Τα 26 πολίσματα
H διαμόρφωση των πόλεων στην ελληνική αρχαιότητα, έχει επαρκώς εξεταστεί και δεν διαθέτω καμία κουκουβάγια να προσκομίσω στην Αθήνα. Χονδρικώς, οι περισσότερες πόλεις θεωρείται πως κάποια στιγμή ενώθηκαν από ατείχιστους συνοικισμούς πέριξ μιας στρατηγικής θέσης και αυτό συνέβη, μυθολογικώς ή ιστορικώς, στην Πάτρα, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη. Ειδικά στη Θεσσαλονίκη, έχουμε και λεπτομέρειες: 26 πολίσματα συνέπηξαν την πόλη του Κασσάνδρου, ο οποίος ανέπτυξε οικογενειακώς τρεις τουλάχιστον πόλεις: την Θεσσαλονίκη, την Κασσάνδρεια (στην Ποτίδαια) και ο αδελφός του Αλέξαρχος την «Ουρανίων πόλιν» (στην Σάνη της Ακτής).
Πολλά χρόνια πριν τον Κάσσανδρο οι ελληνικές πόλεις και αποικίες απέκτησαν τείχη. Παράδειγμα, η Τορώνη , όπου μάλιστα αναφέρεται από τον Θουκυδίδη πως στην επίθεση του Βρασίδα εναντίον της, ήταν υπό κατασκευή τα τείχη του «Προαστείου» μιας συνοικίας βόρεια της Λυκήθου.
Πού έγινε η συνένωση;
Εκ των πραγμάτων και κατ΄αναλογία, η Θεσσαλονίκη συνοικίστηκε με «κέντρο πόλης» κάποιο από τα 26 πολίσματα. Ανκαι ακούστηκε η άποψη πως αυτός ο συνοικισμος ήταν η άλλοθεν αμάρτυρη «Αλία», ήταν ελκυστική ιδέα να δοθεί ο τίτλος του «πυρήνα» στην Θέρμη, την πιο γνωστή από τους 26 οικιασμούς. Εντούτοις, αρκετοί συνοικισμοί δεν χάθηκαν, αλλά διατηρήθηκαν ως ήσσονες περιφερειακοί της πόλης οικισμοί, πράγμα εύλογο. Η Θέρμη, αποικία παλαιότερα, φιλοξένησε στην αγκάλη του Θερμαϊκού τον στόλο της στρατείας του Ξέρξη, απ΄οπου ο Μέγας Πέρσης ατένισε τον Όλυμπο και αποφάσισε να μη εισβάλει από τα Τέμπη, αλλ΄από την όδευση πίσω από τον Όλυμπο.
Αυτή η Θέρμη ευλόγως, αναζητήθηκε ως άστυ κάτω από την Κασσάνδρεια Θεσσαλονίκη. Ήταν λογικό να θεωρηθεί πως ο Κάσσανδρος ακολούθησε ένα Ιπποδάμειο καρέ, που εντούτοις δεν βρέθηκε ποτέ το παραμικρό του ίχνος, ενώ δεν έλειψαν μήτε «μακεδονικοί τάφοι», μήτε νεκροταφεία, μήτε ελληνιστικές φάσεις στις σωστικές και άλλες ανασκαφές. Πρώτος και μονος, ο νεαρός τότε Βίκερς, εξετάζοντας χάρτη της πόλης των αρχών του εικοστού αιώνα, συμπέρανε πως υπήρχε ένα ατελές ιπποδάμειο στην ΝΑ intra muros Θεσσαλονίκη, άλλα έσφαλε: ο πρωιμότερος χάρτης της πόλης (1882) και η πυρκαγιά του 1890, οδήγησε σε πιο «ευρωπαϊκή» πολεοδόμηση αυτής της περιοχής. Αλλά το λιμάνι της ελληνιστικής Θεσσαλονίκης πουθενά. Μόνον μετά τη μάχη της Πύδνας, ο ηττημένος Περσέας μνημονεύεται πως έκαψε τα νεώρια της Θεσσαλονίκης. Και η πόλη έζησε δεκαετίες υπό την πεποίθηση πως υπήρχε ένας λαμπρός αρχαϊκός ναός στο κέντρο της πόλης, καθ΄α δίδασκαν λαμπρά κιονόκρανα και άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία περί την Αγορά. Αυτά, ώσπου να βρεθεί η κρηπίδα ναού στην οδό Αντιγονιδών, που ωστόσο η κρηπίδα του φαίνεται μονταρισμένη στα ρωμαϊκά χρόνια, κι έτσι αναπτύχτηκε η εύλογη θεωρία πως ο ναός (της Αφροδίτης) ήταν προϊόν μεταφοράς αρχαιότερου ναού από την περιοχή της Αίνειας, ήτοι της Ραικήλου.
