Κείμενα για την 21η Απριλίου 1967
21-04-2018

Τον Απρίλιο του 1992, στην επέτειο των 25 χρόνων από την 21η Απριλίου 1967, το περιοδικό «Ιστός» δημοσίευσε έξι κείμενα για τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Ήταν το πρώτο (από όσο μπορώ να θυμηθώ) αφιέρωμα σε αυτή την πρόσφατη (τότε) και οδυνηρή ιστορική εμπειρία. Σήμερα, στην επέτειο των 51 χρόνων, τα κείμενα δεν έχουν χάσει την αξία και τη σημασία τους, και αναδημοσιεύω τα πέντε.

 

Λευτέρης Παπαδόπουλος: Η 21η Απριλίου κι εγώ

Είχαμε αρχίσει μια πρέφα. Ο Βαγγέλης Ανδρουλιδάκης, ο Γιάννης Μαρίνος κι εγώ. Ψιλοχιόνιζε στο Μόναχο και το ξενοδοχείο, το ιστορικό «Ρεγγίνα Παλλάς», ήταν ό,τι πρέπει για «ασκήσεις δωματίου» με «πρώτα», «αχρωμάτιστα» και «εφτά καρρά». Ξαφνικά, χτύπησε η πόρτα του δωματίου –του Ανδρουλιδάκη– όπου παίζαμε. «Μπρος», έκανε ο Βαγγέλης, «ξελιμάροντας» μια κούπα. Φάνηκε το κεφάλι του Κώστα Νικολόπουλου. «Τα μάθατε; Έγινε δικτατορία στην Ελλάδα!».

Ήμουν έτοιμος να τον πάρω στο ψιλό. Αλλά η έκφρασή του με πάγωσε. Την ίδια στιγμή, κουδούνισε το τηλέφωνο. Άρπαξε το ακουστικό ο Βαγγέλης. Ήταν η κόρη του –από το Παρίσι, νομίζω. Ο Ανδρουλιδάκης πάνιασε. Γύρισε και μας κοίταξε. Ναι, ήταν αλήθεια!

Σκορπίσαμε σαν κυνηγημένα πουλιά. Έτρεξα στο δωμάτιό μου κι άρχισα –γιατί;– να φτιάχνω τη βαλίτσα μου. Την ώρα που την έκλεινα, κουδούνισε και το δικό μου τηλέφωνο. Ήταν η γυναίκα μου. «Μην έρθεις! Έγιναν πολλές συλλήψεις. Άκουσα πως πιάσανε τον Ψαθά».

Κατέβηκα στη ρεσεψιόν. Όλη η παρέα –δεκαπέντε δημοσιογράφοι αθηναϊκών εφημερίδων, καλεσμένοι από την BMW στα εργοστάσιά της για ενημέρωση, βρισκόντουσαν εκεί. Με πλησίασε ο Γιώργος Κορωναίος. «Θα μείνεις;» «Ναι. Θα με πιάσουνε». «Μπορεί να μείνω κι εγώ…»

Βγήκα στον δρόμο, στο ψιλόχιονο, να καθαρίσει λίγο το μυαλό μου. Γερμανικά δεν ήξερα. Λεφτά δεν είχα (το ’χαμε ξεσκίσει όλο το συνάλλαγμα το προηγούμενο βράδυ, με κάτι γκόμενες, ο Κώστας Καββαθάς κι εγώ. Κάτι γκόμενες που μας την πέσανε μ’ ένα αυτοκίνητο, μας πήγαν σε ένα κλαμπ, χορέψαμε, ήπιαμε σαμπάνιες κι ύστερα, μας άφησαν μεθυσμένους και τσέτουλες και φύγανε). Άνθρωπο στο Μόναχο δεν γνώριζα. Πώς θα ζούσα, λοιπόν, στη Γερμανία; Το ξενοδοχείο ήταν πληρωμένο μόνο για μια μέρα ακόμη –την Κυριακή θα με πέταγαν έξω…

Ξαναγύρισα στη ρεσεψιόν. Οι συνάδελφοι συζητούσαν ζωηρά. Όλοι ήσαν εξαιρετικά ανήσυχοι. Είπε ο Κορωναίος: «Να φύγουμε, να πάμε στην Αθήνα, αλλά ν’ απαιτήσουμε να μην πειράξουν τον Λευτέρη». Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Ήρθε κοντά μου ο Γιάννης Μαρίνος, άνοιξε το πορτοφόλι του, μου ’δωσε όσα μάρκα του είχαν απομείνει. Ο Βασίλης Θασίτης μου ’κανε νόημα. Έβγαλε και αυτός από την τσέπη του μερικά εκατόμαρκα και μου τα ’βαλε στο χέρι. «Με αυτά», μου είπε, «θα περάσεις λίγες μέρες χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα».

Οι συνάδελφοι έφυγαν στην Αθήνα την άλλη μέρα το πρωί. Έμεινε στο Μόναχο μόνο ο Κώστας Νικολόπουλος, ιδιοκτήτης του Έθνους, άνθρωπος με μπόλικα χρήματα αλλά και φίλους, στη Γερμανία κι αλλού. «Κουράγιο», μου ψιθύρισε καθώς με αποχαιρετούσε, έξω από την κεντρική είσοδο του «Ρεγγίνα». Αλλά πού κουράγιο, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες και μ’ ένα διαολόκρυο από πάνω, για καπέλλο;

Ξαναγύρισα στο δωμάτιό μου. Ήταν το μόνο μέρος όπου θα μπορούσα να πάρω ένα τηλεφώνημα από την Αθήνα, να μάθω λεπτομέρειες για το πραξικόπημα και να κανονίσω με ποιον τρόπο θα μου ’στελναν οι δικοί μου καμιά δεκάρα, για να «τη βγάλω» στον ξένο τόπο.

Έμεινα μια ώρα. Γδύθηκα, έκανα μπάνιο, ξαναντύθηκα κι όλο σκεφτόμουνα ότι η δικτατορία μάλλον από τα Ανάκτορα θα είχε επιβληθεί. Κι εγώ είχα ανοιχτές παρτίδες μ’ αυτούς τους κύκλους: στη στήλη μου («Απροσδόκητα του 24ωρου») στα Νέα διακωμωδούσα κάθε μέρα τους αποστάτες, με πρώτον τον Αποστολάκο, τον Βασιλιά, τη Φρειδερίκη, τον Αρναούτη –κόσμο και ντουνιά.

Μεσημέριαζε όταν πήρα μια ειδοποίηση να πάω στη ρεσεψιόν. Κατέβηκα. Με περίμεναν τρεις νέοι. Φοιτητές. Μου είπαν πως ανήκαν στην ΕΔΗΝ. Πως σπούδαζαν στη Γερμανία, στο Μόναχο. Πως πληροφορήθηκαν ότι είμαι πολιτικός πρόσφυγας και ήρθαν να με βοηθήσουν.

Άρχισα να αισθάνομαι περίπου σαν… ήρωας! Παράγγειλα καφέδες και πιάσαμε συζήτηση. Έτσι έμαθα ότι υπήρχε οργάνωση της Ένωσης Κέντρου στη Γερμανία με έδρα το Μπαντ Γκόντεσμπεργκ, στη Βόννη, και πως στην οργάνωση έκανε κουμάντο ο Γιώργος Βουκελάτος, έχοντας δίπλα του τον Αλέκο Μπέτση, τον Ηλία Χατζηανδρέου, τον Αντρέα Χριστινίδη και τον Άγγελο Μαρόπουλο.

Ακούγοντας το τελευταίο όνομα, ένοιωσα σα να μου χάριζαν ένα βασίλειο! «Ο Άγγελος είναι φίλος μου! Μεγαλώσαμε μαζί. Στην ίδια γειτονιά. Συμμαθητές από την πρώτη τάξη του δημοτικού. Υπάρχει αριθμός τηλεφώνου του, για να επικοινωνήσουμε;» Σε τρία λεπτά, μιλούσα με τον Μαρόπουλο. Και το ίδιο βράδυ κοιμόμουνα στο σπίτι του. Ένα υπόγειο στη θρυλική Κβέλλεν στράσσε –πενήντα μέτρα από το «στρατηγείο» του Βουκελάτου.

Ο Άγγελος μ’ έφερε σε επαφή με την οργάνωση. Με πήρε μαζί του και στην Κολωνία, στην Ντώυτσε Βέλλε, όπου εργαζόταν. Εκεί γνώρισα τον Κώστα Νικολάου, που έδειξε πρόθυμος να με βοηθήσει για να πιάσω δουλειά στον ραδιοσταθμό. Γνώρισα και τον Μάριο Νικολινάκο, αλλά είπαμε μόνο ένα «χαίρω πολύ».

