Άρον σου τον κράβατον και περιπάτει
«Βγάζω το καπέλο μου στον ήρωα που ορμάει σ’ ένα σπίτι που καίγεται και σώζει το παιδί του γείτονα· αλλά θα του σφίξω το χέρι αν ριψοκινδύνεψε να σπαταλήσει πολύτιμα δευτερόλεπτα για να βρει και να σώσει μαζί με το παιδί και το αγαπημένο παιχνίδι του παιδιού. Θυμάμαι μια γελοιογραφία όπου ένας καπνοδοχοκαθαριστής πέφτοντας από τη οροφή ενός ψηλού κτιρίου παρατηρεί καθ’ οδόν πως μια πινακίδα είχε ένα ορθογραφικό λάθος σε μια λέξη και απορεί καθώς πέφτει με το κεφάλι γιατί κανείς δεν σκέφτηκε να το διορθώσει. Από μια άποψη όλοι συντριβόμαστε πέφτοντας με το κεφάλι πάνω στο θάνατό μας από την κορυφαία αφήγηση της γέννησής μας στις επίπεδες ταφόπλακες του προαύλιου μιας εκκλησιάς ενώ αναρωτιόμαστε μαζί με την αθάνατη Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων για τα σχέδια που καθώς πέφτουμε παρατηρούμε πάνω στους τοίχους». ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΝΑΜΠΟΚΟΦ, ΟΜΙΛΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΗ ΛΟΓΙΚΗ
…ψάχνοντας μια μορφή να με παρηγορήσει στα χρόνια αυτά τα δοσμένα στα μνημονικά πανοράματα βλέπω απ’ τον αποψινό κατάστερο φεγγίτη ενός μαρτιάτικου ουρανού να ξετυλίγεται εκείνο το πνιγμένο μέσα στους υδρατμούς μιας αλλόκοτης ζέστης νοσηρό απόγευμα Ιουνίου στη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου. Βλέπω τις αμέτρητες κηλίδες του ήλιου πάνω στα κοσμοπλημμυρισμένα πεζοδρόμια της καρδιάς του Παρισιού, μια αίσθηση έξαλλου πανηγυρισμού του φωτός με διαλείμματα περαστικής περιπατητικής συννεφιάς με σύντομα ξεσπάσματα της ευεργετικής δροσερής βροχής που μας ράντιζε κάθε τόσο σαν θεραπευτική γητειά μυρωμένη απ΄ τις ολάνθιστες φιλύρες και τις φωταγωγημένες με μυριάδες ανθισμένες λάμψεις καστανιές. Βρισκόμασταν και οι δυο σε κατάσταση αναμονής του χειρότερου ή της μεγαλύτερης ευδαιμονίας, σε ένα είδος ισορροπίας πάνω στο τεντωμένο σχοινί της αρρώστιας—για μένα όχι τόσο βαριά, για το συνταξιδιώτη μου θανάσιμη. Ίσως από αυτήν τη νοσηρότητα, τη σκοτεινή βεβαιότητα του τέλους να πήγαζε η μοναδική ενάργεια των εντυπώσεων εκείνο το απόγευμα σε μια πόλη που επισκεπτόμασταν πρώτη φορά που θα ήταν και η τελευταία. Παρά τους πόνους που αισθανόταν είχαμε κάνει τη διαδρομή των βιβλιοπωλείων, καμιά δεκαριά στη σειρά, και καταλήξαμε στη Νοτρ Νταμ. Το φως τη χτυπούσε πλαγιαστά, σα χάδι στην παρειά της υπέρμαχης παναγίας. Ξεσπούσε η μεγάλη μέρα στα πολύχρωμα υαλοστάσια σε άπειρες μικρές ιριδίζουσες μέρες που στόλιζαν κίονες και πατώματα, μωσαϊκά σιωπηλά σταλσίματα, κυκλική περιπολία του χρόνου παντού. Διάχυτα νεφελώματα σκόνης στοιχισμένα σε