Το «πότε» το ξέρουμε, το «πού;»
Καθώς η ελληνιστική πολεοδόμηση σε όλα σχεδόν τα κράτη των Επιγόνων, όταν ίδρυε πόλεις, στην ουσία επεξέτεινε κάτι υπαρκτό, ας αποσυνδέσουμε προσώρας το δίζυγον Θέρμη – Θεσσαλονίκη, όχι για να το καταργήσουμε, αλλά για να το προσεγγίσουμε με ψυχραιμία.
Στα τέλη του 2ου πΧ αιώνος, η Πέλλα, πρωτεύουσα της Μακεδονίας ήπαθε μια ζημιά. Και δεν αναφέρομαι στην διαρπαγή του Φάκου ή άλλο, αποτρόπαιο μη φυσικό. Μάλλον την βάρεσε σεισμός. Και βέβαια, η ύπαρξη της Θεσσαλονίκης που αναφέρεται στον Στράβωνα, στα χρόνια του Χριστού, να «ευανδρεί» πάνω από όλες τις πόλεις εν Μακεδονία. Και η Πέλλα, να μη ξεχνιόμαστε, δεν ήταν μεσόγεια πόλη: ένα κανάλι πολλών σταδίων, την έδενε με τη θάλασσα. Με μήκος 24 χιλιόμετρα. Στη θέση της, δύο μίλια ανατολικά, χτίστηκε μια άλλη Πέλλα, που υπήρξε και colonia Ρωμαίων. Στη θέση της σημερινής νέας Πέλλας, με τείχος, χριστιανική περίοδο και δύο τουλάχιστον νερόμυλους, με νερό από κούγκια από το Πάικο. Διάσημη καινοτομία στην εποχή τους. Σήμερα, λέγονται «λουτρά του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Αυτήν την Πέλλα γνωρίζουν οι ρωμαϊκοί χάρτες και τα οδοιπορικά. Ο κάναβος της αρχαίας πόλης δεν υπήρχε. Οι εκτεταμένες ανασκαφές από το 1957, τον δείχνουν να υποδέχεται την Εγνατία οδό υπό γωνίαν.