Ο Βουκελάτος ήθελε να βγάλει μια εφημερίδα, τη Δημοκρατία, κι εγώ ήμουν επαγγελματίας δημοσιογράφος, στο επιτελείο της μεγαλύτερης ελληνικής εφημερίδας. (Τα Νέα πουλούσαν τότε 250.000 φύλλα Αθήνα-Πειραιά! Κι εγώ, εκτός από τη στήλη που έγραφα, ήμουν και ένας από τους υπεύθυνους ύλης.) Το πράγμα κόλλαγε περίφημα και ο Γιώργος ήταν ενθουσιασμένος.

Στις 25 Απριλίου, ο Βουκελάτος κάλεσε τον Μαρόπουλο και του ζήτησε να πάει στη Δανία και στη Σουηδία και να μιλήσει στα κόμματα, σε λαϊκές συγκεντρώσεις και στην τηλεόραση, για το πραξικόπημα. «Πάρε μαζί σου και τον Λευτέρη. Και τον Τάσο, βέβαια». Ο Τάσος Παπαδόπουλος ήταν βουλευτής Δράμας της Ένωσης Κέντρου. Ένας χοντρός, δυνατός άντρας. Είχε πάει για δουλειές στη Γερμανία, τον βρήκε εκεί το πραξικόπημα και έσπευσε να δικτυωθεί με την οργάνωση για να προσφέρει τις υπηρεσίες του.

Στις 26 Απριλίου, ο Άγγελος, ο Τάσος κι εγώ, μπήκαμε σ’ ένα Φίατ 124 και ξεκινήσαμε για την Κοπεγχάγη. Ήταν ένα ατέλειωτο, μαρτυρικό ταξίδι. Ο Μαρόπουλος οδηγούσε συνεχώς και κοιμόταν, μια-δυο ώρες, στο βολάν. Στο αυτοκίνητο κοιμόμουν κι εγώ. Κι ο βουλευτής. Που ροχάλιζε εφιαλτικά.

Στην Κοπεγχάγη συναντήσαμε τον Γιώργο Μαυρογένη, που αργότερα βρέθηκε σκοτωμένος κάτω από άγνωστες συνθήκες. Ανήκε στην Ένωση Κέντρου, διηύθυνε το Γραφείο Τύπου στην Κοπεγχάγη, και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος τον είχε απολύσει, μόλις ανέλαβε την εξουσία, για να κάνει εκλογές.

Ο Άγγελος μίλησε με εκπροσώπους του σοσιαλιστικού κόμματος κι ακόμη με εκατοντάδες Έλληνες φοιτητές κι εργαζόμενους. Έδωσε και μια συνέντευξη στην τηλεόραση, κατά την οποία έγιναν και ερωτήσεις σε μας –τον Τάσο και μένα. Ήταν αξιοθαύμαστος. Τα ’λεγε ήρεμα και έπειθε τους Δανούς. Όπως πειστικός ήταν και με τους Σουηδούς που συναντήσαμε, στη συνέχεια, στη Στοκχόλμη (άλλο μαρτυρικό ταξίδι).

Ο ξεσηκωμός κατά της χούντας των Αθηνών, στη Δανία και τη Σουηδία, έτσι ξεκίνησε. Από τον Άγγελο Μαρόπουλο. Που δεν έχει πει κουβέντα, απ’ όσο ξέρω, γι’ αυτά τα πράγματα, ποτέ και πουθενά. Καιρός να τα θυμηθώ όλ’ αυτά, εγώ που τα ’ζησα.

Έμεινα τρεις μήνες στη Γερμανία. Κάθε μέρα, ο Γιώργος Παπαδόπουλος μου έφερνε ειδήσεις από τον διεθνή Τύπο για την Ελλάδα κι εγώ έγραφα κομμάτια που θα δημοσιεύονταν στη Δημοκρατία μόλις θα κυκλοφορούσε. Αλλά η Δημοκρατία, όσο ήμουνα στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ, δεν κυκλοφόρησε. Ο λόγος; Δεν μπορούσαμε να βρούμε τυπογραφείο με ελληνικά στοιχεία.

Έπρεπε όμως να μείνω στη Γερμανία! Εκτός του ότι φοβόμουν να επιστρέψω στην Ελλάδα, ήθελα να είμαι μέσα στη φωτιά της αντιδικτατορικής πάλης. Και στη Γερμανία, είχε φουντώσει αυτή η φωτιά: συνέδρια, διαδηλώσεις, διαβήματα, ραδιόφωνα, έντυπα. Πήγα στη Βόννη, στον Βάσο Μαθιόπουλο. Του ζήτησα να με χρησιμοποιήσει ως βοηθό του. Ένα πιάτο φαΐ ήταν οι απαιτήσεις μου. Δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα. Απελπισμένος, έστειλα ένα γράμμα στον Παύλο Μπακογιάννη στο Μόναχο. Τον παρακαλούσα να με πάρει συνεργάτη του, κλητήρα του, στη Βαυαρική Ραδιοφωνία, όπου είχε μία εκπομπή. «Είναι αδύνατον να γυρίσω στην Αθήνα, στη χούντα», του τόνιζα. Δεν πήρα καμιά απάντηση.

Ο Άγγελος με τάιζε και με κοίμιζε όλον αυτό τον καιρό (από το σπίτι μου στην Αθήνα δεν περίσσευαν λεφτά για να μου στείλουν: υπήρχε μια γυναίκα, υπήρχε ένα εξάχρονο παιδί, κι υπήρχαν και γραμμάτια για ένα σπίτι στον Χολαργό, που είχε αρχίσει να χτίζεται από το 1965…). Αλλά το πράγμα δεν μπορούσε, βέβαια, να συνεχιστεί έτσι, εις βάρος του Μαρόπουλου, που ζούσε μ’ έναν ψωρομισθό από την Ντώυτσε Βέλλε…

Οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες: ο Χρήστος Πασαλάρης, αρχισυντάκτης τότε στα Νέα, κάλεσε τη γυναίκα μου και της είπε ότι πρέπει να γυρίσω στην Ελλάδα, στη δουλειά μου. «Έχει ήδη δημιουργηθεί θέμα, που εδώ και τρεις μήνες μισθοδοτείται ο Λευτέρης χωρίς να εργάζεται», πρόσθεσε. Αφήνοντάς της, σαφώς, να καταλάβει ότι αν δεν επέστρεφα, θα κόβονταν και ο μισθός μου.

Επέστρεψα στην Αθήνα κατακαλόκαιρο, με το τραίνο. Η γυναίκα μου είχε πληροφορηθεί από τον Κώστα Σισμάνη, που ήταν τότε στα μέσα και στα έξω, πως οι στρατιωτικοί δεν θα με πείραζαν. Και μου τηλεφώνησε λέγοντάς μου «Έλα, όλα είναι εντάξει». Άδικα στα σύνορα, όταν κάνανε έλεγχο των διαβατηρίων, έτρεμα σαν το ψάρι. Και τελείως παλαβά, στην Αθήνα, τον πρώτο καιρό, πήγαινα τοίχο-τοίχο, νομίζοντας ότι κάποιος θα με… πυροβολήσει πισώπλατα!

Δεν μου έκανε τίποτα η χούντα. Τίποτα σοβαρό, δηλαδή. Απαγόρευσε τη μετάδοση του ονόματός μου από ραδιόφωνο και τηλεόραση. Ε, και; Μ’ έκοψε από τις εγγραφές στην ΕΣΗΕΑ. Ε, και; Άλλοι έχασαν τη ζωή τους, έμειναν ανάπηροι, πέρασαν εφτά χρόνια στις φυλακές –ας μην το ξεχνάμε, ούτε για μια στιγμή.

Και θα μπορούσαν να μου κάνουν ζημιά οι «Παττακοί». Γιατί υπέγραψα το κείμενο για την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων. Γιατί έγραψα τουλάχιστον είκοσι τραγούδια («Δέκα παλικάρια», «Αχ χελιδόνι μου», «Πίσω απ’ την πόρτα», «Ο δραγουμάνος του Βεζύρη» κ.λπ.) που «μιλούσαν» για τη δικτατορία και του δικτάτορες. Γιατί ήμουν επικεφαλής σε μια έρευνα των Νέων, με τίτλο «Προδομένη νεολαία». (Ο Παττακός δήλωσε ότι η νεολαία δεν είναι προδομένη. Προδομένη είναι η… δημοσιογραφία!) Γιατί ήμουν ένας από τους συνεργάτες του Αντί που κυκλοφόρησε για λίγες ώρες, κατασχέθηκε, και ο διευθυντής του, ο Παπουτσάκης, συνελήφθη από την ΕΣΑ. Γιατί έγραψα το θεατρικό έργο Ο Δρόμος (μουσική Μίμη Πλέσσα) που εστρέφετο ευθέως κατά της δικτατορίας, και τα τραγούδια του («Μίλα μου για τη Λευτεριά», «Έξι τους βαράγανε, μα δεν μαρτυράγανε» κ.λπ.) ξεσηκώσανε τον κόσμο (θυμάμαι, με συγκίνηση, τον Απόστολο Κακλαμάνη να φωνάζει στην παράσταση «αυτή είναι αντιστασιακή πράξη!» και τον Αναστάσιο Πεπονή να δακρύζει). Γιατί έβγαλα Λόρκα και Νερούδα, παρά τις κόντρες και τις απειλές του Σταματόπουλου στον Αλέκο Πατσιφά. Γιατί είμαι αυτός που είμαι.