φωτεινούς στύλους ανακύκλωναν τη ζωντανή συνδετική ύλη της εσωτερικής μορφής του χώρου. Συγκλονιζόταν ολόκληρη η εκκλησιά από το μεγάλο εκκλησιαστικό όργανο που πάλλονταν από τον μουσικό καταρράκτη ενός ηχητικού μικρόκοσμου οργανωμένου με σταθερές ρυθμικές ανακοπές, σε μια ασίγαστη κι επίμονη παρακλητική λαχτάρα και προσδοκία γύρω από έναν αμετάθετο στιβαρό άξονα ύμνου ευχαριστήριας ευγνωμοσύνης για ένα γενναιόδωρο παραχωρητήριο ζωής σταλμένο κατευθείαν από τη βεβαιότητα της δικαιοσύνης της εγκόσμιας οικονομίας. Ήταν η Τοκάτα από την Πέμπτη Συμφωνία για εκκλησιαστικό όργανο του Σαρλ-Μαρί Βιντόρ—μια συνθήκη ειρήνης με το θάνατο με νικήτριες και τις δυο πλευρές, χωρίς δυσαρεστημένους, με ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, ανάμεσα στο γαλλοπρωσικό και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Έξω από την εκκλησία, το επίμονο μουσικό θεμέλιο της Τοκάτας παρέδιδε τη σκυτάλη στο μπάσο οστινάτο στις «Καμπάνες της Αγίας Γενεβιέβης του όρους του Παρισιού» του Μαρέν Μαρέ—πάνω σε μια χαμηλή πρόχειρη εξέδρα ήταν στημένο ένα σινθεσάιζερ που αντικαθιστούσε το τσέμπαλο δίπλα στο βιολί και τη βιόλα ντα γκάμπα. Ένα απρόβλεπτο μονοπάτι του χρόνου χαραγμένο από εκατοντάδες βήματα και την τύχη, μέσα από αλλοπρόσαλλα ιστορικά τοπία αντικρισμένα από τα πιο διαφορετικά βλέμματα αποσπούσε τα δυο έργα από την εποχή που γεννήθηκαν και τα οδηγούσε, ανακαινισμένα και οικεία, στα περίχωρα του μουσικού μινιμαλισμού—ένα ακόμη ρομαντικό προγεφύρωμα στο σήμερα. Οι μουσικοί έπαιζαν αίφνης, και οι τρεις, όργανα εποχής. Ήταν το πρώτο θερινό ηλιοστάσιο της μουσικής, προκηρυγμένο επίσημα αλλά και με τη συμμετοχή ενός ενθουσιασμένου πλήθους που είχε πλημμυρίσει το παρισινό κέντρο αποφασισμένο να λατρέψει τη θεά παντού. Βρεθήκαμε μέσα σε έναν στρόβιλο ήχων· από μπάντες μικρών παιδιών που παρήλαυναν βροντοκοπώντας κατσαρολικά μέχρι κανονικές μπάντες πνευστών που καρύκευαν το μοιραία μιλιταριστικό μπαντικό ρεπερτόριο με ανεξάντλητες χορευτικές νοστιμιές τύπου κανκάν και Πόλκας του τσίρκου για νεαρούς ελέφαντες. Αφεθήκαμε στην κορυφή του μουσικού κύματος με ευγνωμοσύνη ώσπου άρχισαν να απομακρύνονται οι ήχοι με τον μαγικό τρόπο που η μουσική καταλύει τους τοίχους των αιθουσών συναυλίας, γκρεμίζει τα τείχη της μνήμης και ο ακροατής μεταφέρεται ξάφνου ένα παιδί στα φτερά του χρόνου, στην καρδιά της απόλυτης ελευθερίας, της απόλυτης μουσικής ουτοπίας, όπως όταν οι τρομπέτες του Μάλερ σαλπίζουν εκτός σκηνής με σουρντίνα το εγερτήριο σάλπισμα στους στρατώνες της παιδικής μνήμης in sehr weiter Entfernung, από πολύ μακριά πάνω στο ατέλειωτο κρατημένο