Πώς να ευανδρήσει στην αρχαιότητα πόλη χωρίς λιμάνι ή επίνειο; Και πώς ανέκυψε η θεωρία πως η ελληνιστική, κασσάνδρεια Θεσσαλονίκη ήταν μεσόγεια; Η υπόθεση δείχνει άστοχη, αλλά δεν είναι: ολόκλήρη η Χαλκιδική, με τις δεκάδες πόλεις, αν βόλευε είχαν λιμάνι, αλλά οι μεσόγειες πόλεις ακολουθούσαν συχνά το δίπολο «χώρα – σκάλα» που γνωρίζουμε και σήμερα απο τα νησιά του Αιγαίου. Ειδικά στη δυτική Χαλκιδική, υπάρχει και η ανάκτιση πολισμάτων σε στρατηγικά σημεία που διέθεταν, σε απόσταση δύο το πολύ ωρών πεζοπορίας και θαλασσινή σκάλα. Ίσως ήταν ενδιαιτήματα εντοπίων, ίσως όχι. Πάντως, όσο περπάτησα και να κατέγραφα, ήταν πολλά. Ενώ οι θαλάσσιες σκάλες είναι λιγότερες, ειδικά στην δυτική ακτή Κρουσίδος και Βοττικής, άχρι Ποσειδίου. Διότι η αρχαία ακτή λόγω ψαθυρών εδαφών είναι πλέον υποβρύχια και απόδειξη είναι ο τόπος όπου ψαρεύουν οι βάρκες: ένα με δύο μίλια, υπάρχει ένας «πάγκος» κατά μήκος της ξηράς. Και πάντοτε ισχύει η μαρτυρημένη ύψωση του θαλάσσιου ορίζοντα, πιο έντονη σε μερικές περιοχές, τουθ΄όπερ σημαίνει πως μια ακτογραμμή ενίοτε ήταν τουλάχιστον δυό μέτρα χαμηλότερη από τη σημερινή, εάν μιλάμε για αρχαιότητα, όπως στην Αλυκή της Θάσου.
Η Θεσσαλονίκη ως φύλαξη «στενών»
Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται σε τραγικά στρατηγικό σημείο. Για να περάσει κάποιος από τα Χαλαστραία νίτρα στην Ανθεμουσία, ήταν υποχρεωτικό να διαβεί μεταξύ θαλάσσης και λόφων που λειτουργούσαν ως πρόβουνα του Χορτιάτη. Γι αυτό και εμείς, μετά από σπονδές στον «Αίαντα» το σινεμά και μετά την εκατόμβη στα πιατάκια της «Δόμνας» κατηφορίζαμε στην πόλη και δυο φορές τον χρόνο, η Αγίου Δημητρίου ήταν γεμάτη κοπάδια που ήρχονταν ή πήγαιναν από τον Γαλικό προς τα Βασιλικά. Μεταμεσονυκτίως -δεν υπήρχε άλλος δρόμος.
Καταλήγαμε στο θαλάσσιο μέτωπο όπου ετελούντο τακτικά ιεροί αγώνες ποδοσφαίρου, υπό θείαν ρετσινοποσίαν, με τις νύμφες-ιέρειες να μας παροτρύνουν.
Άρα ευσταθεί πυρπόληση νεωρίων από τον Περσέα, φεύγοντας από Θεσσαλονίκη. Μόνο που δεν χρειάζεται να συνδέσουμε, ενδεχομένως μεσόγεια πόλη με θαλασσινά σκαλώματα. Αν η Θεσσαλονίκη του Κάσσανδρου ήταν μεσόγεια, οι ανασκαφές σε Τούμπα και Καραμπουρνάκι, διδάσκουν πως ίσχυε η μετακίνηση κατοίκων στην πρώτη περίπτωση, η συνέχειά του οικισμού στην δεύτερη. Επομένως δεν είναι παράλογο η κασσάνδρεια Θεσσαλονίκη να είχε επίνειο στο Καραμπουρνάκι.
