχτός ορίζοντας μιας αμοιβαίας κατανόησης που θα πρέπει να δεχτεί πως για να μαθητέψει στους όρους και τους κανόνες της, θα πρέπει να καθίσει και πάλι ταπεινός μαθητής στο σχολικό θρανίο. Σ’ αυτήν τη σπουδή ο περισσότερος χρόνος θα πρέπει να αφιερωθεί στη γνωριμία του άλλου, του ζώου. Θα πρέπει να οξύνει την παρατηρητικότητά του και να βοηθηθεί από καλά και σωστά βιβλία για να γνωρίσει τη φυσιολογία του ζώου, όπως θα όφειλε να γνωρίζει και τη δική του, το ήθος και το χαρακτήρα του, όπως τα δικά του ήθος και χαρακτήρα. Η οικονομική συναισθηματική έκφραση θα πρέπει να συμπεριλάβει και να εξειδικευτεί και σε οικονομική γλωσσική επικοινωνία, επιφωνηματική ή κυριολεκτική, που δεν θα περιφρονεί την σοφία την εγκιβωτισμένη στην μητρική παιγνιώδη ονοματοποιία. Η ονοματοποιία διαθέτει και αυτή ιθαγένεια—ένα μικρό δείγμα ονοματοποιητικής ιθαγένειας της φωνής της κοινής πάπιας: κφακ κφακ (γερμανικά), κουάκ κουάκ (αγγλικά), μπατ’μπάτ (αλγερίνικα αραβικά), κούα-κούα (καστιλλιάνικα και καταλάνικα), ραπ ραπ (δανέζικα), κβάακ κβάακ (φιλανδέζικα), κουένκουέν (γαλλικά), πα πα (ελληνικά), χάαπ χάαπ (ουγγαρέζικα), κουά κουά (ιταλικά), γκάα γκάα (γιαπωνέζικα), κούακ κούακ (ολλανδέζικα), κβα κβα (πολωνέζικα), κούα κούα (πορτογαλέζικα), μακ μακ (ρουμάνικα), κριάκ κριάκ (ρώσικα), κβακ κβακ (σουηδέζικα), γκάγκαγκα (τσέχικα), βακ βακ (τούρκικα). Ας σημειώσω ότι πολλών ο μόχθος και η εμβρίθεια με βοήθησαν στη συλλογή αυτών των παπιοφωνών. Θα προχωρήσω εις επίρρωσιν και σε ένα χαρακτηριστικό παράθεμα από την Ιστορική Γραμματική της Γαλλικής Γλώσσας (1936) του Δανού φιλολόγου Κρίστοφερ Νίροπ: «Μια μέρα περπατούσα στην εξοχή παρέα με ένα Γάλλο φίλο και περάσαμε μπροστά από μια λιμνούλα όπου κολυμπούσαν πάπιες: «’Α! νά ραπ ραπ», του λέω, μιμούμενος την ομιλία των παιδιών στη Δανία. «Πώς;», ανέκραξε, «τί ραπ ραπ; Μα αυτές είναι πάπιες, και οι πάπιες κάνουν κουέν κουέν. Ακούστε προσεκτικά και θα δείτε πως ο ήχος που παράγουν είναι ένρινος. Ποτέ μια πάπια που ξέρει να μιλάει δεν είπε ραπ ραπ». Χρειαζόμαστε λεξικό ονοματοποιίας της νέας ελληνικής γλώσσας το ταχύτερο, αν δεν πρόκειται, και δεν θα το επιθυμούσαμε, να εκμηδενίσουμε την επικοινωνία μας με τα ζώα, όπως την έχουμε εκμηδενίσει μεταξύ μας. Δεν είναι δυνατόν να εκχωρήσουμε στην αφεκτιβική ασυνταξία του καθενός—και πρωτίστως του διαδίκτυου— τόσο υδραργυρικά ασταθείς ηχομιμητικές πράξεις όπως μπιμπίςμπιμπίσσς για να καλέσουμε τη γάτα στα γαλλικά (ή, ακόμα χειρότερα, μσιαμσσιά και μινόν_ μινόν), ενώ ψτ_ψτ στα ελληνικά· άσε που τα λεξικά είναι ταμεία σταθερής μνήμης που δεν χρεοκοπούν ποτέ—σπάζω το κεφάλι μου να θυμηθώ πώς καλούσαμε τη γαλοπούλα σε έναν κήπο και μιαν αυλή που έχουν προ πολλού αναληφθεί στην παραδεισένια αχάνεια των παιδικών μου χρόνων παίρνοντας μαζί τους χιλιάδες ήχους και χρώματα, και δεν έχω την παραμικρή επιθυμία να το αφήσω στην ιδεοφωνική