Μετακόμιση
24-11-2018

Η διαδικασία ανεύρεσης στέγης συνιστά πάντοτε μια πρόκληση. Πόσο μάλλον σήμερα που η αναζήτηση οικίας στο κέντρο της Αθήνας μοιάζει με ακούσια συμμετοχή σε άτυπη λοταρία στην οποία παίζουν υπερβολικά πολλοί, και κερδίζουν, αν κερδίζουν, ελάχιστοι. To Airbnb έχει μεταμορφώσει περιοχές που μέχρι πριν δυο χρόνια βρίσκονταν στα αζήτητα σε κυψέλες επενδυτών στο real estate. Έτσι, ο “ζωτικός χώρος” για τον μέσο μακροχρόνιο ενοικιαστή έχει αρχίσει να στενεύει ασφυκτικά. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα κάπως αλλιώς. Τι αξία θα είχε ένα καλό λογοτεχνικό βιβλίο αν δεν σου έδινε αφορμές για σκέψεις εκτός του περιεχομένου του. Τι αξία θα είχε ένα καλό βιβλίο αν δεν μπορούσε να υποστηρίξει μια εκδρομή αξιώσεων στις ατραπούς του νου. Γράφει λοιπόν ο Ρίτσαρντ Φορντ στο «Ημέρα Ανεξαρτησίας»: «Οι άνθρωποι δεν βρίσκουν και δεν αγοράζουν ποτέ το σπίτι που λένε ότι θέλουν. Έχω μάθει πια ότι η οικονομία της αγοράς δεν προϋποθέτει ούτε στο ελάχιστο ότι κάποιος θα αποκτήσει αυτό που θέλει. Η προϋπόθεση είναι ότι σου παρουσιάζονται αυτά που μπορεί να θεωρούσες ότι δεν ήθελες, αλλά είναι διαθέσιμα, οπότε ενδίδεις και αρχίζεις να βρίσκεις τρόπους να νιώσεις ικανοποιημένος με την επιλογή και τον εαυτό σου. Όχι πως έχει κάτι κακό αυτή η μέθοδος. Γιατί θα έπρεπε να παίρνεις ό,τι νομίζεις πως θες ή να περιορίζεσαι από αυτά που μπορείς να προγραμματίσεις; Η ζωή δεν είναι ποτέ έτσι, και αν είσαι έξυπνος θα καταλήξεις ότι είναι καλύτερα έτσι όπως είναι».

Φτάνει η στιγμή που πρέπει να μετακομίσεις, και έτσι ανοίγεις τις αγγελίες. Κάπου εκεί λοιπόν αρχίζει και η κατάδυση στην πραγματικότητα. Αν υπήρχε η δυνατότητα να βρεις αυτό που θέλεις, στα λεφτά που το θέλεις, αυτό, θα σήμαινε αυτομάτως κάτι πράγματι αξιοθαύμαστο: υπάρχει ένα κομμάτι της πραγματικότητας που απαντάει στη φαντασία σου. Αλλά η πραγματικότητα δεν λειτουργεί έτσι ακριβώς. Εδώ η φαντασία έχει να κάνει με το κομμάτι των προσδοκιών. Όπως η μνήμη, που λειτουργεί ως εξωραϊστικός φακός για τα περασμένα, έτσι και οι προσδοκίες μας, οι βλέψεις μας για το μέλλον, τείνουν να εξωραΐζουν αυτά που η φαντασία μας αποπειράται να ψηλαφίσει. Όταν ο Φορντ λέει «σου παρουσιάζονται αυτά που μπορεί να θεωρούσες ότι δεν ήθελες», και το λέει αυτό στο πλαίσιο της αναζήτησης στέγης, ενώ μερικές γραμμές παρακάτω ανάγει τη συζήτηση στη ζωή γενικώς, αυτό που υπαινίσσεται είναι ότι τελικά, οι επιθυμίες μας, είναι λίγο πολύ αχαλίνωτες και ασυνάρτητες, γιατί οι ανάγκες μας είναι πάντα πολύ λιγότερες. Και δεν στέκεται μόνο σε μια τέτοια τετριμμένη δήλωση αλλά λέει ξεκάθαρα ότι είναι καλύτερα έτσι, γιατί προσθέτει αυτό το «[γιατί] να περιορίζεσαι από αυτά που μπορείς να προγραμματίσεις;». Ο προγραμματισμός, εδώ, ενέχει και ένα μεγάλο κομμάτι του φαντασιακού, που ενώ θα έπρεπε να σε απελευθερώνει και να σε αφήνει να γευθείς το απρόβλεπτο, τελικά σε υποσκάπτει. «[Κ]αι αν είσαι έξυπνος θα καταλήξεις ότι είναι καλύτερα έτσι όπως είναι», λέει το τέλος του αποσπάσματος. Γιατί είναι πάντα καλύτερα να μην μπορείς να προγραμματίσεις τα πάντα. Μπορείς να συνεχίσεις να προγραμματίζεις, επιβάλλεται να συνεχίσεις να προγραμματίζεις, αλλά καλύτερα θα είναι να συμφιλιωθείς με την ιδέα ότι δεν μπορείς να προγραμματίσεις τα πάντα. Μια πλευρά της ανεξαρτησίας που ευαγγελίζεται ο Φορντ έχει να κάνει με την απελευθέρωση από τα δεσμά του ελέγχου και του προγραμματισμού. Δε νοείται ανεξαρτησία χωρίς παράδοση (όχι βέβαια άνευ όρων) στις αρετές του φαντασιακού.