Τι ακριβώς έχτισαν οι Ρωμαίοι;
Αυτή η στενή σχετικά λωρίδα γης στην Θεσσαλονίκη που έχτισαν οι Ρωμαίοι, έστω αλίμενη, ερμηνεύει ίσως γιατί ο decumanus maximus δεν βρισκόταν σε κεντρικό άξονα της πόλης, αλλά πολύ πιο κοντά στη θάλασσα. Εννοώ την Εγνατία. Στη μισή χιλιετία που μεσολάβησε από την Θεσσαλονίκη των Ρωμαίων στην ολοκλήρωση των μεγάλων έργων υποδομής της, οι δύο κάθετες στη θάλασσα κεραίες του τείχους της, συνέβαλαν αποφασιστικά σε θαλάσσιες προσχώσεις. Εξηγώ:
Σε αρκετές σημερινές κοινότητες, ειδικά της χερσονήσου Κασσάνδρας, πριν μερικά χρόνια, κρίνοντας οι κάτοικοι πως η αμμουδιά ήταν στενή και ο τουρισμός ελκυστικός, τοποθετούσαν τσιμεντένιους προβόλους, κάθετους στην ακτή, οπότε η άμμος σχημάτιζε ευλόγως, ημισεληνοειδείς προσθήκες από προβόλου σε πρόβολο, αυξάνοντας το εμβαδόν της αξιοποιήσιμης άμμου. Αυτό δηλαδή που θα συμβεί, αργά η γρήγορα, στην κατά θάλασσα προέκταση ενός αεροδιαδρόμου της Μίκρας, που κατά καιρούς επεσήμαινε ο Πάνος Ζέρβας. Για την μητέρα Φύση, ο αεροδιάδρομος δεν είναι παρά ένα νεόκοπο ακρωτήριο και η Μαμά φροντίζει να το σκεπάζει με ένα ζιλεδάκι, αφαιρώντας το από ένα παραδίπλα μέρος.
Η σταδιακή μεταβολή της αστικής ακτογραμμής.
Με την ύπαρξη δύο καθέτων προς τη θάλασσα τειχών, κάθετα στον έσω Θερμαϊκό, τα όμβρια και τα απόβλητα της πόλης, αναμίξ με χώμα και άλλα ευαγή, άρχισαν να γεμίζουν το μεταξύ των Τειχών διάστημα, ενώ η παραλία, από ευθύγραμμη, άρχισε να αποκτά ένα ημισεληνοειδές σχήμα. Η σταδιακή αυτή εξέλιξη, αποτυπώνεται στο πολεοδομικό σχέδιο της πόλης. Όντως κάτω από την Εγνατία, τα νερά των βροχών, φορτωμένα με υλικό, «ρήχαιναν» τη θάλασσα, ειδικά προς τα έσω Τείχη. Έτσι η ακτογραμή, βαθμιαία, έπαιρνε ένα λοξό παραλιακό μέτωπο, επομένως, ό,τι χτίζονταν εκεί με το πέρασμα των χρόνων, σχημάτιζε γωνία με τις προγενέστερες κατασκευές. Τυπικό παράδειγμα ένα οικόπεδο στη Μακένζι Κινγκ, κάτω από το καρτιέ της μετέπειτα αγίας Σοφίας που ήταν χτισμένο υπό έντονη γωνία ως προς τα υποκείμενα στον διαμήκη άξονα. Ακόμη και το αδιάγνωστο κτίσμα κάτω από την παλαιοχριστιανική βασιλική που διαδέχτηκε ο σημερινός ναός, στο σημείο που ανασκάφτηκε, βρέθηκε θεμελιωμένο υπό γωνία 20 μοιρών κάτω από τα θεμέλια της βασιλικής.
Το χτίσιμο αυτό, όταν η Θεσσαλονίκη πρόκοψε και απέκτησε μόλο (ενώ έως τότε μόνον η περιοχή «ανακτόρων-Οκταγώνου» προσέγγιζε θάλασσα) έφερε και άλλες συνέπειες. Στον Καμινιάτη (αν δεχτούμε την χρονολογία συγγραφής του τον 10ο αιώνα ) εξηγείται πως ο κυκλικός Θερμαικός φιλοξενούσε μπροστά στην πόλη έναν ορθογωνικόν ελλιμενισμό, όπου η θάλασσα «χωρεί υφ’ εκάτερα» των στομίων του λιμένα, άρα ήταν ένας διαμήκης λιμενοβραχίονας. Έδινε και την διαδοχή: η πόλις, ο λιμήν, ο μόλος, ο κόλπος.