αυθαιρεσία του κάθε έφηβου ή μεταέφηβου που μετασκευάζει σε μπαλονάκια κόμικς τη δόκιμη λογοτεχνία και βραβεύεται με όλα τα κρατικά βραβεία επειδή κατάφερε να κάνει άναρθρα ξεπλύματα αυτά που ο δύσμοιρος—νεκρός—συγγραφέας πάλεψε μέχρι θανάτου να κάνει συντεταγμένες λέξεις. Να σημειώσω επιπλέον—χαρακτηριστικό της ανισορροπίας μας—ότι υπάρχει ήδη χρησιμότατο λεξικό επιφωνημάτων [και επιφωνηματικών φράσεων] της αρχαίας ελληνικής από την κυρία Ελένη Παπαδογιαννάκη, που με χαλκέντερη επιμέλεια κατέγραψε τα επιφωνήματα και τις επιφωνηματικές φράσεις της αρχαϊκής και της κλασικής γραμματείας, ανέδειξε και κατέταξε την πολυσημία τους σε κατάλογο συγκινήσεων με παραδείγματα-παραθέματα συμφραζομένων, και, κυρίως, έστω κι αν δεν μαθαίνουμε σε ποιο κάλεσμα θα ανταποκρινόταν το άλογο ή η γάτα της εποχής, βρίσκουμε εκεί συγκεντρωμένη όλη τη μεγαλειώδη αριστοφάνεια βατραχοπουλοηχομιμητική. Ασύγκριτη και ανεπανάληπτη. Σε αυτήν τη μουσική του Αριστοφάνη θα σταματούσα, στο στίχο 303 των Ορνίθων, όπου σε ένα χορογραφικό ασύνδετο φτερωμένο από μελωδικό μπρίο, προβάλλουν Κίττα, τρυγών, κορυδός, ελεάς, υποθυμίς, περιστερά ήτοι Κίσσα, τρυγόνι, κορυδαλός, τιρτιλί, λουγαράκι, περιστέρι (κατά την πολύτιμη ερμηνευτική έκδοση του Φάνη Ι. Κακριδή), για να επιμείνω λίγο στο τρυγόνι. Όχι το «σκοτεινό» που το μουντζούρωσε τόσο η αχαλίνωτη αισθηματολογία ώστε να μην ξέρουμε πια για ποιο πράγμα μιλάμε, τη στιγμή που η ποίηση καταφέρνει, υποτίθεται, να ξελαγαρίσει τα πράματα, αλλά ένα άλλο, όχι και τόσο γνωστό—το αληθινό τρυγόνι. Να συστήσω το αληθινό τρυγόνι ώστε κάποιο κέρδος να απομείνει σε όποιον ήθελε τιμήσει διαβάζοντας τούτο το κατεβατό. Να το συστήσω με την παρατηρητικότητα, την ακρίβεια, το περιγραφικό τάλαντο, την τέχνη τριών ορνιθολόγων και ενός συνθέτη:
Τρυγόνι, Streptopelia turtur [Στρεπτοπηλία η τρυγών]
Αγγλικά: Turtle–Dove [ας πούμε Χελωνοτρυγώνα χωρίς να έχει καμιά απολύτως σχέση με τη χελώνα—συνήθεις αγγλικοί γλωσσοειδείς εγκεντρισμοί]
Ολλανδικά: Tortelduif
Γερμανικά: Turteltaube
Γαλλικά: Tourterelle des bois
Σουηδικά: Turturduva
Οικογένεια: Peristeridae (Περιστερίδες)
Ταύτιση μέσω αναγνωριστικών χαρακτηριστικών: [Μήκος σώματος από την άκρη του ράμφους μέχρι την άκρη της ουράς—έτσι μετράμε] 27 εκατοστά. Μικρότερο από τα άλλα αγριοπερίστερα: αναγνωρίζεται από την κατά πολύ κομψότερη λεπτότερη μορφή του και το ευδιάκριτο κλιμακωτό μήκος των φτερών στην μαύρη ουρά του που έχει λευκά περιθώρια στις άκρες. Το πάνω μέρος των φτερών στο χρώμα της σκουριάς με μαύρα στίγματα στο κέντρο· στα πλαγινά του λαιμού τμήμα με ασπρόμαυρες ραβδώσεις· στην περιοχή του στήθους και του λάρυγγα απαλό ρόδινο χρώμα. Τα νεαρά άτομα δεν έχουν μαυρόασπρες ραβδώσεις ούτε την αχνή κρασάτη απόχρωση στο στήθος. Απαντά σε ζεύγη ή αραιά κοπάδια. Πέταγμα γρήγορο και ευθύ, κινήσεις φτερών πιο απότομες από του δεντροπερίστερου.
