Πως ξεκίνησαν όλα
Μια εικόνα: ένας βασιλιάς με το στρατό του στην όχθη ενός ποταμού και μέσα στο ποτάμι, σε μια βάρκα ένας ηγεμόνας τον αποχαιρετά. Ανταλλάσσουν δυό τυπικά λόγια και ο καθένας ακολουθεί τη μοίρα του. Ο ηγεμόνας είναι ο Κιοβιτης Σβιατοσλαβος, γιός του Ολεγκ, ο βασιλιάς ο Ιωάννης Τσιμισκής. Ένας αιώνας ταραγμένων σχέσεων ανάμεσα στους Ρώσους και στους Βυζαντινούς έχει τελειώσει. Ξεκινά μια ρομαντική και σκληρή (αυτά τα δύο επίθετα πάνε μαζί) χιλιετία. Τα δύο κράτη άλλαξαν πολλές φορές καθεστώς, οραματισμούς και συμμαχίες, αλλά πέρα από τον πόλεμο και την ειρήνη είχαν κάτι που θα έδενε τους ανθρώπους τους, ακατάλυτα: ήταν η χριστιανική Ορθοδοξία. Και οι δουλειές.
Τόσο από το Повесть временных лет, το χρονικό της Ρωσικής πρωτοϊστορίας όσο και στους ιστορικούς των Ρωμαίων, φαίνεται πως οι δύο λαοί ανακάλυψαν ο ένας τον άλλον μέσα από τις πάγιες διαδικασίες του σκοτεινού μεσαίωνα: μια ξαφνική επιδρομή των Ρως με μονόξυλα αντιμετωπίστηκε στα τείχη της Κωνσταντινούπολης το έτος 860, ενώ Κιοβιτες ηγεμόνες, ισχυροί πολέμαρχοι, έκαναν επιδρομές και είχαν ισχυρή πολιτική παρέμβαση στην χώρα της Βουλγαρίας, με την οποία τους συνέδεαν παροδικές συμμαχίες και ξαφνικές κρίσεις, κάτι συνηθισμένο σε ολόκληρη την Ευρώπη και την πρόσω Ασία των ταραγμένων εκείνων χρόνων.
Η περιέργεια που έγινε θαυμασμός
Ωστόσο, με τους Ρώσους συνέβη κάτι διαφορετικό, πιο πηγαίο: δίπλα στον πόθο να αποκτήσουν τα αγαθά μιάς καλοκυβερνημένης πολιτείας, παράλληλα την θαύμαζαν. Η εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας στο Βυζάντιο ήταν η λαμπρότερη του τότε κόσμου. Εξάλλου υπήρχε πάντοτε η ανάγκη γιά πολεμιστές, γενναίους και συγκροτημένους ως μισθοφόρους στην πολύπλοκη στρατιωτική βυζαντινή δομή. Οι πιό σημαντικοί ήταν οι Βάραγγοι, η περίφημη φρουρά απο βόρεια έθνη, που η φήμη τους ήταν μεγάλη και οι ιστορίες που διηγούνταν όταν επέστρεφαν στις πατρίδες τους, με τη μορφή της σάγκας ή του χρονικού, αποτέλεσαν το πρώτο βήμα των λαών τους γιά την διαμόρφωση μιάς επικής συνείδησης. Άρχισε να γίνεται πεποίθηση στους γείτονες αλλά και στους μακρινούς θαυμαστές του ήδη πέντε αιώνων ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, πως αν δεν θα κατάφερναν να υποτάξουν την μεγάλη αυτοκρατορία, ωστόσο μπορούσαν να κερδίσουν από αυτήν.
Οι δυνατοί λαοί επεδίωκαν να αποδείξουν την πολεμική τους τέχνη και τότε τους πλήρωναν ετήσια αποζημίωση για να μη κάνουν επιδρομές. Οι αδύνατοι λαοί, ζητούσαν να καλυφθουν από τα φτερά του Ρωμαικού αετού για να νοιώσουν ασφάλεια. Και το βυζαντινό κράτος προτιμούσε αντί για το αίμα, να λειτουργήσει ο σεβασμός, ακόμη και η εξαγορά. Οι ενοχλητικοί επιδρομείς από το κράτος του Κιέβου που σάρωναν την Βουλγαρία, είχαν εντούτοις μια μακρυνή πατρίδα που απείχε πολλές εβδομάδες επικίνδυνου ταξιδιού επιστροφής. Σύντομα, αποδέχτηκαν μια σειρά προτάσεων από την μεγάλη πόλη: να συμμαχήσουν μαζί της, είτε για να κρατήσουν υπάκουους τους Βουλγάρους, είτε, αργότερα, να πάψουν τις αγάπες με τους Πετσενέγους.
