Πρέπει να ξεφάσκιωναν τον μικρό μου αδελφό, όταν ως οικογένεια, αποκτήσαμε χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ήταν με συρμάτινο σκελετό, πτυσσόμενο, και αντί φύλλα, διέθετε ένα στρώμα βαμμένα πράσινα κοκκορόφτερα. Στην απόληξη κάθε κλαδιού, από ένα ρεβύθι, ναι, ρεβύθι, βαμμένο κόκκινο.
Είχε το μπόι του αδελφού μου, και ήμουν σίγουρος στο βάθος πως επρόκειτο για ένα επιχρωματισμένο πτώμα ενός αποξηραμένου πουλιού. Το ντύναμε με χάρτινα στολίδια, επάνω τους κολλημένη πάχνη από γυαλιστερή χρυσόσκονη, ενώ ανοίγοντας τα κλαδιά, η μάνα μου έστρωνε στο άνω τμήμα μπαμπάκι, να δείχνει χιόνι.
Αυτό το ξεπουπούλι με την διακόσμησή του, με συνόδευε κάθε φορά που σκεφτόμουνα τη λέξη «να ενωθούμε» είτε επρόκειτο για προσωρινό μοίρασμα της παρέας για να παίξουμε μπαλίτσα στην αλάνα του Καϊάφα, είτε αργότερα, να ενωθεί το Κέντρο, ως βυθίως ελέγετετο η σύμπραξις του Γέρου με τον Κλικλήν, που όλοι κατά βάθος εγνώριζαν πως δεν ήταν του Κέντρου, αλλά κανένας δεν έμπηγε τις φωνές. Μήτε εγώ έλεγα στους γονείς που πόσες φορές είδα στον ύπνο μου το συρμάτινο δεντράκι μας ως αναστημένον και ξεραμένον πτεροδάκτυλο.