Φωνή: Απαλότερη και πιο «υπναλέα» από των άλλων περιστεριών: επαναλαμβανόμενο, σχεδόν χουρχουριστό ρονρόνισμα, «ρουρ-ρ-ρ».
Βιότοπος: Ανοιχτές και όχι ιδιαίτερα δασώδεις περιοχές, μικρά δάση, φράχτες κτημάτων από μικρούς θάμνους και δεντράκια. Φωλιάζει σε θάμνους, σύθαμνα, περιβόλια οπωροφόρων κτλ.
Αυτή είναι η λιτή, ακριβής και περιορισμένη στα ουσιώδη περιγραφή των σπουδαίων ορνιθολόγων Πέτερσον, Μάουντφερτ και Χόλομ, στο βιβλίο τους Πρακτικός Οδηγός πεδίου στα πουλιά της Βρετανίας και της Ευρώπης (1954, ανατύπωση της 4ης έκδοσης του 1983). Το διεισδυτικό βλέμμα του φυσιοδίφη-ζωγράφου Πέτερσον έχει αποδώσει την ακριβέστατη ζωγραφιά του τρυγονιού που αναπαράγεται εδώ:
Εννοείται πως από το πληθωρικό άρθρο «Τρυγόνι» της Βικιπαίδειας, όπου και παραπομπή σε ηχητικό δείγμα της φωνής του πουλιού, πρέπει να γνωρίζει κανείς από πριν τι πρέπει να κρατήσει και τι πρέπει να πετάξει. Και πάντως ας αποφύγει τις, ασαφείς εξάλλου, ετυμολογίες κρατώντας μόνο τη λαϊκή ονομασία τουρτούρα, από το λατινικό ηχοποίητο turtur μέσω του βλάχικου turturii.
Ο συνθέτης είναι ο Βιβάλντι (1678-1741), το έργο η «Ιουδίθ θριαμβεύουσα», «Θρησκευτικό στρατιωτικό ορατόριο», όπως περιγράφεται, με κείμενο στα λατινικά. Στην άρια Veni, veni me sequere fida το τρυγόνι μάς συσταίνεται σαν λυρική μεταμόρφωση της Ιουδίθ, φωλιασμένη στην παχιά δροσιά του θεόρατου δέντρου της φαντασίας. Οι στίχοι ριζώνουν στον Βιργίλιο—[δεν θα πάψει] να θρηνεί η τρυγόνα στην κορφή της φτελιάς, nec gemere aeria cessabit turtur ab ulmo—και γιατί όχι, και στον Άρατο—χαράματα έρημη και μόνη κελαηδεί η τρυγόνα, ή τρύζει ορθρινόν ερημαίη ολολυγών—, η μουσική εικόνα του Βιβάλντι ξεκινάει τη μελωδική της περιπλάνηση, μια παραπονεμένη μοναχική, σχεδόν ενδόμυχη, επίκληση, με διστακτικό διαστηματικό βηματισμό, στα μέτρα της ανθρώπινης ομιλίας, από το δισύλλαβο turtur που απορροφώντας το ποιητικό νόημα του κειμένου απλώνει και εγκολπώνεται τη μουσική σοφία αιώνων.