Με αφορμή το The Florida Project και μια κλοπή.
26-03-2018

Μια νεαρή γυναίκα, σχεδόν παιδί ακόμα, άνεργη χορεύτρια σε στριπτιζάδικα, μεγαλώνει μόνη της ένα παιδί σε ένα δευτεροκλασάτο μοτέλ στα περίχωρα της Ντίσνεϋ. Για να βγάλει χρήματα να πληρώσει το ενοίκιο και το φαγητό τους κάνει διάφορες μικροαπάτες, κλοπές και, τελικά,  εκπορνεύεται – αυτή την λέξη της εκτοξεύει με κατάκριση και θυμό η πρώην φίλη της και κάτοικος του από κάτω δωματίου.

Δεν ξέρουμε τίποτα για το παρελθόν της, για το πώς κατέληξε εδώ. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε πως δεν είχε μια στοργική υποστηρικτική οικογένεια, αφού πουθενά στην διάρκεια της ταινίας δεν εμφανίζεται κάποιο συγγενικό πρόσωπο. Μπορούμε επίσης να υποθέσουμε πως δεν τα πήγαινε καλά στο σχολείο, πως δεν έχει σπουδάσει κάτι και πως ήταν μια ζωηρή έφηβη, ατίθαση και τολμηρή. Μπορούμε, δηλαδή, να υποθέσουμε πως στην (πολύ πρόσφατη) εφηβεία της έμοιαζε πολύ με πολλά παιδιά από αυτά που συναντάμε καθημερινά, κορίτσια με καυτά σορτς, πολύχρωμα μαλλιά, τατουάζ και piercing παντού.

Ο κόσμος των παιδιών αυτών με τον κόσμο των «κανονικών» ανθρώπων, που έχουν «κανονικές» οικογένειες και «κανονικές» δουλειές και ζουν μια «κανονική» ζωή, αν και μοιράζονται την ίδια πόλη, τους ίδιους δρόμους, τα ίδια πάρκα, δεν συναντιούνται συχνά, πρόκειται για δυο κόσμους παράλληλους που γνωρίζουν αλλά δεν κατανοούν ο ένας τον άλλον. Στα σχολεία, κυρίως στα λύκεια, οι κόσμοι αυτοί έρχονται σε επαφή, και σιωπηλά ή φανερά, συγκρούονται.

Πάω, λοιπόν, εγώ, μια γυναίκα άνω των 45 ετών, απόφοιτος ΑΕΙ, παντρεμένη και μητέρα, με σπίτι και αυτοκίνητο και μισθό που μπαίνει στην τράπεζα κάθε δεκαπενθήμερο να διδάξω σε ένα σχολείο του κέντρου της Αθήνας.  Με τα παιδιά αυτά, τα παιδιά του Florida Project, που από το σχολείο τους αρέσει μόνο η τιμωρία γιατί βγαίνουν έξω, εμένα την άριστη μαθήτρια και απουσιολόγο και παραστάτη της σημαίας, με χωρίζει ένα χάος. Ένα χάος που ξεπερνάει το χάσμα των γενεών, ήδη από μόνο του τεράστιο λόγω της πυκνότητας του ιστορικού χρόνου. Είναι ένα χάσμα πρωτίστως πολιτισμικό αλλά και ταξικό, πρακτικά αγεφύρωτο. Για τα παιδιά αυτά, όσο κι αν καταφέρνω να τους είμαι συμπαθής, είμαι ένα alien, είμαι ένα πλάσμα από το παράλληλο σύμπαν των κανονικών ανθρώπων. Και όταν προσπαθώ να περιορίσω την ελευθερία τους, να βάλω όρια και κανόνες, για να μπορέσω να κάνω τη δουλειά μου, γίνομαι ο φορέας μιας μισητής εξουσίας.