λα του ύπνου, της ανυπαρξίας και του θανάτου της φύσης που πρέπει να ξυπνήσει, στην αρχή της Πρώτης Συμφωνίας. Μας ταξίδεψε και μας ακούμπησε απαλά στο προαύλιο μιας άλλης παράξενης εκκλησίας που δεν ξέραμε τίποτα γι’ αυτήν, μόνο πως ήταν σκοτεινή και την τύλιγε ένα σύννεφο αλλόκοσμου πένθους και συνθλιπτικής σιωπής ενός αόρατου πελώριου πλήθους που πενθούσε βουβά με τους τρόπους μιας άγνωστης λατρείας κάποια άγνωστη μεγάλη καταστροφή. Βρεθήκαμε στο κατασκότεινο εσωτερικό ψηλαφώντας χωρίς προσανατολισμό το σκοτάδι. Τότε άναψε ξαφνικά μπροστά μου ένα εκτυφλωτικό φως, ακούστηκε ο σκληρός ήχος του διακόπτη που γυρνούσε και είδαμε μπροστά μας μια πολύ μεγάλη εικόνα από όπου εκτοξεύονταν μαγνητικά και καθηλωτικά τα κύματα του αιώνιου κυκλικού χορού των τριών υπερούσιων αγγέλων της Αγίας Τριάδας του Αντρέι Ρουμπλιόφ. Ήταν φυσικά αναπαραγωγή, αλλά εξαιρετική— καλά τυπωμένη φωτογραφία, σε βαριά, επίσης εξαιρετική, ξύλινη μασίφ κορνίζα. Μπροστά στην εικόνα ένα μανουάλι γεμάτο σβησμένα κεριά, ένα θυμιατήρι, κομμάτια ευωδιαστού θυμιάματος, διάφορα, σαν τάματα, ακουμπισμένα θυμητικά, ένα κομπολόι, μισοσταματημένες κινήσεις λατρείας—η εικόνα λατρεύονταν, και η εκκλησία ήταν αρμένικη: μεγαλογράμματα κατεβατά της παράξενης γλώσσας σε μια πινακίδα εξέπεμπαν απειλητικά ερμητικά μηνύματα που όπως αποδείχτηκε προειδοποιούσαν με αρμένικη κόλαση όσους τολμούσαν να αφαιρέσουν περιουσία του ναού. Ακούγαμε προστατευμένοι την καλοκαιριάτικη μπόρα που είχε στο μεταξύ ξεσπάσει με ογκώδεις βροντές έχοντας σιγήσει η μουσική στον έξω κόσμο όσο μας ανέκρινε, μας πληροφορούσε κιόλας, με δεσποτική φωνή ο σκοτεινός κι αυτός επιστάτης και κύριος της εκκλησίας που φάνηκε από μια πόρτα ξαφνικά στο πουθενά και μας είχε υποψιαστεί για πονηρούς σκοπούς. Τον ακούγαμε, οι δυο άρρωστοι, μέσα σ’ έναν καταρράκτη χρωμάτων όπου παρεμβάλλονταν ηχερά το σχόλιο του νερού εμποδίζοντας και αλλάζοντας την όραση—η άξαφνη ραγδαία βροχή που ανακυκλώνει την επικοινωνία του άνω και του κάτω κόσμου μέσα από το μήνυμα του ύδατος ζωής, ή, άραγε, μνήμη από την ταραχή των υδάτων, την ελπιδοφόρα προσδοκία ίασης του πλήθους των ασθενούντων στην κολυμβήθρα της προβατικής πύλης στη Βηθεσδά, καθώς κατά καιρόν κατέβαινεν να την ταράξει με τα φτερά του ο Άγγελος και να την καταστήσει ιαματική από πάσαν νόσον, φτάνει να προλάβεις πρώτος να μπεις συνωστιζόμενος ανάμεσα στους λοιπούς σακάτηδες, διαγκωνιζόμενος με την υπεράνθρωπη δύναμη που σου δίνει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης να απομακρύνεις ή και να εξοντώσεις όλους τους άλλους για να μπεις πρώτος, ποδοπατώντας στη βιάση