Μια φορά μόνο κινήθηκε να με συλλάβει ο Μπάμπαλης, ως έναν των υποκινητών της εξέγερσης στη Νομική (επίσης και τον Μηνά Παπάζογλου, που αναγκάσθηκε να κάνει… εγχείρηση σκωληκοειδίτιδος, ώστε να μην μπορούν να τον πιάσουν). Αλλά με έσωσε –και πρέπει να το πω– ο Σπύρος Γκότσης, ένας υπαστυνόμος που ήταν στον «Τύπο» στη Γενική Ασφάλεια.

Γιατί τα γράφω όλ’ αυτά; Γιατί ζούμε στην Ελλάδα! Όπου οι χουντικοί δίνουν πιστοποιητικά… δημοκρατικότητας! Και μέλη της «Συμβουλευτικής» του Παπαδόπουλου είναι βουλευτές, διευθυντές καναλιών, σχολιαστές κρατικών ραδιοσταθμών και παράγοντες του δημόσιου βίου!

 

 Γ.Π. Σαββίδης: Η 21η Απριλίου κι εσύ

Ποιος «Eσύ»; Aς δεχτούμε, για την προσωρινή βολή μας, τον στίχο του Bωδελαίρου: «Yποκριτή αναγνώστη, όμοιέ μου, αδερφέ μου», ή την παραπληρωματικήν ουρά του Σεφέρη: «τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη».

Tην νύχτα της 21ης, πριν αποκατασταθεί η τηλεφωνική σου επικοινωνία με τον ποιητή, τον είδες σε όνειρο: «Tώρα θα γίνουμε όλοι ταπεινότεροι», σου είπε. Mετά που του το διηγήθηκες, φάνηκε ικανοποιημένος από το απόφθεγμα που του απέδιδε το υποσυνείδητό σου.

Σε ιδιωτικό επίπεδο, η ταπείνωση μπορεί να άρχιζε από την μηχανική αναβίωση αμυντικών ανακλαστικών της Kατοχής: μη βγεις στον δρόμο χωρίς ταυτότητα, μη φλυαρείς στο τηλέφωνο (ιδίως όχι συνθηματικά!), κ.λπ. Πολύ ταπεινότερα: μπροστά σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου διέκρινες έναν αδελφικό σου φίλο, δημοσιογράφο, γνωστόν για τα δημοκρατικά του φρονήματα. Για λίγα δευτερόπλεπτα αναρωτήθηκες αν ήταν φρόνιμο να τον χαιρετήσεις. Kαι σιχάθηκες τον εαυτό σου.

Ως πολίτης, ένιωθες ταπεινωμένος από την λυσιμελή νάρκη της πολιτικής ηγεσίας: πιάστηκαν όλοι τους στον ύπνο, ακόμη και όσοι καθημερινά γέμιζαν τις φιλικές τους εφημερίδες με σήματα κινδύνου επικείμενης δικτατορίας. Kανείς δεν τα επίστευε ―ούτε καν οι ίδιοι, όπως αποδείχτηκε. «Mε ποιον στρατό θα κινηθούν; Όλοι οι φαντάροι είναι Λαμπράκηδες», σου έλεγε ο Mανόλης Aνδρόνικος, ξεχνώντας πόσο σκάρτος ήταν ο αρχηγός τους.

Bάλε στον φάκελο της «προδοσίας των γραφιάδων»: O τοτινός πρωθυπουργός, ποιητής και κοινωνιολόγος Παναγιώτης Kανελλόπουλος, είπε αργότερα πως εκείνον τον καιρό κοιμόταν με ένα πιστόλι στο προσκέφαλό του, για να αντισταθεί στους κομμουνιστές που θα έρχονταν να τον συλλάβουν. Έλα, όμως, που αυτοί που ήρθαν δεν ήσαν κομμουνιστές…

Aνάλογα έπαθαν οι αυλικοί, όταν ανακάλυψαν πως το σκοτάδι της συνωμοσίας είχε δύο πάτους: την δικτατορία που σχεδίαζαν με τους βασιλόφρονες στρατηγούς, τους την εσούφρωσαν οι συνταγματάρχες. Bρε ανιστόρητε, πόσα επιτυχημένα κινήματα έχουνε κάνει οι χορτάτοι στρατηγοί;

Θεωρητικές συζητήσεις ερασιτεχνών: Kίνημα ή επανάσταση; Mα βέβαια επανάσταση, κοινωνική, εάν συλλογιστείς πόσο η παραδοσιακή δεξιά έχασε τα αβγά και τα πασχάλια της ―μέχρι και την εφημερίδα της (εννοώ την Kαθημερινή) και τον ηλίθιο βασιλιά της.

Kάτι τέτοια σε κάναν να εύχεσαι την παραδειγματική εκτέλεση των επίορκων αξιωματικών, αλλά με τον όρο πως μαζί θα εκτελούσαν ―ποιοι, καλέ μου;― και τους μαλακισμένους φύλακες της ξεφτιλισμένης δημοκρατίας.

Kαι ακόμη δεν ξέρεις ποιος σοφίστηκε τον αισχρό νομικό συμβιβασμό του «στιγμιαίου» αδικήματος (διαρκείας επτά ετών!): ο Kαραμανλής ή ο Aβέρωφ;

Aς επιστρέψουμε σε ίσως αφανέστερες ταπεινώσεις.

Συνόδευες μιαν «ανθιστάμενη» κόρη στο δήθεν δημοκρατικό πατρικό της. Περνώντας από την οδό Στρατιωτικού Συνδέσμου, της είπες: «Στα 1909 είχαμε την δική μας χούντα. Aλλά την αγιοποιήσαμε, γιατί μας έφερε τον Bενιζέλο». Λίγο αργότερα την συνέλαβαν, φαντάζομαι για να εκβιάσουν (συμβιβαστικά) τον διεθνώς διάσημο μπαμπά της.

Όταν πρωτόειδες τον κατάλογο των απαγορευμένων εντύπων, σου φάνηκε «λογικός» ―και σχολίασες νοερά «E, είναι μόνο κομμουνιστικά». Έτσι, φαντάζομαι, θα έλεγαν και οι φιλήσυχοι χριστιανοδημοκράτες αστοί της Bαϊμάρης, όταν οι αλήτες του Xίτλερ άρχισαν τις αντισημιτικές βιαιοπραγίες: «E, είναι μόνο Eβραίοι».

H πρώτη αντιστασιακή ενέργεια που σου προτάθηκε, από κάποιον μάγκα δημοσιογράφο, ήταν η έκδοση παράνομης εφημερίδας. Στις επιφυλάξεις σου, αποκρίθηκε: «Mα αυτό που προτείνω είναι να τυπώσουμε δύο-τρία φύλλα, να τα θάψουμε, και να τα βγάλουμε στη φόρα όταν τους ξεφορτωθούμε». Aπό τόσο νωρίς τροχιοδρομήθηκαν οι εισπράκτορες της αντίστασης. Σημείωσε πως ο ίδιος την επάτησε κατόπι, αναλαμβάνοντας την διεύθυνση μιας χουντικής εφημερίδας.

Tυχαία στερήθηκες μία από τις εγκαιρότερες (και ασφαλέστερες) αντιστασιακές επενδύσεις: την μετοικεσία στο Παρίσι. Έτσι, είσαι από τους λίγους Έλληνες διανοούμενους που δεν επραγματοποίησαν το επίγειο ιδανικό τους: μποέμικη ζωή στο Παρισάκι, με ιδεολογικό άλλοθι.

Xρόνια έφτυνες όσους επαναλάμβαναν: «Mωρέ ο Pωμιός θέλει βούρδουλα». Kαι ήρθε η ώρα να σκεφτείς πως την ροχάλα την αξίζαν όσοι επέμεναν ότι «του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει». Kαλέ, ψοφάει!

Όταν σε «κάλεσαν», για σκέτο καψόνι, στο Παράρτημα Aσφαλείας της Kαλαμαριάς, σε ρώτησαν πώς κρίνεις την «εθνική αναγκαιότητα» της Eπανάστασης. Kαι συ λουφάρισες με αοριστολογίες, μην τολμώντας να τους πεις ότι τούτη η δικτατορία δεν μας έσωσε από το γλίστρημα στον ολοκληρωτισμό.