Αυτή η «νέα» διαμόρφωση συνέχιζε, δια των καθέτων λεωφόρων και οδών, να ρηχαίνει τον κόλπο, όχι συμμετρικά. Και βέβαια, δεν ξερνούσε τα πάντα στη θάλασσα, αλλά ανέβαζε και το υψόμετρο των οικοδομικών τετραγώνων. Και οι στρατηγεύοντες, προχώρησαν στη διαμόρφωση ενός πιο κλειστού λιμένος, όπου η πλατεία Ελευθερίας και τα πέριξ, κατά πιθανολόγηση πως εκεί φιλοξενούσε τον πολεμικό του στόλο ο Μέγας Κωνσταντίνος. Ενδεχομένως απέφευγαν τον κίνδυνο μπαζώματός του με έναν άλλον λιμενοβραχίονα, που αποκαλούσαν αργότερα Τζερέμπουλον, του οποίου μια χρήση ήταν και η έξοδος των λυμάτων στον ανοιχτό Θερμαϊκό. Αλλά τα νερά των βροχών και τα λύματα συνέχιζαν να χύνονται στη θάλασσα, και κάποια στιγμή ενώθηκαν με τον μόλο, τουλάχιστον στην μέση του, κι έτσι προχώρησαν ενδεχομένως σε χτίσιμο θαλασσίων τειχων που εδράζονταν στον μόλο. Αν αυτή η υπόθεση εργασίας ισχύει τότε το θαλάσσιο τείχος, όπου βρέθηκε, ήταν πλέον στο ύψος της Καλαποθάκη.
Έκτοτε με ενιαία, ευθύγραμμα θαλάσσια τείχη, η ακτή που δημιουργούνταν με τους αιώνες, μεγάλωνε με μικρότερο ρυθμό.
Εξάλλου, η πόλη μεγάλωνε εντός των τειχών, και ακόμη και σήμερα, ο οδοιπόρος από την Αγίου Δημητρίου και κάτω μπορεί να αναγνωρίσει μια μικρή «καμπούρα» στον δρόμο, που λειτουργούσε ως υδατοκρίτης, μοιράζοντας τα όμβρια εκατέρωθέν του. Άρα τα λύματα και τα όμβρια, ώσπου να τελειώσει το αποχετευτικό έργο, μοιράζονταν πιό δίκαια. Μόλος δεν υπήρχε, αλλά σημείο αναφοράς ήταν πλέον οι θαλάσσιοι πύργοι. Ο «προς δύσιν της εκκλησιαστικής σκάλας πύργος» δεν σημαίνει βέβαια λιμενίσκο. «Σκάλα» οι πρόγονοι θεωρούσαν την ξυλόσκαλα που ενίοτε ήταν αποκλειστικής χρήσης, στην περίπτωση της «εκκλησιαστικής» σήμαινε «αποβάθρα της Μητρόπολης». Παρομοίως μέσα στον Κεράτιο, αναφέρονται ιδιοκτησίες Δυτικών «δια των παραλίων σκαλών». Με το θαλάσσιο τείχος του Κερατίου, σύριζα με αυτές.
«Το χωρίο ένι εκκλησιαστικόν» εννοώντας το Μυριόφυτο, σημειώνεται σε έγγραφο. Δικαιώματα «κλήρου» υπάρχουν πολλά στο βυζαντινό κτηματολόγιο.
‘Αρα:
Εάν εντέλει εντοπιστεί μια «Θεσσαλονίκη του Κασσάνδρου» θα είναι καλά φυλαγμένη υπό τα ρωμαϊκά ερείπια και, στην μακρυνή περίπτωση που εντοπιστεί κι οριοθετηθεί, θα είναι ένα κλάσμα της ρωμαϊκής επιφάνειας.
Η Εγνατία και η ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη πιθανόν να μη είναι εξέλιξη μιας Θεσσαλονίκης του Κασσάνδρου. Αν αληθεύει η πιθανολόγηση μιας στενόμακρης, κάθετης στην αιγιαλίτιδα πόλης, όπως διατείνεται η κυρία Βελένη, αυτή θα έχει την έννοια του «ζεύγματος» μιας στενής πρόσβασης, οπότε τα Νεώρια του Περσέως, χάρη στο μόλο κατά μήκος βαίνοντα της ακτής έως το μικρό έμβολο θα μπορούσαν να είναι τα παλαιότερα, της Θέρμης.
