Μεσοπόλεμος στην πόλη
07-10-2019

Ευρείες βιομηχανικές περιοχές, μύλοι, καπναποθήκες, υφαντουργεία, καθώς και η Βίλκα πλαισιώνουν στην απελευθέρωση το κέντρο και τις Εξοχές, που διαθέτουν μια στιβαρή αστική παρουσία και τους λεγόμενους «πύργους» κατασκευασμένους με τις συμβατικές μεθόδους της βόρειας Βαλκανικής και της κεντρικής Ευρώπης, ήτοι φέροντες τοίχοι από συμπαγές τούβλο, σενάζια και μεταλλικοί φορείς, βέργες σιδήρου πεπλατυσμένες να φιλοξενούν σε ράγες καμπυλόσχημα κάτω άφλεκτα δομικά στοιχεία ορόφων και δαπέδων, ενώ παντού λειτουργούν υψηλοί τοίχοι που χωρίζουν μεγάλες ξυλόστεγες κατασκευές και γαλλικά κεραμίδια, με σπάνιες φωτιστικές θυρίδες.

Αυτή είναι η παράδοση του 1912. Τα μνημεία, ναοί κυρίως, είναι πολύ μπανταρισμένα από επιθήματα τοιχοποιών, όπως ο Προφήτης Ηλίας, αλλά και απουσία συμμετρικών στοιχείων, όπως το να λείπει ο ένας τρούλος της Χαλκέων στο νάρθηκα. Η Αχειροποίητος υπέστη επίσης στον πόλεμο ένα ευδιάκριτο μπλάστρωμα. Η πόλη δεν είναι φωτεινή, παραμένει «απασχολημένη». Λίγοι τη θεωρούν όμορφη, αλλά παραμένει λειτουργική.

 

Οι σταθμοί

Πρώτα ήταν η φωτιά. Αυτό που έκαψε ήταν η καρδιά της εμπορικής πόλης, σε μεγάλο βαθμό εβραϊκής. Εξηγήσαμε την αυτοματική τάση των Ελλήνων εμπόρων να έχουν στο πλευρό τους την επιεική πτέρυγα του κράτους. Τα πιο γραφικά και χαρακτηριστικά μέρη της Μπάρας καταστράφηκαν μετά το 2000, όταν πέρασε από πάνω τους η Δυτική Είσοδος και νεοεμπορικού λούστρου – στικτές λειασμένες επιφάνειες. Πάνω ακριβώς από το «θησαυρό» της περιοχής Πίψου, όπου το παλιό ΚΤΕΛ Ιωαννίνων, η οδός Γιαννιτσών, που δε βγάζει άκρη ποτέ προς τον αχανή κάμπο των τρένων, των αποθηκών και της κάποτε αστείας δόμησης της σημερινής λαχαναγοράς.

Στο μέρος αυτό σώζονται εμφανώς και οι κυβόλιθοι, τα καλντερίμια της πόλης, κατασκευασμένα από τα ερείπια των ισόδομων τειχών της αρχαίας Τορώνης (ένας περιηγητής είδε τα συνεργεία…). Αυτά τα σπίτια της Μπάρας, σε δρόμους με ενάμισι μέτρο πλάτος, υπακούουν στην πρόταση του ποιητή «οι στέγες μου έρχονται ώς τους ώμους». Από μια πειστική παράδοση τριών αυτοσχέδιων τετραγώνων ώς το πανεπιστημιακό κτηνιατρείο δεν έμεινε τίποτε.

Ο σουσουδισμός των δήθεν «ειδικών» (και δεν εννοώ αρχιτέκτονες) δίνει στη λέξη «διατηρητέο» ένα «ήθος» ερμηνεύσιμο σε «να το κάνουμε έδρα φορέως ή ταβέρνα ή μια πολιτιστική χρήση, βρε αδελφέ». Ο λαϊκός 18ος και 19ος αιώνας, δυστυχώς, ήσαν για κοντοπίθαρους χρήστες.

Αυτό που έμεινε ως πυρίκαυστος γέμισε με σπίτια κυρίως από μπετόν στο σκελετό τους, τουλάχιστον. Τα στολίδια στους σοβάδες συνέχισαν να γοητεύουν τις οικογένειες, όπως και πιο απλές δομές, στην οδό Σγουρού και η εύμορφη κατηφόρα της «Παστέρ». Το χονδρεμπόριο της πόλης αναπτύχθηκε Κατούνη και Λαδάδικα, μετά το μπάζωμα της περιοχής του δυτικού τείχους, δημιουργώντας ένα σύνολο, μια ενότητα που μοιάζει παρένδυση ενός διαφορετικού παρελθόντος.