τον παράλυτο συνάνθρωπο, φτάνει πρώτος να οραματιστείς με δύναμη το μέλλον και τη σωτηρία: το αίφνης έγχρωμο φινάλε, ύστερα από τρεις ώρες ασπρόμαυρης προβολής, του «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Ταρκόφσκι ήταν πανίσχυρη ποιητική δίνη μέσα από έναν στρόβιλο συναισθητικών παραπομπών και αλλεπάλληλων μεταμορφώσεων της όρασης σε ακοή και της ακοής σε όραση, της φωτιάς σε βροχή, του νερού σε χρώμα, του χρώματος σε μουσική, της μουσικής σε χρώμα, όλων μαζί σε χρόνο φθοράς και ανακαίνισης του βλέμματος πάνω στον κτιστό και άκτιστο κόσμο. «Άρον τον κράβατόν σου και περιπάτει» μου είπε σε σπασμένα ελληνικά ο νεωκόρος προτείνοντας μια ελληνική βίβλο ανοιγμένη στο Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο με την αφήγηση της θεραπείας του Παραλύτου στο ε΄ 1-15, συμπληρώνοντας γαλλικά αν θα μπορούσα να του διαβάσω την περικοπή στα ελληνικά. Του τη διάβασα όσο μπορούσα καθαρότερα και αφού παρατήρησε πως η «προβατική κολυμβήθρα» είχε γίνει σοφά «a pool by the sheep market” στην αγγλική εκδοχή της Βίβλου του Βασιλιά Ιακώβου και με βεβαίωσε για τα αισθήματα μέτοικου που δοκίμαζε στη Γαλλία—ήταν Αρμένιος της Αμερικής—με ρώτησε με έμφαση αν μας άρεσε η εικόνα. Η αμήχανα καταφατική μας απάντηση προκάλεσε ένα αδιόρατο χαμόγελο στο πρόσωπο που καθώς το περίγραμμά του έσβηνε στα σκοτάδια του ναού μόνο σαν φευγαλέο θα μπορούσα να περιγράψω. Μας προσκάλεσε στο γραφείο του ανοίγοντας την αόρατη πλαγινή πόρτα. Ήταν ένα τραπέζι με μια αριθμομηχανή στο κέντρο κι ένα κλειστό παράθυρο. Άναψε μια μικρή λάμπα πετρελαίου και μας ζήτησε να τον περιμένουμε δυο λεπτά. Γύρισε κουβαλώντας μαζί του την πελώρια εικόνα. «Θα τη θέλατε;», ρώτησε. Τον κοιτάξαμε χάσκοντας. Προλαβαίνοντας την απάντηση έριξε ένα συνωμοτικό βλέμμα ολόγυρα ψιθυρίζοντας χαμηλόφωνα: «Είναι δική σας για πενήντα γαλλικά φράγκα». Ο συνασθενής μου έβγαλε σαράντα από την τσέπη του και του τα πρότεινε. Γελώντας σιωπηλά με ικανοποίηση ο εκκλησάρης πακετάρισε προσεκτικά την εικόνα, ευχαρίστησε, πάντα ψιθυριστά, για την «πολύτιμη ενίσχυση του έργου της εκκλησίας», μας εγχείρισε τους αποκαθηλωμένους αγγέλους που έφεραν νωπές ακόμα τις προσευχές των πιστών και προχωρήσαμε στην έξοδο. «Άρον σου τον κράβατον και περιπάτει», ευχήθηκε.
Ηχητικό επίμετρο
Σαρλ-Μαρι Βιντόρ: Τοκάτα (Φινάλε) από την Πέμπτη Συμφωνία για εκκλησιαστικό όργανο (c.1879)
Μαρέν Μαρέ: Οι καμπάνες της Αγίας Γενεβιέβης του Όρους του Παρισιού (1723)
Γκούσταβ Μάλερ: Συμφωνία αρ. 1 (έναρξη,οι τρομπέτες εκτός σκηνής στα 2:24) (1887-1888, 1896)
Ιγκόρ Στραβίνσκι: Πόλκα του τσίρκου—για έναν νεαρό ελέφαντα (1942)