Μέσα από την αναζήτηση σπιτιού των πελατών τού μεσίτη ήρωά του, ο Φορντ, ξετυλίγει πολλές από τις υπαρξιακές προκείμενες που διατρέχουν τη ραχοκοκκαλιά του μυθιστορήματός του. Γιατί η αναζήτηση σπιτιού είναι πρωτίστως μια άσκηση ενδοσκόπησης, όχι για μια θέση στον ήλιο αλλά στην πραγματικότητα. Η αναζήτηση σπιτιού, όχι μόνο μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, σε επανατοποθετεί στον χάρτη. Όποιος έχει μετακομίσει αρκετές φορές έχει λοιπόν καταφέρει να αντιληφθεί τη βαρύτητα της ελαφρότητας: τη σημασία που έχει η μικρή οικοσκευή. Γιατί αν δεν έχεις αναγκαστεί να μετακομίσεις είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν έχεις ανακαλύψει τις χάρες και τις αρετές τής μετακόμισης. Χάρες που δεν έχουν όμως τόσο να κάνουν με την απλοϊκή mantra του travelin’ light, αλλά με τη ενάρετη δοκιμασία που σε υποβάλει η αλλαγή του καθημερινού σκηνικού το οποίο λειτουργεί ως χαλί στη στάση που υιοθετεί ο καθένας μας απέναντι στα πράγματα. Έτσι δεν είναι μόνο ότι κερδίζεις από το ξεσκαρτάρισμα όλης της περιττής σαβούρας που τείνεις να συσσωρεύεις με το πέρασμα του χρόνου στον χώρο που διαμένεις, είναι κυρίως ότι μαθαίνεις τη βαθύτερη αξία του απογαλακτισμού από τη σαγήνη που μας ασκεί ο χώρος και η ιδιότυπη μονιμότητά του. Γράφει ο Φορντ «[…] κατάδηλο μάθημα του μεσιτικού επαγγέλματος, είναι να πάψει κανείς να εξιδανικεύει μέρη – σπίτια, παραλίες, γενέθλιες πόλεις, μια γωνιά όπου κάποτε φίλησες ένα κορίτσι, έναν δρόμο απ’ όπου παρέλασες, το δικαστήριο όπου βγήκε η απόφαση του διαζυγίου σου μια συννεφιασμένη μέρα του Ιούλη […] Τα μέρη δεν συνεργάζονται ποτέ ανταποδίδοντάς σου τον σεβασμό όταν τον έχεις ανάγκη». Ο Φορντ, εξαπολύει εδώ μια κατά μέτωπο επίθεση προς όλα αυτά τα ύπουλα καταφύγια φθηνού δράματος και συναισθηματισμού που τείνουν να χρωματίζουν, συνήθως με έντονη χρήση κιαροσκούρο, την καθημερίνοτητά μας. Όταν ο ήρωάς του φθάνει στο σημείο να επισκεφτεί την πρώην σύζυγό του στο μεγαλοπρεπές σπίτι τού νέου συζύγου της διερωτάται φευγαλέα πώς θα ήταν να ζει κάποιος σε ένα τέτοιο μέρος, «τι υπέροχο αν και απρόσωπο, ονειρεμένο σπιτικό που είναι, ένα μέρος όπου οποιαδήποτε σύγχρονή οικογένεια όπως κι αν έχει διαμορφωθεί και σε όποια φάση του έγγαμου βίου κι αν βρίσκεται, θα πρέπει να νιώθει ανόητη αν δεν κάνει ένα καλό ξεκίνημα ζωής». Αλλά ο θαυμασμός αυτός, ίσως πασπαλισμένος με μια δόση ειρωνείας, θα βρει την απάντησή του λίγες γραμμές παρακάτω όταν ο ίδιος πάλι θα μας πει, «μου φαινόταν πάντα αρκετό να ξέρεις απλώς ότι κάποιος σε αγαπά και θα συνεχίσει να σε αγαπά για πάντα και ότι η σκηνοθεσία του έρωτα ήταν απλώς σκηνοθεσία και όχι πρόσωπο του έργου». Γιατί όταν η σκηνοθεσία γίνει το πρόσωπο του έργου τότε την πρωτοκαθεδρία παίρνουν όχι τα αληθινά πρόσωπα αλλά τα σκηνικά – έπιπλα, τοίχοι, κήποι – και η χωροταξία τους.

Και μπορεί ο ήρωάς μας να μην καταφέρνει τελικά να σταθεί στο ύψος των διαπιστώσεών του αλλά αυτό διόλου δεν απομειώνει την αξία τους. Ο Φορντ, μέσα στο βιβλίο, σκιαγραφεί ένα από τα πιο σημαντικά και επίπονα διδάγματα των μετακομίσεων: τη συνειδητοποίηση ότι εκτός από τους χώρους και τα υπάρχοντα που νομοτελειακά θα αφήσουμε πίσω μας με το πέρασμα του χρόνου, θα πρέπει να μείνει πίσω, σε κάθε μετακίνηση, και μια παλιά, λατρεμένη ίσως, εκδοχή του εαυτού μας. Παύοντας να εξιδανικεύεις μέρη, παύεις να εξιδανικεύεις και ό,τι ήσουν εσύ παλαιότερα, αυτόν που ενδημούσε στα παλιά λημέρια. Σε αυτόν τον κόσμο όπου η συμφιλίωση με την απώλεια συνιστά την απόλυτη κατάκτηση, το να μάθεις πότε πρέπει να λες «τέλος» δεν μπορεί παρά να συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο κάθε νέας αρχής και κάθε μεστής έννοιας ανεξαρτησίας.