Γρήγορα κατάλαβες πως η μεγαλύτερη εξυπνάδα των πραξικοπηματιών ήταν πως εξαρχής αποφάσισαν να μην πατήσουν πάνω σε πτώματα. Έτσι και η αντίσταση στην δικτατορία τους δεν είχε καμιά σχέση με την κατοχική: κανείς τώρα δεν έπαιξε το κεφάλι του κορώνα-γράμματα, εκτός ίσως από τον Παναγούλη. Όλοι εμείς οι άλλοι, κατά βάθος, επαίζαμε την Aντίσταση.

H πρώτη θετική εγκαρδίωση που έλαβες ήταν από τον ζωγράφο Σπύρο Bασιλείου. Συναντηθήκατε έξω από του Zωναρά, και σου είπε: «Σε βλέπω στενοχωρημένο και νιώθω τον καημό σου. Aλλά σκέψου πως η Kική και εγώ παντρευτήκαμε την ημέρα που οι Γερμανοί μπήκαν στην Aθήνα ―και, δόξα τω Θεώ, ζήσαμε και δημιουργήσαμε και ευτυχήσαμε».

Δημήτρης Ψυχογιός: Η 21η Απριλίου κι αυτή

Το σημαντικότερο γεγονός της Παρασκευής επρόκειτο να είναι το ραντεβού μου με τη Νίκη, στις οκτώ η ώρα το βράδυ, στου «Φλόκα» της Φωκίωνος Νέγρη. Η ημέρα μου όμως θα άρχιζε στο μεγάλο αμφιθέατρο του Νέου Χημείου, στις εννέα το πρωί. Η περίοδος των εξετάσεων πλησίαζε επικίνδυνα και έπρεπε κάποτε να πληροφορηθώ σε τι αναφέρονταν οι παραδόσεις του καθηγητή κ. Στάθη που δίδασκε Ανόργανη Χημεία στους πρωτοετείς φοιτητές του Φυσικού τμήματος της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Αθήνησι.

Έμεναν μόνο δυο εργάσιμες ημέρες, Παρασκευή και Σάββατο –η πενθήμερη εργάσιμη εβδομάδα ήταν τότε γνωστή μόνο μέσω της ξένης λογοτεχνίας. Η προεκλογική περίοδος άρχιζε μεθαύριο, Κυριακή των Βαΐων: ο Παπανδρέου θα μιλούσε στη Θεσσαλονίκη. Κατά την είσοδό του στην πόλη θα τον συνόδευαν ιππείς πάνω σε λευκά άλογα, είχαν ανακοινώσει υπερήφανοι για το εύρημά τους οι οργανωτές. Για όσους πιστεύαμε πως η νίκη της Ένωσης Κέντρου ήταν ήδη εξασφαλισμένη, αυτές οι τελετές ήσαν όχι μόνο ανούσιες αλλά και περιττές. Την ίδια ημέρα άρχιζαν οι διακοπές του Πάσχα, τα αμφιθέατρα θα ξανάνοιγαν στις 8 Μαΐου. Στις 2 Ιουνίου ήσαν οι εκλογές, οι εξετάσεις θα ακολουθούσαν αμέσως μετά. Το βράδυ της Πέμπτης κοιμήθηκα νωρίς, ώστε εν ηρεμία να ξυπνήσω το πρωί για να ασκήσω τα φοιτητικά μου καθήκοντα.

Δεν θυμάμαι τι ονειρεύτηκα, ίσως ότι είχα εκλεγεί πρόεδρος στο έτος μου, ίσως ότι έκανα έρωτα με τη Νίκη. Το βέβαιο είναι πως μόλις ξύπνησα το πρωί της Παρασκευής 21ης Απριλίου 1967, το πρώτο που παρατήρησα ήταν το λαμπρό φως που περνούσε μέσα από τις γρίλλιες και ανήγγελλε ανοιξιάτικη, ζεστή, ηλιόλουστη ημέρα. Αυτό που με είχε ξυπνήσει το συνειδητοποίησα αμέσως μετά τη μετεωρολογική μου παρατήρηση, καίτοι είχε προηγηθεί. Ήταν η κραυγή της αδελφής μου της Ελένης: «Έγινε δικτατορία κι εσύ κοιμάσαι;»

Όταν, χρόνια αργότερα, προσπάθησα να αναλύσω το πώς και το γιατί της επταετούς συμπεριφοράς μου, σκέφτηκα πως ίσως τούτη η φράση που με ξύπνησε από τον βαθύ ύπνο μου να με είχε πολύ επηρεάσει. Με κατηγορούσε όχι μόνο ότι κοιμόμουνα ενώ είχε γίνει δικτατορία, άρα με καλούσε να αγρυπνώ όσο η δικτατορία συνεχιζόταν, αλλά και ότι είχε γίνει η δικτατορία λόγω του ύπνου μου, λόγω της δικής μου ολιγωρίας. Κι όμως εγώ ο ταλαίπωρος είχα κάνει ό,τι μπορούσα: και στην ΕΔΗΝ είχα γραφτεί, και οπαδός του Παπανδρέου υιού ήμουν, και τα μαθήματά μου είχα παραμελήσει χάριν του συνδικαλισμού, και στις συγκεντρώσεις εναντίον της διάλυσης των Λαμπράκηδων έτρεχα, και είχα σταματήσει να πίνω μπύρα «Φιξ» του φιλοβασιλικού Γαρουφαλιά μετά τα ιουλιανά –με μοναδικό όμως αποτέλεσμα να εξαφανιστεί εν τέλει η μοναδική εγχώρια μάρκα μπύρας.

Σηκώθηκα αλαφιασμένος, έμαθα ότι τη Χλόη και τη Φανή που είχαν ξεκινήσει για το γυμνάσιό τους (το Ε΄ Θηλέων, στον Άη-Νικόλα) τις είχαν γυρίσει πίσω φαντάροι, άκουσα από το ραδιόφωνο τα εμβατήρια, έμαθα από την υπηρεσία της σπιτονοικοκυράς πως τα τηλέφωνα δεν λειτουργούσαν. Ντύθηκα σαν τρελλός και κατηφόρισα τρέχοντας την Πετσόβου προς τη Ζωοδόχου Πηγής, ενώ πίσω η μητέρα μου μου φώναζε: «Πού πας, μωρέ μουρλέ, θα σε σκοτώσουν!»

Ηλιόλουστη η Αθήνα, έρημοι οι δρόμοι, κλειστά τα μαγαζιά, σα να είχε αδειάσει η πόλη από τη ζωή, σα να ήσαν τα σπίτια κελύφη άδεια. Κανένα σημάδι όμως που να δικαιολογεί τους φόβους της μάνας. Το Χημείο, νέο και παλιό, κλειδαμπαρωμένα –τον Στάθη δεν επρόκειτο να τον ξαναδώ, τον καθαίρεσε η χούντα με το πρόσχημα ότι χρηματιζόταν. Ανηφόρισα τη Σόλωνος προς τη Νομική. Μπρος από το κτίριο του ΟΤΕ, γωνία με Σίνα, που το φρουρούσαν φαντάροι, κάποιοι προσπαθούσαν να αντιληφθούν τι είχε συμβεί διαβάζοντας ομαδικά ένα φύλλο του Ελεύθερου Κόσμου, που απλώς κατέγραφε όσα από καιρού εις καιρόν επανελάμβανε και το ραδιόφωνο διακόπτοντας τη μετάδοση του «αεροπόρος θα γινώ» και «των εχθρών τα φουσάτα περάσαν»: κομμουνιστικός κίνδυνος, στρατιωτικός νόμος, απαγόρευση κυκλοφορίας.

Κατηφόρισα προς την Ακαδημίας, στην οποία μονίμως όλες τις άλλες ημέρες κυκλοφορούσαν αξιωματικοί, σα σε παρέλαση, μια που εκεί τότε ήσαν συγκεντρωμένοι οι «στρατιωτικοί οίκοι» που έφτιαχναν στολές για αξιωματικούς. Στις βιτρίνες, κούκλες πολύχρωμες με λοφία, χρυσοποίκιλτες επωμίδες και φανταχτερά λιλιά αναπλήρωναν τους πελάτες των καταστημάτων που βρίσκονταν όλοι εκείνη την Παρασκευή σε διατεταγμένη υπηρεσία. Λίγους μήνες μετά τη δικτατορία καταργήθηκε η υποχρέωση των νέων οδηγών να επικολλούν το χαρακτηριστικό «Ν» στο παράθυρο των αυτοκινήτων τους, γεγονός που πολλοί το ερμήνευσαν ως προσπάθεια του καθεστώτος να αποκρύψει το ότι αιφνιδίως πολλοί αξιωματικοί απέκτησαν διπλώματα και οχήματα. Η σταδιακή μετατροπή της οδού Ακαδημίας σε δρόμο πολυτελών καταστημάτων ανδρικών ειδών τα επόμενα χρόνια ήταν μια εύγλωττη μαρτυρία περί του νέου κοινωνικού και οικονομικού status των αξιωματικών: οι έμποροι έτρεξαν στον δρόμο που ήταν ήδη πέρασμα των νέων προνομιούχων.