Πάνω από την Αγίου Δημητρίου, οι ναοί και τα όποια σωζόμενα είναι επιφανειακά. Απεναντίος τα παλαιότερα του «κέντρου» όπως η Χαλκέων, ορίζουν το επίπεδο της μεσοβυζαντινής πόλης. Και τα παλαιοχριστιανικά και πρωτοβυζαντινά του πεδινού τμήματος, βοηθούσης και της παραλιακής τείχισης έχουν πάχος κρημνισμάτων απο τέσσερα έως έξι μέτρα, καθ’ α διδάσκει η Αυλή της Αγίας Σοφίας. Τα θεμέλια παλαιοτέρων ρωμαϊκών κτισμάτων δεν ερείδονται σε πολύ βαθύτερα στρώματα.
Αυτά προϋποθέτουν πως στην κεντρική και ανατολική περιοχή της πόλης, η Θεσσαλονίκη χτίστηκε σε άνδηρα, σε τεχνητά πλατώματα, γεγονός που ίσως εξηγεί γιατί decumanus και cardo, σχεδιάστηκαν τόσο χαμηλά.
Μια σειρά μηκοτομών της πόλης, εμφαίνουσα το υψόμετρο ανίδρυσης των μνημείων της, θα ξεκαθάριζε πολλά και χρήσιμα.
Από το 315 πΧ, συμβατική χρονολογία της κασσάνδρειας Θεσσαλονίκης, έως την εποχή της ρωμαϊκής της δημιουργίας (την συσχετίζω με την Εγνατία οδό, μεταξύ 148-120 πΧ) ήταν φυσικό σε διάστημα δύο αιώνων, να απλώθηκε η ελληνιστική πόλη, αποκτώντας ιερά, δημόσια κτίρια, αγορές και τα σχετικά. Και δεν ήταν υποχρεωτικό νεκροταφεία, μακεδονικοί τάφοι, σποράδην ευρήματα και πιθανά ιερά, να παρέμειναν μέσα στα όποια τείχη της. Άρα είναι ευεξήγητη η διασπορά της ελληνιστικής Θεσσαλονίκης σε μεγαλύτερη έκταση από τα πρώτα της τείχη.
Παρέκβαση
Το παρόν κείμενο έχει τον χαρακτήρα μερικής εξήγησης γενικών ζητημάτων και βάση του είναι ένα «μάθημα» που έδωσα στο Ανοιχτό Παρεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, πριν πολλά χρόνια, επί Μουτσόπουλου. Φυσικά δεν το θυμάμαι μοταμό, μήτε περιέλαβα υλικό επί σκλαβηνικών και οθωμανικών περιόδων, μήτε και την αναφορά κτισμάτων και οικιστικών σημείων της περιφέρειας της πόλης, τόσο προς τα ορεινά, όσο και προς τα πεδινά της εδάφη εκτός τειχών. Απέφυγα την ερμηνεία «επί ζητουμένου» και δείτε το περισσότερο ως ρητορική άσκηση, άρα μη παραπέμψιμη σε αμιγώς επιστημονική τεκμηρίωση. Περισσότερο τείνει ως συλλογή οπτικών εντυπώσεων, από την πρώτη μέρα που αντίκρυσα από καΐκι την πόλη του 1958, ένα κυριακάτικο ψάρεμα με βάρκα, όπου ψαρεύτηκαν λίγδες το 1961, και ενατενίσεις του τοπίου από το νησί της Αφροδίτης, όπου με ποικίλες συντροφιές, μυρίζαμε ευτυχείς τις τηγανιές της.
Και ο τίτλος, από ποίημα του Μανουήλ Φιλή.