Το νέο σχέδιο της πόλης είχε καταμεσής του αυτό που οι άνθρωποι της εποχής θεωρούσαν «βυζαντινό». Οι άνθρωποι απλώς υπέθεταν, με βάση το τόξο, όχι όμως και την καμάρα, για την οποία είχαν δυσκολίες να οργανώσουν με μπετά και όπου την έφτιαχναν ήταν ψεύτικη. Το πρώτο σίγουρα μπετονένιου σκελετού κτίσμα ήταν το μεγάλο τελωνείο του Ελι Μοδιάνο. Στοιχεία μπετόν υπάρχουν και στο Άγιον Όρος και σε μετόχια και με πυκνή χρήση σιδηροκατασκευών. Ακόμη και πέτρινους ραγισμένους τοίχους έραβαν με συμπαγές σίδερο, εξασφαλισμένο στα άκρα με πήρους από μαντέμι.

Ωστόσο, η πόλη άρχισε να ξεχωρίζει, παρόλο που η αρχιτεκτονική της, πάλι με γαλλικές και κεντροευρωπαϊκές επιρροές, θύμιζαν γειτονιές μεταξύ Όντερ και Ροδανού. Ενα κόσμημα της εποχής σώθηκε: ήταν ο οικισμός Ουζιέλ. Παρόμοια, ηπιότερου ύφους κτίσματα νοικοκύρεψαν οι πρόσφυγες, Καλαμαριά και Χαριλάου.

Το 1929 έγινε η πραγματική τομή: η εισαγωγή της έννοιας της οριζόντιας ιδιοκτησίας. Οι πολυκατοικίες συνέχισαν να φορτώνονται μπιχλιμπίδια, όπως η «Τυρολόη»/Αστόρια της παραλίας, αλλά έχουμε την κρατικής επίνοιας Εθνική Τράπεζα (χτισμένη, σύμφωνα με φωτογραφία, πάνω σε βυζαντινούς τοίχους, όπως και το Καραβάν Σαράι), οι άλλες γειτονικές τράπεζες με τουλάχιστον σωστές γερμανοαναλογίες (οι σύγχρονες αετωματικές φασάδες χρησιμοποιούν οξεία γωνία τις 30 μοίρες, από βιασύνη στη γνώση του Οτοκάδ, ενώ η αετωματική γωνία στα μέρη μας σπάνια ξεπερνούσε τις 22-30 μοίρες, εκτός από τις απομιμήσεις.

Νεοβυζαντινά στα κουτουρού ήταν το «Μεντιτερανέ» των Τουρνιβουκκαίων, εκλεκτισμός κατείχε τα εβραϊκά εμπορικά μέγαρα (το Στάιν και τα βορειότερα, ώς και τα υφασματάδικα), ενώ η παραλιακή Λέσχη Θεσσαλονίκης παραμένει εξωτικά θηλυπρεπής. Απεναντίας, μοντέρνο είναι το φοβερό «Ερμείον» με τις μεγάλες τζαμαρίες του, που θα αναδειχτεί μόλις στο μεταπόλεμο. Γραφικότης και αρχιτεκτονικές δημαγωγίες στα σινεμά «Διονύσια» και «Κρόνος».

 

Το μοντέρνο ως γραμμική μελαγχολία

Μετά τη βενιζελική τετραετία αναπτύχθηκε αυτό που ο Βασίλης Κολώνας επιμένει ως αρχιτεκτονική «μοντέρνας ύφεσης». Χτίστηκαν σχολειά, όπως της Βαλαγιάννη, το νεοπαραδοσιακό Πειραματικό του Πικιώνη με τα Έρκερ να ξεχωρίζουν ως κώδικας, ενώ απλές και πειστικές είναι οι νέες βίλες στη Σοφούλη, που έμειναν ως περιοχή Κονιόρδου. Εως το 1940, σπουδαίοι αρχιτέκτονες δημιούργησαν κυριολεκτικά εμπνευσμένα κτίσματα που ενίοτε υπέγραφαν.