Γύριζα στους δρόμους μεταξύ Χημείο και Νομική, αναζητώντας κάποιο γνωστό πρόσωπο, κάποιον συνδικαλιστή, κάποιο κομματικό στέλεχος, για να συζητήσω, να μάθω, να κάνω κάτι. Η ώρα περνούσε, ο ήλιος ανέβαινε κι έκαιγε περισσότερο, καλοκαίρι έλεγες. Συμπολίτες αμήχανοι και σιωπηλοί τριγυρνούσαν κι αυτοί χωρίς προφανή σκοπό: όλοι προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι είχε συμβεί, όλοι περιμέναμε να γίνει κάτι που να αλλάζει την κατάσταση άρδην. Τίποτε δεν συνέβαινε.

Ο νους μου έτρεχε στη Νίκη. Θα γινόταν το βραδυνό μας ραντεβού ή τόσα χρόνια αναμονής θα πήγαιναν χαμένα; Τρελλά ερωτευμένος μαζί της στο γυμνάσιο, οι δρόμοι μας είχαν χωρίσει όταν ήρθα εγώ στην Αθήνα κι αυτή έμεινε πίσω στη μικρή επαρχιακή μας κωμόπολη. Είχαμε συναντηθεί τυχαία λίγες ημέρες πριν στο τρόλλευ. Είχαμε ήδη συναντηθεί και συζητήσει δυο-τρεις φορές. Οι γονείς της δεν την είχαν αφήσει να σπουδάσει, ήθελαν να την παντρέψουν, η ίδια ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός. Τότε συνέβαιναν και στην πραγματικότητα αυτά που σήμερα τα βλέπουμε μόνο στις ταινίες της εποχής. Κάποιος σκηνοθέτης που είχε λάμψει για μικρό διάστημα εκείνο τον καιρό, δημιουργώντας δακρύβρεχτα ερωτικά-κοινωνικά φιλμ, της υποσχόταν ρόλο στην επόμενη ταινία του. Αναφερόταν συχνά σ’ αυτόν χωρίς να διευκρινίζει τι ακριβώς σχέση είχε μαζί του. Ανησυχούσα: τι είχα να αντιτάξω εγώ; Μόνο το μελλοντικό μου Νόμπελ στη Φυσική. Κανείς όμως δεν είχε τότε τη διορατικότητα να πιστεύει ότι πράγματι θα το πάρω. Αβοήθητος λοιπόν, ήταν επόμενο να μην τα καταφέρω.

Η «Διάνα», το θέατρο στην Ιπποκράτους, έρημη κι αυτή. Η γενική συνέλευση των φοιτητών της Φυσικομαθηματικής, που είχε ξεκινήσει την Τετάρτη και θα συνεχιζόταν την Παρασκευή 21 Απριλίου 1967, θα έμενε εσαεί ανολοκλήρωτη. Ουδείς από τους έμπειρους συνδικαλιστές των μεγαλυτέρων ετών που θαύμαζα (εγώ, ο πρωτοετής) εμφανίστηκε εκείνη την ημέρα στο ραντεβού του. Τον ηγέτη της ΕΔΗΝ τον είδα μετά από κάνα-δυο μήνες, ερχόταν για να δώσει τις εξετάσεις του Ιουνίου. Είχε συνωμοτικό ύφος, φορούσε μαύρα γυαλιά και είχε αφήσει μουστάκι –το οποίο έκτοτε δεν το εγκατέλειψε ο κ. Πευκιανάκης, νυν εκπρόσωπος τύπου του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη, λαύρος κατήγορος των αποστατών τότε. Για τον ηγέτη των δεξιών ξανάκουσα μετά από χρόνια, το 1980 αν δεν κάνω λάθος, όταν τον συνέλαβαν γιατί, εκμεταλλευόμενος τη θέση του στο υπό τους νεοδημοκράτες τότε Υπουργείο Παιδείας, έκλεβε και πωλούσε σε εκλεκτούς πελάτες τα θέματα των εισαγωγικών εξετάσεων για τα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Από τους Λαμπράκηδες, τον Νίκο τον είχαν ήδη συλλάβει όπως έμαθα αργότερα, τον Σπύρο τον συνάντησα λίγα χρόνια μετά στο Παρίσι, όπου και παραμένει.

Σκεφτόμουν πως από τότε που ήμασταν συμμαθητές στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, η Νίκη ήξερε πως ήταν όμορφη. Πλήθος σε θαυμαστές γύρω της, τους τραβούσε σαν μαγνήτης, παρά τα αυστηρά χριστιανικά ήθη του επαρχιακού σχολείου. Τσαχπίνικο χαμόγελο, λακκάκια στα μάγουλα που αναδείκνυαν την εξαίσια ελιά της, καστανά μάτια, ξανθά κοτσίδια –έκανε ό,τι μπορούσε για να μοιάζει στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, ίσως και σήμερα το ίδιο να κάνει. Η αξιοπρέπειά μου δεν μου επέτρεπε να προστεθώ κι εγώ στο σμάρι των θαυμαστών της, σε όλους αυτούς που ανεβοκατέβαιναν τον δρόμο της «δεκατετραετούς αγνής ως μαγνόλια παιδίσκης», αναστενάζοντας ή παριστάνοντας τους αδιάφορους, ελπίζοντας όμως και αδιαφορώντας ενίοτε για τις οργισμένες ματιές ή και φωνές της μητέρας της που απειλούσε να προσφύγει στον γυμνασιάρχη. Έμενα μακρυά της τότε εγώ, μετατρέποντας τον εφηβικό έρωτα σε ανταγωνισμό για τους βαθμούς, σε κατηγόριες για εύνοιες καθηγητών, στην προσπάθεια δημιουργίας άλλης «αυλής», αντίπαλης προς τη δική της. Ήξερα πως ήταν πια η ώρα να ξεκαθαριστούν οι λογαριασμοί στο πραγματικό πεδίο. Και ιδού, την κρισιμότερη στιγμή να ενσκήπτει δικτατορία.

Επέστρεφα πλέον στο σπίτι μου και ανέβαινα γρήγορα, ιδρωμένος από τη ζέστη και λαχανιασμένος από την ανηφοριά της Εμμανουήλ Μπενάκη, με το σακκάκι στο χέρι και το σώμα γερμένο μπρος για να ισορροπώ την κλίση του δρόμου, όταν, φθάνοντας στο ύψος της Μεθώνης (που δεν ήταν βεβαίως ακόμη πεζόδρομος), άκουσα τη φωνή: «Με σκυμμένο το κεφάλι σήμερα, έτσι;»

Το σήκωσα και είδα απέναντί μου τον «Παπούα» να κατεβαίνει ευθυτενής, αγέρωχος, ειρωνικά χαμογελαστός, με παντελόνι τζην και πρασινόμαυρο καρρώ αμερικάνικο πουκάμισο, με δύο άγνωστούς μου συνοδούς δεξιά και αριστερά του. Συμμαθητής από το εν Αθήναις Γυμνάσιο αυτός, γιος στρατηγού της χωροφυλακής που χρωστούσε το παρατσούκλι του στην πασίγνωστη σε όλα τα Εξάρχεια βαρβαρότητά του. Μέχρι και κιμά ωμό έλεγαν αυτόπτες μάρτυρες ότι καταβροχθίζει. Μια φορά στα σφαιριστήρια του Ρόμπου στην Καλλιδρομίου (ή μήπως στη «Διάνα», πίσω από το Βαρβάκειο ήταν;) είχε ριχτεί στους αστυφύλακες που έκαναν έφοδο, τους είχε ανατρέψει, είχε ξεφύγει –θα τον έλειωνε ο στρατηγός, αν μάθαινε πως ο γιος του είχε συλληφθεί σ’ αυτόν τον απαγορευμένο τόπο.