Η βυζαντινή πολιτική, η ρωσική αποδοχή
Η βυζαντινή αυτοκρατορία, πολυεθνική, με κύρια γλώσσα απο τους σκοτεινούς αιώνες τα ελληνικά και κρατώντας μερικά λατινικά γιά τις τελετές τους, απο τον ένατο μΧ αιώνα, πήρε τα μέτρα της προσβλέποντας στο μέλλον της με τους νέους γείτονες που δημιουργήθηκαν στις χώρες της και έξω απο τα σύνορά της. Μιά νέα γλώσσα δημιουργήθηκε απο τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο, πολίτες της Θεσσαλονίκης, που συνοδεύτηκε απο ιεραποστολή στην Μεγάλη Μοραβία και απο μία μετάφραση της Αγίας Γραφής. Εγχειρίδια στρατηγικής και στρατιωτικής τέχνης εμφανίστηκαν διδάσκοντας στους στρατηγούς πως να αντιμετωπίζουν τις νέες προκλήσεις. Το διπλωματικό σώμα άρχισε να μελετά ήθη και έθιμα των Σλάβων, των Αράβων, των Βουλγάρων, των Χαζάρων, των Ρώσων, των Πετσενέγων και των Τούρκων της μετέπειτα Ουγγαρίας, πληρώνοντας γιά μιά εύθραυστη ειρήνη, ή στρέφοντας τον ένα λαό εναντίον του άλλου, και κυρίως ενισχύοντας τον εκχριστιανισμό όπως μπορούσαν. Δεν ήταν τακτική βραχυπρόθεσμη: οι λαοί που εμφανίστηκαν απο τις λεγόμενες βαρβαρικές επιδρομές των τελευταίων ρωμαϊκών χρόνων, έπρεπε να σχηματίσουν κράτη, τα κράτη έπρεπε να έχουν διοίκηση και θεσμούς. Η Ευρώπη και το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής Ασίας πήρε άλλη μορφή.
Παράλληλα άρχισαν να μελετουν τις υπάρχουσες μορφές διακυβέρνησης και να τις αναλύουν, ενίοτε να τις θαυμάζουν. Τους παραξένευε γιά παράδειγμα που η σκλαβιά σήμαινε γιά αρκετους λαούς βορείως του Δούναβη μιά εικοσαετή θητεία στους νέους αφέντες και μετά ήταν ελεύθεροι να μείνουν ή να φύγουν. Τους ενδιέφερε η μορφή της κοινής διακυβέρνησης και οι αγροτικοί και κοινωνικοί τους δεσμοί, η ζάντρουγκα και το ζακόνι. Και καθώς η αυτοκρατορία είχε συνεχώς ανάγκη από νέους συνεργάτες, νέο πολεμικό πνεύμα και αίσθηση συνέχειας, σχηματίστηκε ένας μεγάλος μηχανισμός προσέλκυσης υποψηφίων συμμάχων, ακόμη κι αν δίπλα στις ευγένειες μεσολαβούσαν διαστήματα εκατέρωθεν.
Όλα αυτά, προκάλεσαν αργότερα λυρικές εικονογραφήσεις και αμέτρητες διηγήσεις λαμπρότητας, μεγαλείου, καταστροφών και σκληρών πολέμων. Όπως ο Διαφωτισμός με τον νεοκλασικισμό επινόησαν την δική τους εκδοχή της αρχαιότητας, ο ρομαντισμός επινόησε έναν σκληρό κι τρυφερό μεσαίωνα, που εισήγαγε το «βαρβαρικό» σε πόλεμο με το «ιπποτικό» ως πρόταση ζωής μέσα στις αγωνίες της βιομηχανικής επανάστασης.
Εικόνες του δέκατου αιώνα. Η επίσκεψη της Όλγας.