 

Πέρα από τα μέγαρα, όμως…

…στη φτωχομάνα κυριαρχούσε το παράπηγμα, που ενίοτε είχε πολυτελή φθαρμένα έπιπλα, καμαρούλες όπου οι Εβραίισσες κυράδες έδιναν μια δραχμή στα χριστιανόπουλα να τους ανάψουν την γκαζιέρα το Σάββατο. Η πόλη γλεντούσε, αλλά σπανιότερα σε βίλες Ριτζ και Τζόκεϊ κλουμπ. Οι παραλίες είχαν ξύλινα υπόστεγα με τριγωνικές λευκοντυμένες απολήξεις, ευτελή γυαλικά και όλα υπάκουαν στη λογική του πειραιώτικου Φαλήρου, τον οποίο απομιμούνταν η Κρήνη και η Καλαμίτσα και λιγότερα τα δυτικά της πόλης, σύμφωνα με τον ετεροχρονισμένο σπαρταριστό στίχο του Τραμπαρίφα: «Στα θαλασσινά μπαράκια/μπίρες και καλαμαράκια».

Αθηναίοι που νόμιζαν πως ήταν Βυζαντινοί κυκλοφορούσαν στα μεζεδοπωλεία της Θεσσαλονίκης, της κακοφωτισμένης, που γέμιζε η βόλτα της με ταλαιπωρημένες εργατικές οικογένειες. Δίπλα σε μέγαρα σκοτεινοί παράδρομοι ώσπου να έρθει η Διάνοιξη. Ολο και περισσότερα κορίτσια να σπουδάζουν. Εντονη φασιστική προπαγάνδα (στο Βαρδάρι, η μετέπειτα Γκεστάπο και Εθνική Ασφάλεια, μετά το 1945, ήταν Ιταλική Οικοκυρική Σχολή με την προτομή του Μουσολίνι…). Μοδιστρούλες, το μετάξι τρίτης κατηγορίας για τις κάλτσες, γυρισμένα κοστούμια από την έντονη χρήση, κάθε δέκα χρόνια αλλαγή μανσέτας και γιακά στα ανδρικά πουκαμισα, βρομιά και λέρα και το μέγα έλεος, απολυμαντικά υγρά στα πορνεία. Η πόλη ανάμεσα στην Αριστοτέλους και τα Βυζαντινά της μνημεία πάσχιζε να επιβάλει κάνα Σαλονικιό καθηγητή στο πανεπιστήμιό της. Επισκέπτες κυρίως εμπορικοί, για την Εκθεση. Ελληνορουμάνα εταιρία πετρελαίων. Γκάζι και αέριο. Απλωμα του ακριβού ηλεκτρισμού. Περιφρόνηση για τα Μπεν Μιξτ. Παρακολούθηση Επικαίρων και σειρών σε εφημερίδες, καθώς του Τσακιτζή. Ο κόσμος να είναι με το μέρος των ληστών στις αστυνομικές καταδιώξεις. Το αποχετευτικό ανύπαρκτο γύρω από το κέντρο. Και στη μέση του πολέμου που έρχεται, του Εμφυλίου που θα ζήσουν, οι γεννημένοι το 1925, το 1930 κάνουν φυσιολατρικές βόλτες στο Κουρί και στο Χορτιάτη, χαζεύουν την πλατεία Ρομφέη και ερωτεύονται, μοιρασμένοι ιδεολογικά. Τρίβουν τη δεκάρα, αλλά η νεότης παράγει αγωνία και ευτυχία.

 