Χαμογέλασα αμήχανα και τους προσπέρασα. «Φασισταριό», έβρισα μέσα μου. Ξανασυνάντησα τον Παπούα το 1970, στο λεωφορείο Θων-Θησείο, 16 τότε, κάποιον άλλο αριθμό έχει σήμερα αλλά ακριβοθώρητο πάντα. Από τη στάση της Αρχαιολογικής Εταιρείας μέχρι την Καλλιδρομίου πρόλαβε να μου αφηγηθεί πως είχε τελειώσει τη Σχολή Χωροφυλακής, πως ήδη υπηρετούσε στην ΚΥΠ, ήταν γραμμένος και στη Νομική και μου εξηγούσε πως η χωροφυλακή (και όχι ο στρατός) είναι η ψυχή της ΚΥΠ, ενώ εγώ τον άκουγα κατάπληκτος: δεν φανταζόμουνα (τότε) πως κάποιος θα μπορούσε να είναι περήφανος προσφέροντας τέτοιες υπηρεσίες. Εκείνος δεν φανταζόταν πως μιλούσε με υποψήφιο θήραμα, με «βομβιστή», κατά την ορολογία της εποχής. Σκεπτόμουν ότι για να τον εκδικηθώ για κείνη τη φράση της 21ης Απριλίου που καρφί είχε μπει στην καρδιά μου, αν με έπιαναν, θα τον κατήγγελλα για φίλο ή και συνένοχο –πώς θα δικαιολογούσε ότι ήξερα πως ήταν κυπατζής; Μεγαλοδικηγόρος σήμερα, τον συναντώ κάπου-κάπου διότι αφήνω τη Χόντα μου στο ίδιο γκαράζ που αφήνει κι αυτός το ακριβό, γυαλιστερό σπορ αυτοκίνητό του. Χαιρετιόμαστε, μιλάμε για τους παλιούς συμμαθητές, λέμε πως θα άξιζε κάτι να οργανωθεί για να συναντηθούμε όλοι μαζί, αλλά ως τώρα δεν έχει τίποτα γίνει.

Πήγα στη φίλη μου την Πάτη, δυο σπίτια πέρα από το δικό μου ήταν το σπίτι της. Ο μακαρίτης πατέρας της ήταν έξαλλος: «Γιατί να μη γεννηθώ σε μια μεγάλη χώρα, γιατί Θεέ μου μια ζωή να τρώω κατραπακιές», αναρωτιόταν. «Καλά, εμείς οι Κεντρώοι είμαστε μαλάκες, μας έπιασαν στον ύπνο. Οι Αριστεροί; Επιτρέπεται οι Αριστεροί να μην έχουν κανένα σχέδιο για να αντιδράσουν;» Ήρθε ο Δημήτρης, ήρθε και ο Λάμπης μετά, είχε-δεν είχε ενός μηνός δεσμό με την Πάτη τότε –σήμερα έχουν δυο κόρες. (Ο Δημήτρης μαγκούφης στην Πάτρα.) Ανταλλάξαμε πληροφορίες, ποιους είχαν πιάσει, πού τους είχαν, τι έκανε ο βασιλιάς, ποιοι είχαν κάνει το πραξικόπημα –ανακεφαλαιώσαμε δηλαδή όλες τις φήμες που κυκλοφορούσαν. Ο Λάμπης ήταν στέλεχος στην ΕΦΕΕ και την ΕΔΗΝ, είχε συναντηθεί με Λαμπράκηδες, υπήρχε ραντεβού μαζί τους στη Δεξαμενή το απόγευμα. Αποφασίσαμε να πάω εγώ που δεν είχα ως τότε πάρε-δώσε με την Ασφάλεια. Ούτε κι απέκτησα ευτυχώς ποτέ μου. Μια ζωή τυχερός. Ο Λάμπης όμως λίγους μήνες μετά βρέθηκε στη φυλακή –Δημοκρατική Άμυνα, από τους πρώτους συλληφθέντες.

Εκείνο που με βασάνιζε ήταν πως η Νίκη δεν είχε τηλέφωνο και είχε αρνηθεί να μου δώσει τη διεύθυνση του σπιτιού της. «Δεν θέλω να πλησιάσεις σπίτι μου. Αν σε δει η μάνα μου, δεν είναι κουτή, αμέσως θα καταλάβει». Δεν ήταν απολύτως σαφές τι θα καταλάβαινε η μάνα της, δηλαδή τι υποτίθεται ότι υπήρχε μεταξύ μας. Μου κρατούσε το χέρι, μου εξηγούσε με υγρά μάτια τα προβλήματά της με τους γονείς που δεν την άφηναν να κάνει βήμα, που δεν την καταλάβαιναν, που δεν την άφηναν να γίνει ηθοποιός. Μου μίλησε για κάποιον έρωτα που είχε τελειώσει οριστικά γι’ αυτήν, για το πόσο ανόητη ήταν που πριν πέντε χρόνια μου κρατούσε μούτρα. Εγώ της συνιστούσα να φυλάγεται από τον σκηνοθέτη –ξέρεις αυτοί, σε όλες τα ίδια λένε. Δεν τολμούσα να καταθέσω αυτά που ήθελα εγώ να πω, δεν ήμουν σίγουρος τι ήθελε. Της χάιδευα το χέρι κι εγώ, κι έλεγα πως ήμασταν τυχεροί που συναντηθήκαμε στην Αθήνα. Την τελευταία φορά είχαμε κιόλας φιληθεί, γρήγορα-γρήγορα βέβαια, αλλά πάντως στο στόμα. Μου είχε μείνει μικρό μούδιασμα στο κάτω χείλος που είχε αγγίξει η γλώσσα της –μου φαίνεται πως και τούτη τη στιγμή το νοιώθω.

Είχα αποφασίσει να τα παίξω όλα για όλα πλέον το βράδυ της Παρασκευής 21 Απριλίου 1967. Θα κατέθετα ευθαρσώς, με όση θέρμη διέθετα και όση ποιητικότητα είχα μέχρι εκείνη τη στιγμή αποκτήσει, τον έρωτά μου, τον επί τόσα χρόνια βουβό και απελπισμένο, που τον είχαν καταπιέσει γυμνασιάρχες, γονείς και γείτονες, που ξεπήδαγε ποτάμι από μέσα μου και αν δεν έβρισκε κοίτη να πορευτεί κινδύνευε να με πνίξει. Θα της μιλούσα για τα γλαρά μάτια της, για τα πετροκέρασα των χειλιών της, το φεγγάρι του προσώπου της, τις γλυκές λακκούβες των παρειών της, την αλμυρή ελιά που τις συνόδευε, την καλαμιά της κόμης της, τον άσπρονε λαιμό της. Για το υπόλοιπο σώμα της ονειρευόμουν να μπορέσω να της μιλήσω με τα χέρια.

Έμπλεως ερωτικού και επαναστατικού ενθουσιασμού ανέβηκα τις ανηφόρες του Λυκαβηττού για να φθάσω στη Δεξαμενή, αποφεύγοντας να περάσω από το κέντρο. Οι Λαμπράκηδες ήσαν πράγματι εκεί, τέσσερα-πέντε άτομα κάτω από μια νεραντζιά, χαμηλά προς τα σκαλοπάτια που βγάζουν στη Δεινοκράτους. Τον Μανώλη, τον μηχανικό, θυμάμαι, τον συλλάβανε αργότερα με το Πατριωτικό Μέτωπο –ακόμα και σήμερα με την ΕΑΡ και τον Συνασπισμό τραβολογιέται. Δεν είχαμε και σπουδαία πράγματα να πούμε, ουδείς ήξερε τι να κάνει, τι να πει, σε ποιον να αποταθεί, ποιον να αποφύγει. Ήμασταν ακέφαλο και αδέσποτο φοιτηταριό. Οι αρχηγοί, οι έμπειροι, είχαν οι περισσότεροι συλληφθεί και όσοι διέφευγαν κοιτούσαν τούτες τις πρώτες στιγμές να βρουν κάποιο ασφαλές σπίτι να ακουμπήσουν. Τα παράνομα δίκτυα θα οργανώνονταν αργά-αργά και δύσκολα –η Ασφάλεια θα τα ξήλωνε συντόμως και με ευκολία. Ανταλλάξαμε κάποια τηλέφωνα για επαφές.

Έπαιρνε να βραδυάζει κι εγώ ξεκίνησα ποδαρόδρομο για τη Φωκίωνος. Τίποτα δεν κυκλοφορούσε, βιαστικούς πεζούς συναντούσες μόνο εδώ κι εκεί διότι το ραδιόφωνο επέμενε πως μετά τη δύση του ήλιου απαγορευόταν αυστηρώς η κυκλοφορία. Η εντολή εισακούσθηκε. Όταν αργότερα ρίχτηκε από την Αντίσταση το σύνθημα την Κυριακή 2 Ιουνίου, ημέρα των εκλογών που δεν έγιναν ποτέ, να μείνουν οι Έλληνες στα σπίτια τους, οι δρόμοι ήσαν γεμάτοι κόσμο: όλοι ισχυρίζονταν ότι βγήκαν να δουν αν η γραμμή της Αντίστασης είχε περάσει.

Με σταμάτησαν φαντάροι στο Πεδίο του Άρεως, στο άγαλμα της Αθηνάς. «Απαγορεύεται», είπαν. «Σπίτι μου πάω», είπα εγώ. «Και τι με νοιάζει εμένα;» αντέτεινε ο επικεφαλής λοχίας. «Απαγορεύεται». «Άσ’ τον, σειρά, να περάσει, δικός μου είναι», ακούστηκε πιο πίσω φωνή.

