Να μπερδεύω την βούρτσα με τον Βρούτση, είναι υπερβολικό. Το ίδιο ισχύει για την συσχέτιση του σάλιου με τον Σαλιέρι και μάλιστα σε σχέση με το Μότσαρτ.
Αν δεν καταλάβατε, να σας διευκολύνω: υπάρχει ένα ζήτημα φυσιοκρατικής αντιμετώπισης των ασθενειών, ειδικά των ιώσεων. Όταν σου λένε εξαρχής πως ο covid-19 «κολλάει» από μίνι-σφαιρίδια σάλιου που εκτοξεύονται από το στόμα, υποθέτω πως αντιστέκεσαι όταν αποφεύγεις τα σαλιαρίσματα και είναι εκτός θέματος όταν ο εκτοξεύων τον σίελον είναι ηθικό στοιχείο ή θεοτικός.
Όταν λοιπόν επείγεσαι να πλάσεις θαυματοποιό κατάσταση, ιστέον πως είναι σοφό να μη μπερδεύεις αυτόν που βήχει «κοντρ λα βοτρ μουτρ» με έναν άγιο ασκητή ή κάποιον που είναι άτρωτος στις ρέχες (λέγονται και χλέπες). Άρα, εάν ποθείς το βίβερε περικολοζαμέντε και επιθυμείς να μεταδοθούν οι εμπειρίες σου στους συνανθρώπους, κάλλιο είναι να φοράς μάσκα.
Το ίδιο ισχύει εάν είσαι αγωνιστής του Αληθούς, και μάρτυρας σε αμφιθέατρο, οπότε δε νοιάζεσαι που τέλειωσαν τα λεοντάρια και θα σε κατασπαράξουν σκουλήκια και όχι αγρίμια.
Όταν κατέχεσαι από νευρικότητα, δεν πλακώνεσαι στους καφέδες, κι όταν δεν διαθέτεις μπουκάλα οξυγόνου, σε διαδήλωση δεν πας.
Κανείς από αυτούς τους συλλογισμούς λοιπόν δε στοχεύει στην καταγγελία αντιδημοκρατικών νόμων, διότι από την στιγμή που ο πολίτης απαγορεύεται να οπλοφορεί ενσφαίρως, το πάτησε το σκατό, τον φεσώθηκε τον «δημιουργό» που φερμάρεται ως Βάρναλης, το έσπασε το δόντι του τραμπούκου, και το αφτί που έκοψε ο θυμωμένος άγιος Πέτρος, το κόλλησε ο Ιησούς.
Είναι αληθές πως υπάρχουν αγκιτάτορες της εξουσίας μονόμπατοι και τύφλα να΄χουν οι κολλημένοι. Έχω πάντως την εντύπωση πως ο Χρυσοχοΐδης (ή ο πρωθυπουργός, αν οι ενάντιοι τον έβρισκαν ολίγο) θα μπορούσε να ραντίσει τους εθέλοντες διαδηλώσαι με ένα παζάρι εναλλακτικών λύσεων που θα τους έδινε κύρος και λόγο ύπαρξης.
Αλλά η συγκρουσιακή κατ΄επιλογήν τακτική είναι παράδοση της Δεξιάς ειδικά στην μαύρη και φαρμακερή περίοδο μεταξύ 1958-1962, με κύριο χαρακτηριστικό την δημιουργία της έννοιας «αντιδιαδήλωση» και του εσμού των «αντιφρονούντων» που ακόμη γλυκαίνει τον ύπνο αρκετών οπαδών και νοσταλγών της αυταρχικής διακυβέρνησης.