H Δεξιά θα πληρώνει άλλες τέσσερις (έως και δεκατέσσερις) γενιές που δεν έκλεισε τον Εμφύλιο απότομα και τεχνικά, τον καιρό που σκότωνε τον Μπελογιάννη. Και που δεν εκτέλεσε όχι τους έξι, αλλά τους εξήντα που συνεργάστηκαν με τις αρχές Κατοχής. Από εκείνην την δουλοπρέπεια νόμισε πως θα ξέφευγε με την αστυφιλία, την αντιπαροχή και τα πιστοποιητικά φρονημάτων.
Αυτοί οι εξήντα, βρυκολάκιασαν ως ζώντες και μπερδεύτηκαν με τους κυβερνήτες. Κι έτσι,οι απαραίτητοι στο Γένος αριστεροί, ασχολήθηκαν με την ιδεολογία, αντί να συμβάλουν στο ξεστράβωμα της κοινωνίας, με κανονικό πολιτικό αγώνα.
Η Ένωση Κέντρου είχε αρχηγό τον πολιτικό προϊστάμενο των Δεκεμβριανών. Και έτσι καταλήξαμε σε μία Χούντα, δημοφιλή στους αγρότες, όπως επί Μεταξά. Σε μια αμνηστευμένη και ανακουφισμένη, ισόνομη Ελλάδα, ελάχιστοι αγύρτες θα είχαν ρόλο στον εικοστόν αιώνα.
Έτσι μόνον εξηγείται πως μια χώρα που έλαβε βοήθεια από σχέδια Μάρσαλ και χώθηκε ως σκαλομαρία στην Ευρώπη, διατηρεί μιας μορφής Αλάθητο, πως ό,τι της έδωσαν το δικαιούται. Διότι στα λεγόμενα «εθνικά δίκαια» έχει γνωρίσει μόνον συρρικνώσεις και υποχρεωτικές προσγειώσεις. Άρα (συμπεραίνουν πολλοί) ό,τι μας παρέχεται έχει περισσότερες παραχωρήσεις και υποχρεώσεις απ΄οσο ευμάρεια. Και όταν «ατακτεί», τιμωρείται.
Από την εποχή του «Τσοβόλα, δώστα όλα» έχουν αλλάξει μόνο τα μεγέθη. Και η εμμονή του «ριγμένου» έχει γίνει καθεστώς, αλλά να μη γελιόμαστε: αυτή η αίσθηση περιβάλλει όλα τα κόμματα, εννοώ την βάση τους. Βρίθει η ελληνική ιστορία από τέτοιες εντυπώσεις. Και σε αυτές τις διαδικασίες το pattern δεν πολυδιαφέρει.
Ο Έλλην, ανεξάρτητα από το κόμμα που ψηφίζει, αισθάνεται την ανάγκη ή την υποχρέωση να συνασπισθεί σε κάποιο «όχι», διότι δεν ενδιαφέρεται για ιδεολογική καθαρότητα και πιστεύει πως πιάνει πουλιά στον αέρα. Τα επιχειρήματα της μιας πλευράς, ευχερώς μετακομίζουν στα επιχειρήματα της άλλης.
Ο Σύριζα κυβέρνησε όπως κυβέρνησε, υπό αριστερού τύπου μετωνυμία. Αλλά με τους ΑΝΕΛ, με βαθμιαία και μετά ραγδαία είσοδο μη αριστερών στους κόλπους του και αρκετά πονηρά, ώστε να βολεύεται με την ύπαρξη της ακροδεξιάς, ως πιθανού πόλου έλξης των αντιπάλων του.
Δεν είναι τρόπος μακροημέρευσης αυτός βέβαια. Μπορεί να δίνει την εντύπωση πως είναι όφις, αλλά έχει πόδια και ουρά που εύκολα κόβεται ― είναι σαύρα ή σαμιαμίθι ανάλογα με την οπτικη γωνία που τον βλέπεις. Στο κοινοβούλιό «του» χωράει επιρροές από τον Υποχθόνιο έως την καταχθόνια «άψογο στάση» έναντι της Χρυσής Αυγής.
Δεν ξέρω αν τον πήρανε χαμπάρι. Όσον Λένιν ή Μακιαβέλην κι αν διάβασαν, δεν κατάλαβαν γρυ. Είναι όλα στη ζωγραφιά. Αλλ΄αν η Δικαιοσύνη είναι τυφλή, η Πολιτική είναι κουφή. Θεόκουφη. Επομένως, όσο κι αν μεταφέρετε, επινοείτε ή δημιουργείτε εικόνες, χάνετε το παιχνίδι στη γλώσσα. Διότι είναι αδύνατο να υπάρχουν παντού λεζάντες.
Δεν πολεμάμε το Σύστημα. Είμαστε το Σύστημα. Κινούμεθα και εσμέν εν αυτώ. Κανένα κοινωνικό μόριο, εξωγήινο, αρχαίο η νεοτερικό δεν έχει εκλείψει. Με μια δαιμονική εναλλαγή όρων, και θεωρητικώς, νομικώς και απλοποιητικώς εντάξει, διαθέτουμε άτομα ή συλλόγους ποσαδιστών, Πύρρειων νοσταλγών, τζουμπέδες, φιλίστορες, κυρίες ντυμένες βερσαλλιώτισες (αλλά που κρατούν στην χέρα ένα γκιούμι) επαναστάτες και υποψηφίους πραξικοπηματίες, κι αυτά, ενωμένα και συγχωνευμένα στο ίδιο κόμμα, στην ίδια οικογένεια, στο ίδιο άτομο.
Δεν χρειαζόμαστε μέσο σταθερής τροχιάς, διότι τα εξ αμάξης, τα σατιρικά, οι αραμπάδες και τα Λέξους ακολουθούν σταθερές διαδρομές. Αμετακλήτως επινοούμε τους κυβερνήτες μας και όταν στήνουμε τρόπαιο Νίκης, μας αρκεί που τρώμε πανέ, τον εγκέφαλο του δήθεν εχθρού.
H Ιστορία γράφεται από τους νικητές νοικοκυραίους. Των ηττημένων οι εκδοχές υπάρχουν αλλά μασκαρεύονται από καημούς, επιθυμία ανίδρυσης προτομών, αίσθηση αδικίας, πληθωρική παραφιλολογία. Σπανίως διασώζονται ως απομνημονεύματα, αλλά κι εκεί πρέπει να επινοούνται αισθήματα, πόθοι, αναζήτηση ηρώων και τα γεγονότα επιλέγονται από ένα αταξινόμητο βάθος πεδίου.
Και καθώς τον ηττημένο τον περιμένει καπάκι άλλη μια ήττα έως την εξάλειψη ή μια θριαμβευτική επαναφορά, οπότε γίνεται αυτός νοικοκύρης άρα και ιστορικός του θριάμβου του, καταλαβαίνετε πως δεν γλυτώνουμε με τίποτε το φλερτ με την ανυπαρξία.
Στο μεταξύ, μονομαχήστε με τις περπατούρες σας, τόσο ο σκιτζής που μιλάει ανεβάζοντας τα φρύδια σε σχήμα λάμδα, όπως ο Βιτόριο Γκάσμαν στον «θλιμμένο» ιππότη μπροστά στην Κατρίν Σπάακ, ως ηγέτης μιας αρμάτα Μπρανκαλεόνε, όσο και ο Μπελαβίλας της δεξιάς πολιτικής σκέψης, πιο ομιλητικός από τον πρώτο διδάξαντα.