Ο Μίμης, αγρότης συγχωριανός, που υπηρετούσε τη θητεία του και από μηχανής Θεός προστάτης των ερωτευμένων. Τον κέρασα τσιγάρο, τον ρώτησα τι γίνεται. «Να σου πω», μου λέει, «για μας τους φαντάρους καλό είναι αυτό. Θα μας υπολογίζουν πια, δεν θα μας λένε βρωμοπόδαρους, δεν θα μας υποχρεώνουν να στεκόμαστε όρθιοι στα λεωφορεία και στα τραίνα. Θα έχουμε εξουσία, κάτι σαν χωροφύλακες θα είμαστε, θα δίνουμε και καμιά σφαλιάρα άμα χρειαστεί, καλύτερα θα περνάμε». Έκτοτε οι ταξικές αναλύσεις με έβρισκαν πάντοτε κάπως επιφυλακτικό.

Πλησίαζε οκτώ όταν έφθασα στην έρημη Φωκίωνος Νέγρη. Όταν αντίκρυσα του «Φλόκα» κλειστό, τις καρέκλες μαζεμένες, τα παγκάκια άδεια, τους λίγους διαβάτες να φεύγουν βιαστικά αδιαφορώντας για τις μυρωδιές που σκόρπιζαν τα δέντρα εκείνο το χλιαρό ανοιξιάτικο βράδυ, τότε κατάλαβα πόσο απονεννοημένο ήταν το διάβημά μου. Περνώντας από το Πάρκο προηγουμένως με είχαν πνίξει οι βιολέττες πίσω από τον ναό των Ταξιαρχών που ετοιμάζονταν να τιμήσουν τη Μεγάλη Παρασκευή και είχα ξεχάσει τους φαντάρους, τα παράνομα ραντεβού, τις συλλήψεις, τη χούντα, τον βασιλιά: με είχε κυριεύσει η άνοιξη, η ερωτική μου αισιοδοξία και επιθυμία. Τώρα αντίκρυζα την πραγματικότητα, τη νέκρα εκεί που περίμενα να σφύζει η ζωή. Κατάλαβα πως η Νίκη δεν επρόκειτο να έρθει.

Απελπισμένος περίμενα ως τις οκτώμισυ και μετά πήρα τον δρόμο του γυρισμού, περνώντας από την αλάνα αυτή τη φορά, μπρος από τη Σχολή Ευελπίδων, για να αποφύγω την ίδια περίπολο. Μόλις είδα τη Σχολή, το μίσος που είχε ξυπνήσει μέσα μου ο Παπούα φούντωσε: αυτοί οι ανέραστοι φασίστες αξιωματικοί ήσαν υπεύθυνοι για τη μαύρη άνοιξη που θα περνούσαμε το 1967. Κάποια στιγμή έπρεπε να τους εκδικηθούμε. Αργότερα το κάναμε –τους βάλαμε βόμβα. Στο σπίτι βρήκα τον Πάνο και τον πατέρα μου να τοποθετούν πρόσθετες κεραίες στο ραδιόφωνο, προσπαθώντας να πιάσουν στα βραχέα BBC. Τις επόμενες ημέρες θα ανακαλύπταμε και τον σταθμό του Παρισιού και την Ντώυτσε Βέλλε. Έκρυψα και στο πλυσταριό τα λίγα μαρξιστικά βιβλία μου, εν οις και κάποια του Γκαρωντύ· ήταν βεντέττα στην καθ’ ημάς αριστερά εκείνη την εποχή, ενώ ο ίδιος ετοιμαζόταν να περιτμηθεί και να γίνει μουσουλμάνος.

Έψαξα μάταια να τη βρω εκεί που περίπου ήξερα πως ήταν το σπίτι της, στριφογύριζα στην περιοχή που είχε μαγαζί ο πατέρας της. Αναζητούσα τ’ όνομά της στο «καστ» των ελληνικών ταινιών, το πρόσωπό της στις φωτογραφίες των κεντρικών κινηματογράφων. Τίποτα. Η χούντα έδιωξε οριστικά τη Νίκη από τη ζωή μου, άφησε ανολοκλήρωτο έναν παιδικό έρωτα που στα χρόνια της νεότητας παρά λίγο ν’ ανθίσει, εμπόδισε ν’ απαντηθεί το ερώτημα αν με είχε κι αυτή αγαπήσει. Δεν έμαθα ποτέ αν παντρεύτηκε, αν έκανε παιδιά –δεν έμαθα καν αν ζει ή αν έχει πεθάνει.

 

Χρήστος Βακαλόπουλος: Η 21η Απριλίου κι εμείς

Δεν είμαστε πια οι ίδιοι άνθρωποι που μεγαλώσαμε μαζί στο γυμνάσιο στη διάρκεια της δικτατορίας. Μαζευτήκαμε τότε γύρω από ένα συγκρότημα ροκ, τους Peppers και αργότερα Ρέμπελους, που πρόλαβαν να παίξουν σε μερικές συναυλίες και να βγάλουν ένα δίσκο σαράντα πέντε στροφών στην εταιρεία Zodiac, λίγο πριν διαλυθούν μέσα σ’ αυτή την παρεξήγηση που ονομάσθηκε μεταπολίτευση. Πίσω μας είχαμε έναν κόσμο ουσιώδους αφέλειας που δεν τον ξαναβρήκαμε ποτέ, παρ’ όλο που τα πρώτα χρόνια της χούντας συνέχιζε ακόμα να υπάρχει – οι άνθρωποι έβγαζαν καρέκλες στους δρόμους της Κυψέλης, οι θερινοί κινηματογράφοι γέμιζαν στις ταράτσες, στα πάρτυ όλοι ντρεπόντουσαν με την άνεσή τους. Όμως αυτός ο κόσμος άρχισε να εξαφανίζεται σε όφελος της τηλεόρασης, των ντισκοτέκ και του φαινομενικού αντίβαρού τους, της αμφισβήτησης.

Μπήκαμε στη δικτατορία μικρά παιδιά που δεν ήξεραν να ερωτεύονται και να ντρέπονται, να ελπίζουν και να χαίρονται, και βγήκαμε από εκεί κάτι κουρασμένα παλληκάρια ασχέτως ηλικίας, υποψιασμένοι για τα πάντα, έτοιμοι να αναλύσουν το παραμικρό, ανίκανοι να ψωνισθούμε με κάτι, στρατιώτες ενός μέλλοντος που ερχόταν με σιγουριά αλλά δεν φάνηκε ποτέ, ενός μετά που μας έχει αρπάξει από το λαιμό και δε λέει να μας αφήσει ήσυχους ούτε δευτερόλεπτο. Εφτά ολόκληρα χρόνια μαθαίναμε ο ένας τον άλλο να περιφρονεί τον τόπο του και να θαυμάζει ένα μυθικό τόπο, αποτελούμενο από συγκροτήματα ροκ, φοιτητικές εξεγέρσεις, ξεσπάσματα της κραιπάλης, ελεύθερες σχέσεις, πρίγκηπες της παρακμής, χιλιάδες παιδικές χαρές για μεγάλους. Μάθαμε να περιμένουμε κάτι και ξεμάθαμε να βλέπουμε τι γινόταν γύρω μας. Την ώρα που ο Παττακός εκτελούσε το εθνοσωτήριο έργο του μαζεύοντας γόπες στην οδό Πατησίων και ο Καράγιωργας έχανε το χέρι του ώστε να γίνει αργότερα υπουργός ο Κατσιφάρας, εμείς φανταζόμαστε τη ζωή σαν ένα σόλο του Τζίμι Χέντριξ ή μια ροχάλα του Κον Μπεντίτ. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα έπαιρνε την όψη της οδού Αχαρνών αλλά αυτό δεν μας ένοιαζε καθόλου, η Ελλάδα δεν υπήρχε για μας, όπως δεν υπήρχε και για όλους αυτούς τους αντιστασιακούς που ήρθαν αργότερα από το εξωτερικό μ’ αυτό το κουρασμένο ύφος του ανθρώπου-που-ένοιωσε-τα-πάντα-στο-πετσί-του, την Ελλάδα τη χαρίζαμε στους χουντικούς μαζί με το δημοτικό τραγούδι. Εμείς οι ίδιοι, στρατιώτες του μέλλοντος, βάλαμε ένα χεράκι ώστε να την κρύψουμε για πάντα από τους εαυτούς μας και σχεδόν την τελειώσαμε μέσα μας.

