…δύο σκέψεις (και ένα υστερόγραφο):
Η πρώτη του Καρλ Σμιτ από τη «Θεωρία του αντάρτη»:
«Υπενθυμίζουμε ότι ο αντάρτης χρειάζεται μία νομιμοποίηση αν θέλει να παραμένει στη σφαίρα του Πολιτικού και όχι απλώς να βρεθεί στο επίπεδο του κοινού εγκληματία.» (ελλ. έκδοση Πλέθρον 1990, μτφ. Σίσσυ Χασιώτη).
Ας μη σταθούμε στο τι είναι αντάρτης και τι κινηματίας νεοφασιστικών αντιλήψεων, αλλά στο σκέλος της νομιμοποίησης. Στο πότε σταματά η πολιτική και παίρνει το πάνω χέρι η ποινική δίωξη. Ο Σμιτ στιγματίστηκε ως συνεργασθείς με τους Ναζί (δεν άντεξαν αλλήλους για πολύ), αλλά την ανάλυσή του τη σέβονται ακόμη –σχεδόν- όλοι. Ο ίδιος, άλλωστε, προσθέτει: «Η νομιμότητα, σ’ αυτήν ακριβώς την περίπτωση, παρουσιάζεται να έχει πολύ μεγαλύτερη ισχύ (ενν. από τη νομιμοποίηση)». Ας θυμηθούμε και την περίπτωση της «17Ν»…
Η δεύτερη σκέψη …δεν είναι του Σμιτ (ίσως, παρά ταύτα, να είναι κάτι περισσότερο από αστεϊσμός):
Επτά κρίθηκαν ένοχοι διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης. Περισσότεροι κατά δύο και από το Διευθυντήριο επί γαλλικής επανάστασης. Ως ποινικοί, οι τύποι φαίνεται ότι πέτυχαν να συγκροτήσουν μία από τις ελάχιστες μη αρχηγικές οργανώσεις στην Ελλάδα – και μία ομαδικής διεύθυνσης εταιρεία σπάνια στον τόπο μας, όπου ακόμη και δύο συνεταίροι είθισται τελικώς όχι να συνδιευθύνουν, αλλά να βγάζουν τα μάτια τους (πριν και χωρίς να συλληφθούν).
Το υστερόγραφο: Ο νομικός προβληματισμός έχει συχνά ως αφορμή τις διώξεις ή/και δίκες ανθρώπων απεχθών. Αυτό δεν αρκεί ως δικαιολογία για να μη μπορεί να αντισταθεί απέναντι στη δημόσια κραυγή. Ούτε για να κρίνει τους συντελεστές της δίκης ανάλογα με το αν οι προτάσεις και οι αποφάσεις τους ικανοποιούν ή όχι τη δημόσια κραυγή.