Πρόσφατα μου έκλεψαν το κινητό στο σχολείο, ένα κινητό παλιό και σχετικά φθηνό που κατά πάσα πιθανότητα πουλήθηκε σε κλεπταποδόχους για λίγα ευρώ τα οποία έγιναν ναρκωτικά. Το σοκ μου ήταν μεγάλο. Η κλοπή κλόνισε μια ρομαντική πεποίθησή μου πως όταν δίνεις αγάπη και εμπιστοσύνη και φροντίδα θα πάρεις ως αντάλλαγμα τουλάχιστον την  ασυλία που σου προσφέρει μια στοιχειώδης αναγνώριση, ένας στοιχειώδης σεβασμός. Δεν είμαι αφελής και δεν μετανιώνω για την πεποίθησή μου αυτή. Είναι μια πεποίθηση που την έχτισα με κόπο και κάθε φορά που γκρεμίζεται την επισκευάζω. Γιατί είναι το αντίδοτο στον κυνισμό του «έλα μωρέ, τι περίμενες από τα κωλόπαιδα, τέτοιες αρχές πήραν από το σπίτι τους, δεν σέβονται τίποτα». Είναι η στάση που επιλέγω για να μπορέσω να υπάρχω μέσα σε αυτή τη δουλειά και να προσφέρω, στο βαθμό που μπορώ, μια διέξοδο από μια ζωή σαν αυτή στο The Florida Project. Στον μικρό βαθμό που μπορώ, που μπορούμε.

Μια άλλη πεποίθησή μου που κλονίστηκε είναι πως, με αρκετή προσπάθεια και πολλή αγάπη, μπορώ, μπορούμε,  να γεφυρώσουμε  το χάσμα, να καταλάβουμε και να νιώσουμε την κουλτούρα αυτών των παιδιών, το ελαστικό και σχετικοποιημένο σύστημα αξιών τους, την ηθική τους που διαφέρει από την δική μας. Είναι κι αυτός άλλος ένας μάταιος αγώνας;  Νομίζω πως όχι. Όταν έμαθα, από κάποιο άλλο παιδί, ποιοι μου έκλεψαν το κινητό, καθώς και ότι πολλοί άλλοι ξέρουν ποιοι είναι και τους καλύπτουν, διαπίστωσα έκπληκτη ότι δεν ένιωσα θυμό. Βλέποντας την ταινία σκεφτόμουν πως επίσης δεν ένιωσα θυμό ή επικριτική διάθεση απέναντι στην νεαρή μητέρα που κλέβει και εξαπατά. Όχι γιατί η πράξη αυτή παρουσιάζεται στην ταινία ως δικαιολογημένη, ως μια αναγκαία παράβαση του νόμου που δικαιολογείται από την ανάγκη , τύπου «αμάρτησα για το παιδί μου». Αντιθέτως, οι ίδιοι οι φίλοι της και οι άνθρωποι του κόσμου της εμφανίζονται αμείλικτοι απέναντι στα στραβοπατήματα της ηρωίδας. Όμως για μας του άλλου σύμπαντος οφείλει να είναι κατανοητή μια συνθήκη: η κοινωνία μας είναι άδικη και σκληρή, έχει ανθρώπους καταδικασμένους να ζουν στο περιθώριο, ακόμα και αν εν μέρει είναι επιλογή τους, ακόμα και αν είχαν ευκαιρίες που δεν τις εκμεταλλεύτηκαν να γίνουν κάτι πιο κοντά σε μας, κι αυτή η συνθήκη σχετικοποιεί το καλό και το κακό, σχετικοποιεί τους ηθικούς κανόνες. Κυρίως διότι και στο δικό μας σύμπαν της κανονικότητας, ημών των επιστημόνων, επαγγελματιών, οικογενειαρχών και στυλοβατών της κοινωνίας, το καλό και το κακό, οι ηθικοί κανόνες  είναι απολύτως σχετικοποιημένα, ξεχειλωμένα όπως μας βολεύει, θυσιασμένα ενίοτε στο βωμό του «δουλίτσα να υπάρχει», τυφλά και βουβά  μπροστά στην κοινωνική αδικία, η οποία νομοτελειακά παράγει το κοινωνικό περιθώριο που της αντιστοιχεί.

Ωστόσο, αν θέλουμε  να προσφέρουμε στα παιδιά – αυτά και τα άλλα – μια ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή και μια καλύτερη κοινωνία (το τι μπορεί να σημαίνουν αυτά είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση) δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να συνεχίσουμε να προσπαθούμε, να δίνουμε αυτό τον «μάταιο» αγώνα. Την πολυτέλεια του να κάνει πως δεν καταλαβαίνει, κουνώντας επικριτικά και μοιρολατρικά το κεφάλι για την κατάντια της νέας γενιάς, κανένας μας δεν θα έπρεπε να την επιτρέπει στον εαυτό του.