Από την 21η Απριλίου και μετά η ελληνική κοινωνία εγκατέλειψε τον εαυτό της και δεν γύρισε πίσω ποτέ. Μέχρι τότε ήξερε να ζει και να πεθαίνει, να ερωτεύεται και να ματώνει, γνώριζε όλες αυτές τις εντάσεις που τις σάρωσε η χούντα, η τηλεόραση, η αντίσταση στη χούντα, η αντίσταση στην τηλεόραση, η κατανάλωση, η αντίσταση στην κατανάλωση, ο Νίκος Μαστοράκης, τα συγκροτήματα ροκ ως αντίσταση στον Νίκο Μαστοράκη. Χούντα και αντίσταση πήγαν μαζί και συνεχίζουν να πηγαίνουν μαζί κι εκείνο που χάθηκε είναι ο ρυθμός της καθημερινής ζωής που συνδεόταν πάντα σ’ αυτόν τον τόπο με τους αιώνες, αυτούς τους φτωχούς αιώνες που τους αφήσαμε πίσω για πάντα δημιουργώντας συγκροτήματα ροκ, συγκροτήματα ελεύθερων σχέσεων, συγκροτήματα πολιτιστικών συλλόγων, συγκροτήματα πλήξης, συγκροτήματα γκρίνιας FM stereo. Οι άνθρωποι δεν βγάζουν πια καρέκλες στους δρόμους, οι θερινοί κινηματογράφοι γκρεμίζονται, στα πάρτυ δεν ντρέπεται κανείς, η καχυποψία έχει εγκατασταθεί παντού, πολύ ωραία τα καταφέραμε. Οι Ρέμπελοι διαλύθηκαν τη στιγμή που ο Καραμανλής πάτησε το πόδι του στην Αθήνα, τα μέλη τους πήγαν να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Εγώ έμεινα πίσω και νοιώθω πολύ αμήχανος όταν τους βλέπω – νομίζω άλλωστε ότι και σ’ αυτούς συμβαίνει το ίδιο.

Δεν είμαστε πια ο εαυτός μας και το ξέρουμε. Όλοι μας φτιάξαμε ένα συγκρότημα στη διάρκεια της δικτατορίας και τώρα το διαλύουμε συνεχώς, γιατί αυτό που επιθυμήσαμε – η μυθική ευρωπαϊκή παιδική χαρά – αποδείχθηκε εξ ίσου ξενέρωτο με τη χουντική αντιαισθητική πραγματικότητα. Οι συνταγματάρχες, αυτοί οι «κακοί του καφενείου» που πήραν την εξουσία, μας οδήγησαν στο στρατόπεδο της καχυποψίας, μας έχωσαν μέσα στην ιδεολογία από την οποία δεν βγήκαμε ποτέ, ακόμη και σήμερα που ιδεολογία μας είναι η διαφήμιση. Αν είναι να ξανακάνουμε κάποιο συγκρότημα, πρέπει να τα έχουμε υπ’ όψη μας όλα αυτά και να επιστρέψουμε πίσω, όχι με σημαίες και γελοία ταμπούρλα, να γυρίσουμε πίσω μέσα μας, χωρίς να το πούμε σε κανέναν. Διαφορετικά, πρέπει να μείνουμε αμήχανοι όπως είμαστε, αποφεύγοντας την πολλή παρέα.

Ελένη Αρβελέρ: Η 21η Απριλίου κι εσείς

Το παρακράτος που με τη ναζιστική προστασία έζησε και ανδρώθηκε στα χρόνια της Κατοχής, βρήκε σχεδόν δικαίωση με τα δραματικά γεγονότα του Δεκέμβρη 1944 και του εμφύλιου πολέμου, κι έτσι ανεξέλεγκτα εγκατέστησε την παραεξουσία του σε όλη την ελληνική επικράτεια. Εποχή διχασμού, καιροί αμηχανίας, περίοδος αστάθειας που τρέφει η ακατανοησία και η αντίφαση της ιστορικής πορείας, αυτής που ρυθμίζεται πάντοτε από εξωελληνικούς παράγοντες (τις μεγάλες λεγόμενες δυνάμεις). Θέατρο της διαμάχης τους το ελληνικό έδαφος· στη λίστα των αντικρουόμενων επιτυχιών τους η άνευ όρων προσάρτηση στα συμφέροντά τους μιας όχι ευκαταφρόνητης μερίδας του ελληνικού λαού. Ασύστολοι οι Γερμανόφιλοι της Κατοχής, έμειναν ατιμώρητοι ως όψιμοι Αγγλόφιλοι και μετέπειτα Αμερικανόπληκτοι εθνικόφρονες-νομιμόφρονες, διώκτες του ξεστρατισμένου αντάρτικου.

Λογική συνέπεια της ποινικής και πολιτικής ασυδοσίας των δοσίλογων της ξενικής κατοχής είναι η δημιουργία συνθηκών χαλάρωσης, ηθικής και εθνικής, που επέτρεψαν τη δικτατορία της 21 Απριλίου 1967. Είναι συμπτωματικό το ότι αυτοί που καταπολέμησαν με σθένος και ανιδιοτέλεια την απριλιανή νέα τάξη, μίλησαν αμέσως για νέα κατοχή και για εθνική αντίσταση. Έκαναν σημαία το σύμβολο ανάτασης που περίμενε ακόμη την δικαίωση από την αναταραγμένη πολιτεία του μεταπολέμου. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο επανορθωτής της πολιτείας –εννοώ τον Κωνσταντίνο Καραμανλή– πρώτος προχώρησε στην ειρηνοποίηση του πολιτικού βίου με την εξασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων, μη εξαιρουμένου του κομμουνιστικού, που για πρώτη φορά έτυχε επίσημης αναγνώρισης μετά την Βάρκιζα.

Νέα λοιπόν κατοχή αρχίζει με την πρώτη μεταπολεμική δικτατορία σε δοκιμασμένο χώρο της αιματοκυλισμένης από τον φασισμό Ευρώπης: έχει για προπύργιο την Ελλάδα των Συνταγματαρχέων, με τα στρεβλωμένα ελληνοχριστιανικά και ηθικοπλαστικά συνθήματά τους. Νέα ανάγκη ανόρθωσης διαφαίνεται με νέα κατορθώματα αντίστασης –κι απέναντί τους, ίδιο πάντα το παρακράτος, έτοιμο να επιβάλλει την άνομη τάξη.

Ατιμώρητοι οι πράκτορες της εθνικής κατάπτωσης και ντροπής στα μεταπολεμικά χρόνια, ξεχασμένοι σήμερα, και για μερικούς αδικοφυλακισμένοι οι πρωτεργάτες του επαίσχυντου απριλιανού εγχειρήματος: από φασισμό σε νεοφασισμό βαδίζει η χαώδης σωρεία της πολιτικής καθημερινότητας, αποπροσανατολίζοντας τη συνείδηση των νέων, που ζητούν την αιτία της αντιξοότητας στην προγονική αμαρτία.

Να πούμε ότι ο ελληνικός λαός, που τόσο σεμνύνεται για τα περασμένα αρχέγονα μεγαλεία, είναι επιρρεπής αμνησίας σε ό,τι αφορά στα σημερινά και άμεσα; Τα πρόσφατα παραστρατήματα κληθήκαμε από την ιστορία να τα πληρώσουμε, μέγιστο και αδιάψευτο μάθημα πως η ιστορία ούτε ξεχνά ούτε συγχωρεί τους υβριστές της. Κάθε πράξη και κάθε κίνηση, η πιο ασήμαντη και η πιο ανέμελη, βρίσκει την ολοκλήρωσή της, την οντολογική δικαίωσή της, στην ορθολογική πορεία του χρόνου.

Ας σταθούμε νηφάλιοι μπρος στα παρόντα για να μη θρηνήσουμε για τα επερχόμενα. Είναι καιρός οι λαλίστατοι σχολιαστές της ιστορίας του τόπου να γευθούν τον καρπό της σκεπτικής σιωπής: Μόνο αυτή επιτρέπει την αντικειμενική αξιολόγηση του παρελθόντος χωρίς αναίτιες αιτιάσεις και χωρίς άκαιρες θριαμβολογίες. Αυτό νομίζω αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει η ιστορία δυναμική αναφορά, μάθημα ζωής και όχι σύνθημα κούφιας αυταρέσκειας και ανόητης αυτάρκειας. Το πολιτιστικό επίπεδο ενός λαού εξαρτάται όχι τόσο από την εικόνα του ιστορικού του είναι, όσο από την πλαστικότητα του ιστορικού του γίγνεσθαι. Ας θυμηθούμε ότι το πανάρχαιο χρέος ευθύνης, έτσι όπως το θεμελίωσαν μακραίωνη ιστορία και προγονική παράδοση, δεν αλλοτριώνεται με ηχηρά λόγια, ούτε πληρώνεται με παχυλές, απατηλές υποσχέσεις: Ευθύνη και εγρήγορση απαιτούν οι καιροί.

Κι έτσι η έρημη Ρωμιοσύνη θα πάψει να φοβάται άγρυπνους Εφιάλτες κι αφύλακτες κερκόπορτες.