Τα στρατηγικά σχέδια για τη Θεσσαλονίκη

Η επίθεση προς τη Θεσσαλονίκη από Νότο και Δύση πέτυχε απόλυτα, παρά τις όψιμες δυσκολίες, το 1912. Αλλά μεσολάβησε ο μεγάλος πόλεμος, ένας πόλεμος χαρακωμάτων. Ολα τα στρατεύματα που συμμετείχαν έζησαν τρομακτικές απώλειες (και η Ελλάδα, στο Σκρα Ντι Λέγκεν). Οι αδρανείς, ρουτινιάρηδες στρατηγοί, υπεύθυνοι για τη σφαγή του άνθους της παγκόσμιας νεότητας, δεν άλλαξαν μυαλά. Απλώς έκαναν μια συστημική δήθεν διορθωτική σκέψη, αντάξια των ανάξιων εγκεφάλων τους. Σκέφτηκαν πως, αφού υπάρχουν πλέον χιλιάδες πολυβόλα και τεθωρακισμένα και (κατά την άποψή τους) τα αεροπλάνα θα ξεπερνούσαν την προσομοίωση ενός παιχνιδιού για μικρούς ήρωες, ο Στρατός, ο πολύτιμος πεζικάριος έπρεπε να θαφτεί, με την καλή έννοια σε πολυώροφους τόνους μπετόν αρμέ, όπου θα έμεναν επί χρόνια αμέτρητα εμποδίζοντας το μισητό εχθρό. Ακόμη (σκέφτονταν οι όψιμοι Κίτσενερ του μεσοπολέμου) κι αν τα τεθωρακισμένα των 10 μιλίων ανά ώρα ξεπερνούσαν τις μπετονένιες αμυντικές γραμμές, ήθελαν ανεφοδιασμό κάθε εκατό χιλιόμετρα και πού να βρεθεί φιλικό βενζινάδικο.

Ετσι, άρχισε να πλάθεται η έννοια της γραμμής και του φρουρίου. Η διασημότερη γραμμή ήταν η Μαζινό, ένα τέρας ξενοδοχειακής υποδομής και προσήμανσης εδάφους, που κάρφωνε πέντε ώς δέκα μεραρχίες σε αμυντικό ρόλο. Ακόμη και οι Γερμανοί έχτισαν απέναντι μια γραμμή, αλλά το ρεκόρ το έσπασαν στις Κάτω Χώρες, όπου έχτισαν το άπαρτο φρούριο Εμπάν Εμαέλ. Η Ελλάδα ήταν φυσικό να επηρεαστεί από αυτήν την τρέλα. Και ήρθε η γραμμή Μεταξά, στην ουσία ένα συνεχές αντιαρματικό μέτωπο με αλληλοκαλυπτόμενα φρούρια.

 

Ανατροπή της ανατροπής

Ώσπου να σχεδιαστούν οι γραμμές, τα άρματα μάχης έτρεχαν με δέκα πόντους εμπρόσθια θωράκιση και 50 χιλιόμετρα την ώρα και με αυτάρκεια 300 χιλιόμετρα. Τα αεροπλάνα ξεπέρασαν τον ηρωικό τους χαρακτήρα, έφτασαν να γίνουν επιβατηγά, ενώ ήταν ως μονοκινητήρια, εκπληκτικά καταδιωκτικά. Το τονάζ των βομβών τους ήταν πλέον αξιόλογο. Σπουδαίοι πολέμαρχοι, ο Ντε Γκολ στη Γαλλία, ο Μανστάιν και ο Γκουντέριαν στη Γερμανία, άρχισαν να ονειρεύονται ταχυπολέμους, όπου μια σφήνα αεροπλάνων και τεθωρακισμένων έσπαζε τις γραμμές άμυνας και κύκλωνε τα μετόπισθεν. Οι Γάλλοι επιτελικοί είναι αλήθεια ότι διασκέδασαν πολύ με αυτές τις «παλαβομάρες». Τα ίδια και χειρότερα οι Αγγλοι. Γι’ αυτούς, τα τεθωρακισμένα ήταν γιγάντιοι σιδερένιοι στρατιώτες που βοηθούσαν το πεζικό -ίσως και ταχύτερα κινούμενα κανόνια. Οι Γερμανοί, απεναντίας, υπακούοντας στη συνθήκη ειρήνης, έπαιζαν με ξύλινα τανκς και αεροπλανάκια, βελτιώνοντας την τακτική τους. Λαμπροί αξιωματικοί των Σοβιέτ, λίγο πριν εκτελεστούν κατά τις εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του ’30, ανέπτυξαν κι αυτοί την έννοια του συνδυασμού τεθωρακισμένων και πεζικού. Στην Ελλάδα, μια έκδοση στρατιωτικού «το δυώνυμον πεζικόν – πυροβολικόν» ήταν η τελευταία λέξη της στρατιωτικής μόδας.

Παρ’ όλα αυτά, οι γραμμές έγιναν. Ακόμη και ξεπερασμένες, δημιουργούσαν ένα «σωσίτριχο» κατά του παθολογικού φόβου των μεγάλων απωλειών. Αλλά η γραμμή Μεταξά, αν και πολυδάπανη και ιστορικά δικαιωμένη, υπήρξε μια σχετικά δημοφιλής όσο και παρωχημένη στρατηγική επιλογή.