Το ιστορικό σκοτάδι το έσπασε πάλι μια ευγενής γυναίκα: η Όλγα, σύζυγος του ευγενούς Ιγκόρ, μετέπειτα ηγέτη των Ρως. Η Όλγα, μητέρα του Σβιατοσλάβου, επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη στα χρόνια του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, και βαφτίστηκε χριστιανή από τον Πατριάρχη και μετέπειτα Άγιο Πολύευκτο, με νονά την γυναίκα του αυτοκράτορα, Ελενη Λεκαπηνή. Είναι η πρώτη χρονολογικά Αγία της Ρωσικής εκκλησίας. Η δεύτερη επίσκεψή της, καταγράφηκε με λεπτομέρειες σε εκτενή αποσπάσματα της αυτοκρατορικής γραμματείας που αποδίδονται στην πορφυρογέννητη πέννα του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Δεν είναι τυχαίο πως πέρα από τους εμπόρους και τους διπλωματικούς υπαλλήλους, η «Έλγα η Ρώσαινα», όπως την αναφέρουν τιμήθηκε μέσα στα ανάκτορα και με τραπεζώματα και δεξιώσεις:
«Εννέα Σεπτεμβρίου, ημέρα Τετάρτη, έγινε υποδοχή κατά τα καθιερωμένα με τον ερχομό της αρχόντισσας της Ρωσίας, της Έλγας. Εμφανίστηκε η αρχόντισσα με την τιμητική της συνοδεία και τις πιο έμπιστες υποτακτικές της, πρώτη αυτή και ακολουθούσαν σε ευθεία γραμμή οι υπόλοιπες, η μιά πίσω από την άλλη στον τόπο όπου γινόταν η πρώτη συνέντευξη με τον επικεφαλης της κυβέρνησης. Μετά από τις κυρίες, ήρθαν και πήραν θέση στα πλάγια του χώρου, που καλύπτονταν με παραπετάσματα, οι πρεσβευτές και οι πραματευτές που ήρθαν μαζί της. Μετά μιά σύντομη τελετή, πρώτη εξήλθε, μέσα από το κήπο και της Αίθουσας των Ιπποτών, και από την Αίθουσα όπου γίνεται ο διορισμός των μαγίστρων, πέρασε μπροστά από θαυμαστά αγάλματα, έως το πρόπυλο της επίσημης αίθουσας των Αυγούστων, και εκεί ξεκουράστηκε. Σύμφωνα με τον κανονισμό, ενώ έμπαινε ο βασιλιάς στο Παλάτι, έγινε άλλη τελετή υποδοχής: στην Αίθουσα Ιουστινιανού έστησαν εξάδρα ντυμένη με πολυτελή κατακόκκινα ριχτάρια, πάνω της έβαλαν τον χρυσό θρόνο του βασιλιά Θεοφίλου και δίπλα του ένα χρυσό βασιλικό σκαμνί. Στα πλάγια, πίσω από κουρτίνες, τοποθέτησαν τα ασημένια μουσικά αρμόνια που διέθεταν τα δύο επίσημα μουσικά συγκροτήματα και θα έπαιζαν πίσω απο το ύφασμα.Τα πνευστά όργανα θα έπαιζαν μπροστά από τις κουρτίνες. Κάλεσαν την αρχόντισσα από το Αυγουσταίο κι εκείνη κατέφθασε μέσα από τις καμάρες που ένωναν το Παλατι με τον Ιππόδρομο, από τα ιδιαίτερα, και την έβαλαν να καθήσει απέναντι. Η βασίλισσα κάθησε στον θρόνο, και η νύφη της στο σκαμνί. Μετά ο τελετάρχης και οι βοηθοί του τοποθέτησαν το σπαστό παραβάν με τα πολύτιμα υφάσματα ,σπαστό με επτά πλάτες: στην πρώτη μπροστά στάθηκαν οι κυρίες της αυλής, οι ζωστές, στην δεύτερη, οι γυναίκες των μαγίστρων, στην Τρίτη, οι γυναίκες των υπουργών, στην τέταρτη, οι γυναίκες των υψηλόβαθμων υπαλληλων του κράτους και του αρχηγού του στρατού, στην πέμπτη οι γυνακες των ανωτέρων αξιωματικών, στην έκτη του ιππικού και στην τελευταία οι γυναίκες των υπολοίπων αξιωμάτων. Της έγινε μιά τυπική ερώτηση