Χαμένοι μήνες τότε που η κυβέρνηση, μετά το πρώτο lockdown, έστελνε μηνύματα σε αβέβαιους επισκέπτες για το state of mind του ελληνικού καλοκαιριού, αντί να επικεντρώνει δυνάμεις στην ενίσχυση (δεν λέω θωράκιση) του τομέα της υγείας, αναμένοντας το βέβαιο δεύτερο κύμα της πανδημίας. Το κενό επιχειρείται τώρα να καλυφθεί αποκλειστικά με αστυνομικά μέτρα και δυσανάλογα πρόστιμα για τον μέσο Έλληνα εργαζόμενο και κυρίως για τον Έλληνα άνεργο. Δυσανάλογο το μέγεθος των προστίμων, όχι μόνο σε σχέση με τα εισοδήματα (ή την ανυπαρξία τους) αλλά διότι βρισκόμαστε σε χώρα όπου στην πλειοψηφία τους οι πολίτες εξακολουθούν να συμμορφώνονται με τα μέτρα μάλλον επειδή φοβούνται τον ιό περισσότερο από τον αστυφύλακα, και όπου οι θεωρίες συνωμοσίας για την προέλευση ή για την ανυπαρξία του ιού δεν βρήκαν τόση ανταπόκριση όση σε άλλες χώρες – κι αν αυτό συνέβη έγινε σε πλαίσιο ρητορικής καφενείου, κυρίως διαδικτυακού.
Λυπηρό λοιπόν, κι από τις δύο πλευρές, να βλέπω αστυνόμους στην πλατεία της γειτονιάς μου να μοιράζουν πρόστιμα.
Θλιβερότερη η όλη στρέβλωση από την προσπάθεια της κυβέρνησης να πείσει ότι φροντίζει για τη δημόσια υγεία μέσω αστυνόμευσης και καταστολής. Δεν υποστηρίζω τη μη αναγκαιότητα επιτήρησης της εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων. Μιλώ για τη με ζήλο έμφαση στην εφαρμογή των μέτρων, ειδικά στα μέσα ενημέρωσης, ώστε να καλυφθεί η ανεπάρκεια των όποιων μέτρων ελήφθησαν στον τομέα της υγείας, για την προσπάθεια πειθούς ότι βρίσκονται εδώ, βράχος απέναντι στους κοινωνικά ανεύθυνους και δεν αστειεύονται.
Πίσω από το βράχο τα κενά, τα ανύπαρκτα κούφια.
Προδιαγεγραμμένο σαν σε σύνοδο πλανητών όπου (α) η επέτειος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ευθυγραμμίζεται (β) με την αγχωμένη ζέση της κυβέρνησης να προστατέψει τη δημόσια υγεία με βάση την καταστολή ως πολιτική πλέον στάση και (γ) με τα αναμενόμενα, ετήσια του Νοέμβρη ανακλαστικά της αριστερής αντιπολίτευσης, να καταλήξουμε σε τραγέλαφο.