από τον τελετάρχη εκ μέρους της βασίλισσας, και βγήκε από την αίθουσα. Τότε η βασίλισσα από άλλον δρόμο πήγε στην Νέα Αίθουσα, όπου και αναπαύτηκε στον κοιτώνα της, ενώ η αρχόντισα με την ακολουθία της ακολούθησε σε κοντινό ξενώνα. Μετά, ο βασιλιάς, η βασίλισσα, και το πορφυρογέννητο παιδί τους, κάθησαν στην Νέα Αίθουσα, και εκεί έφεραν την αρχόντισσα και με την άδεια του βασιλιά είπε αυτά που είχε να ειπεί στον βασιλιά. Αργότερα, στην αίθουσα Ιουστινιανού έστρωσαν τραπέζι όπου κάθησε κατά τα γνωστά η βασίλισσα και η νύφη της, ενώ η αρχόντισσα ήταν στο πλάι. Μπήκαν πάλι με την σειρά τους όλοι οι καλεσμένοι και στον καθένα η βασίλισσα ένευε χαιρετισμό με το κεφάλι και ξεκίνησε το τραπέζι. Στο τραπέζι αυτό ήταν οι μουσικοί και οι ψάλτες απο την Αγία Σοφία και τους Αγίου Αποστόλους, άδοντας πολυχρονίσματα, ενώ έπαιξαν και ευχάριστες μελωδίες από τις ορχήστρες. Στην Χρυσή Αίθουσα, την ίδια ώρα, έγινε άλλο τραπέζι όπου έφαγαν οι επίσημοι απεσταλμένοι και η συνοδεία της αρχόντισσας και οι πραματευτάδες. Και τους έδωσαν ως δώρο 30 χρυσά νομίσματα στον ανηψιό της αρχόντισσας, οι ακόλουθοί της από 20, οι είκοσι απεσταλμένοι από 12 χρυρά, οι σαραντατρείς πραματευτάδες από 12 επίσης, ο παπάς Γρηγόριος 8, οι δύο διερμηνείς από 12, οι άνθρωποι του Σφενδοσλάβου από 5, οι έξι ακόλουθοι των απεσταλμένων από 3, και ο διερμηνέας της αρχόντισσας 15. Οταν ο βασιλιάς τελείωσε το φαγητό του, προσφέρθηκε επιδόρπιο στην Αίθουσα του Πρωινού, με υπερπολυτελη σκεύη, στολισμένα με πολύτιμες πέτρες και παρέστησαν ο βασιλιάς, και ο Ρωμανός ο Πορφυρογένητος και τα παιδιά τους, και η νύφη και η αρχόντισσα. Στην Έλγα προσφέρθηκε χρυσό δοχείο στολισμένο με πετράδια που είχε μέσα 500 χρυσά νομίσματα, και οι άνθρωποί της έλαβαν από 20 ενώ οι υποτακτικές της απο 8. Στις 18 Οκτωβρίου παρατέθηκε πάλι δείπνο στην Χρυσή Αίθουσα όπου ήταν παρών ο βασιλιάς και όλοι οι Ρώσοι, και ακολούθησε άλλο τραπέζι με την βασίλισσα και την νύφη και τα παιδιά τους, στην μεγάλη θολωτή αίθουσα του Αγίου Παύλου και την αρχόντισσα, οπότε δόθηκαν πάλι στην αρχόντισσα 300 χρυσά νομίσματα, στον ανεψιό της 20, στον παπα Γρηγόριο 8, στις δεκάξη ακόλουθές της από 12, στις έμπιστές της υπηρέτριες από 6, στους 24 απεσταλμένους από 12, στους 44 πραματευτάδες από 6 και στους δύο διερμηνείς από 12.»
Aπό την «υπηρεσιακή» αυτή αφήγηση, φαίνεται πως η Όλγα είχε πολλούς συνοδούς και τα γεύματα ήταν πολυτελή και εντυπωσιακά, όπως μπορούμε να ξέρουμε από σύγχρονες πηγές. Αυτό που έχει σημασία είναι πως οι πρώτες επαφές Ρώσων και Ρωμιών, συνοδεύτηκαν σε ανώτατο επίπεδο από προσφορές δώρων, γεύματα και δείπνα, αλλά και σε περιβάλλον μέσα στο Ιερό Παλάτιο, που δείχνει την μεγάλη σημασία που έδιναν οι Ρωμαίοι στην επίσκεψη αυτή.
[Απόσπασμα από μια εξιστόρηση της σχέσης του “ξανθού γένους” με τις χώρες των Βαλκανίων, που γράφω από το 1912 και είναι στις σκαλωσιές]